Η Άλλη Μεριά είναι χωριό του δήμου Βόλου του Νομού Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Βρίσκεται ανατολικά του Βόλου στους πρόποδες του Πηλίου.
Ο Κορδάτος ανακαλύπτει, ως καταγωγή του ονόματος, την αραβοτουρκική λέξη “Αλμεριά” που σημαίνει βοσκότοπος.
Ο αείμνηστος Θανάσης Ζέρβας, στο βιβλίο του Η ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ, ισχυρίζεται ότι έχει ανακαλύψει, σε περιηγητές ή σε παλαιούς ιστορικούς και άλλες ονομασίες του χωριού, όπως Αλμεριά, Αλή Μεριά, Άλμιρα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Οι πρώτοι οικιστές της περιοχής φαίνεται ότι υπήρξαν Δημητριείς, κάτοικοι της Δημητριάδας, -του σημερινού Βόλου- οι οποίοι, κατά τον 15ο αιώνα, εγκαταλείπουν την περιοχή γύρω από το Κάστρο του Βόλου και, από το φόβο των πειρατών, ανεβαίνουν ψηλότερα. Όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, προτιμούν την Άλλη Μεριά η οποία ανέκαθεν αποτελούσε βοσκότοπο.
Κατά τον καθηγητή Νίκο Πανταζόπουλο, το όνομα “Άλλη Μεριά” αναφέρεται για πρώτη φορά σε ιεροδικαστική απόφαση του 1615 με την οποία επιλύεται συνοριακή διαφορά μεταξύ των όμορων Κοινοτήτων Πορταριάς, Κατηχωρίου, Άνω Βόλου καθώς και της Κοινότητας Μακρινίτσας.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ανήκε στα χάσια, δηλαδή στα χωριά στα οποία υπήρχε τούρκος διοικητής, με αυξημένες αρμοδιότητες.
Σήμερα, παρόλο που είναι έντονο το βλάχικο στοιχείο στην Άλλη Μεριά, δεν ακούγεται η βλάχικη γλώσσα στην περιοχή.
Η Άλλη Μεριά, το 1883, αποτελεί μέρος του Δήμου Ιωλκού. Τα άλλα χωριά ήσαν ο Άνω Μαχαλάς (Άνω Βόλος), ο Άγιος Ονούφριος και η Ανακασιά. Εξ αυτών, ο παλαιότερος οικισμός υπήρξεν εκείνος του Αγίου Ονουφρίου. Εδρα του Δήμου ορίσθηκε η Ανακασιά, ενώ ο Άνω Μαχαλάς και η Άλλη Μεριά συναποτελούσαν τη μία Κοινότητα του Δήμου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν γεωργοί, κτηματίες, αγωγιάτες, κτηνοτρόφοι, κτίστες.
Κατά τη διετία 1927-1929, η Άλλη Μεριά συνδέεται οδικά με το Βόλο, ενώ το 1951 το χωριό ηλεκτροδοτείται. Τον επόμενο χρόνο αποκτάει το πρώτο του χειροκίνητο τηλέφωνο, το οποίο τοποθετείται σε καφενείο της πλατείας. Τα πρώτα τηλέφωνα σε οικίες, δόθηκαν δώδεκα χρόνια αργότερα.
Το 1998 συνενώνεται με την Πορταριά, το Κατηχώρι και τις Σταγιάτες και αποτελούν τον Δήμο Πορταριάς και σήμερα ανήκει στον Δήμο Βόλου.
Οι Βλάχοι αρχικά ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και στην συνέχεια με τη μεταφορά εμπορικών και γεωργικών προϊόντων. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοι της περιοχής ήταν γεωργοί, κτηματίες, αγωγιάτες, κτηνοτρόφοι και χτίστες.
Στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου και μια μαρμάρινη βρύση. Από τα σπίτια του χωριού, ο ξενώνας Στάμου Στούρνα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο κτίριο. Χτίστηκε την περίοδο 1850-1861 από τον Αιγυπτιώτη Ιωάννη Χατζηαργύρη και είναι χτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό.
Επίσης, το Αρχοντικό Χατζηαργύρη έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης διότι αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Επίσης, στο χωριό βρίσκεται ο Φούρνος του Βελέντζα, όπου βρίσκονται τοιχογραφίες από τον Θεόφιλο. Ο φούρνος χτίστηκε το 1897, σύμφωνα με χρονολογία που είναι χαραγμένη στη γρυπίδα, και λειτουργούσε ως φούρνος, μπακάλικο και κρασοπωλείο.
Το εσωτερικό του κτιρίου διακοσμήθηκε από τον Θεόφιλο το 1910 με εννέα ενεπίγραφες τοιχογραφίες. Στην Άλλη Μεριά υπάρχει και ένα λιθόκτιστο τοξωτό γεφύρι.
Πηγή: Magnesianews.gr