Μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει γίνει εύκολα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας
Στις 9 Ιουλίου 1945, ο εξάχρονος Τομ Μαρτιν και ο τετράχρονος αδερφός του, Τζέρι, έκαναν βόλτα με τα ποδήλατά τους κοντά στο διαμέρισμά τους στο Μανχάταν, όταν τους πλησίασε μια παράξενη γυναίκα. Αυτή ρώτησε τα παιδιά αν ήθελαν γλυκά και παρόλο που ο Τομ αρνήθηκε, ο πιο μικρός Τζέρι δεν μπορούσε να πει όχι. Η γυναίκα τον πήρε από το χέρι, για να πάει να τον κεράσει το γλυκό που του υποσχέθηκε και είπε στον Τομ ότι θα επέστρεφαν σύντομα. Ο Τομ δεν είδε ποτέ ξανά τον αδερφό του.
Η εξαφάνιση του Τζέρι ήταν ένα σοκ για την οικογένειά του και οι γονείς των παιδιών, ο Χάρολντ και η Νάνσυ πέρασαν όλη τους τη ζωή αναζητώντας το παιδί τους. Οι γονείς του Τζέρι την εποχή της εξαφάνισής του ήταν χωρισμένοι. Ο Χάρολντ είχε παντρευτεί ξανά και είχε μάλιστα ένα ακόμα παιδί, την ενός έτους Μαίρη, ενώ ζούσε ακόμα με τους δυο γιους του. Εξαιτίας αυτού, οι υποψίες αρχικά έπεσαν στην μητέρα, την Νάνσυ χωρίς ωστόσο να υπάρξουν ποτέ στοιχεία που να στηρίξουν αυτήν τη υπόθεση. Η Νάνσυ, που διακήρυττε την αθωότητά της, εκτός από την θλίψη της έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον έλεγχο της αστυνομίας, ο οποίος όμως δεν οδήγησε πουθενά.
Οι έρευνες συνεχίστηκαν για λίγο καιρό και επεκτάθηκαν ακομα και σε εννιά πολιτείες, ενώ η υπόθεση δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα New York Daily News χωρίς αποτέλεσμα. Η οικογένεια του μικρού Τζέρι άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ίσως δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά το παιδί. Το χειρότερο ήταν ότι δεν ήξεραν τι μπορεί να του είχε συμβεί και αν ζούσε ή είχε πεθάνει.
Τα χρόνια περνούσαν και σύντομα έγιναν δεκαετίες χωρίς κανένα σημάδι από τον Τζέρι. Ο πατέρας του παιδιού, ο Χάρολντ, ρωτούσε συνεχώς στην αστυνομία αν έχουν νεότερα και ακόμα και λίγο πριν από τον θάνατό του σε μεγάλη ηλικία επέμεινε πάντα ότι ο γιος του ήταν ακόμα ζωντανός. Όπως έλεγε, το ένιωθε στην καρδιά του. Μετά το θάνατο του Χάρολντ και της Νάνσυ, ο ενήλικος πλέον Τομ συνέχισε την αναζήτηση για τον μικρό του αδερφό νιώθοντας ακόμα και ένα ίχνος ενοχής για την εξαφάνισή του. Μάλιστα, πριν από κάποια χρόνια είχε κάνει ακόμα και τεστ καταγωγής με τη μέθοδο DNA επιτρέποντας την χρήση των αποτελεσμάτων, με την ελπίδα ότι κάποιος εκεί έξω θα μπορούσε να τον οδηγήσει πίσω στο Τζέρι.
Τα αποτελέσματα τελικά ήρθαν επτά δεκαετίες μετά την απαγωγή.
Οι αδερφές που αναζητούσαν τις ρίζες τους
Σε μια άλλη γειτονιά, στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης αυτή τη φορά, η 51χρονη Όντρεϊ Μπελ αποφάσισε το 2017 να κάνει ένα τεστ DNA σε μια εταιρία από αυτές που σου δίνουν τη δυνατότητα να μάθεις περισσότερα για την καταγωγή σου. Ο λόγος που έκανε το τεστ ήταν κυρίως για να μάθει ποια από τα τρίδυμα παιδιά της ήταν πανομοιότυπα.
Όταν τα αποτελέσματα ήρθαν, πέρα από τα αποτελέσματα για τα παιδιά της, ανακάλυψε όμως με μεγάλη έκπληξη ότι δεν είχε ίχνος ιταλικού DNA, όπως θα έπρεπε, μιας και ο πατέρας της, ο Ρίτσαρντ Παλμαντέσο, ήταν πάντα περήφανος για την ιταλική του καταγωγή. Στην πραγματικότητα η Όντρεϊ είχε καταγωγή από την Σκωτία, την Ιρλανδία και την Ισπανία.
Όταν η Όντρεϊ ρώτησε τους γονείς της για τα αποτελέσματα κι αυτοί ήταν εξίσου μπερδεμένοι. Χωρίς κανείς να μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση, δεν συζήτησαν ξανά το θέμα και η γυναίκα απλώς συνέχισε τη ζωή της. Το 2019 όμως η δίδυμη αδερφή της Όντρεϊ, Σίνθια ΜακΦάντεν, και η μικρότερη αδερφή τους, Στέφανι Παλμαντέσο, αποφάσισαν κι αυτές να κάνουν τις δικές τους εξετάσεις DNA. Και οι δύο έλαβαν τα ίδια αποτελέσματα με την Όντρεϊ. Καμία τους τελικά δεν είχε ιταλική καταγωγή. Ήταν πλέον προφανές ότι έπρεπε να μάθουν περισσότερα.
Δυστυχώς, ο πατέρας τους, Ρίτσαρντ, είχε πλέον φύγει από τη ζωή, ενώ οι γονείς του και παππούδες των κοριτσιών, η Ισαμπέλ και ο Άντζελο Παλμαντέσο είχαν πεθάνει πολλά χρόνια πριν.
Υπήρχε όμως ένα στοιχείο από το οποίο μπορούσαν να πιαστούν. Σύμφωνα με το σύστημα των τεστ καταγωγής φαινόταν ότι σχετίζονταν με έναν άντρα ονόματι Τομ Μάρτιν καθώς μοιράζονταν κοινό DNA κατά 22%. Το ποσοστό αυτό δεν ήταν καθόλου αμελητέο καθώς αυτό σήμαινε ότι ο άγνωστος αυτός άντρας θα μπορούσε να είναι παππούς τους ή θείος τους. Κατάφεραν τελικά να επικοινωνήσουν με τον Τομ, έναν 79χρονο που ζούσε στην Φλόριντα, και τού αφηγήθηκαν την ιστορία τους.
Αυτή ήταν η στιγμή της αποκάλυψης. Όπως αποδείχθηκε ο πατέρας τους, ο Ρίτσαρντ Παλμαντέσο ήταν στην πραγματικότητα ο μικρός Τζέρι Μάρτιν που είχε απαχθεί σε ηλικία τεσσάρων ετών! Δυστυχώς, όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά τον θάνατο του Ρίτσαρντ-Τζέρι, ο οποίος έφυγε από τη ζωή χωρίς να μάθει ποτέ την αλήθεια για την καταγωγή του.
Παρόλο που τα δύο αδέρφια δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά και δεν μεγάλωσαν μαζί, αποδείχθηκε ότι υπήρχαν πολλά που ακόμα τους ένωναν. Πρώτα απ’ όλα η ομοιότητά τους ήταν εντυπωσιακή. Επίσης και οι δύο είχαν όνειρο σε όλη τους τη ζωή να γίνουν ηθοποιοί, ενώ λάτρευαν το κέικ καρύδας.
Ο Τζέρι-Ρίτσαρντ αριστερά και ο Τομ δεξιά
Η ιστορία του Τζέρι που έγινε Ρίτσαρντ
Μετά το πρώτο σοκ, οι τρεις αδερφές ήταν αποφασισμένες να αποκαλύψουν τι ακριβώς συνέβη στον πατέρα τους. Ποιος απήγαγε τον τετράχρονο Τζέρι και τον «μεταμόρφωσε» σε Ιταλό Ρίτσαρντ.
Για να βρουν τις απαντήσεις τους χρειάστηκε να «ταξιδέψουν» και πάλι πίσω φτάνοντας ως το 1945. Ο άνθρωπος που γνώρισαν σαν παππού τους, ο Άντζελο Παλμαντέσο πολεμούσε με τον αμερικανικό στρατό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η γυναίκα του, η Ιζαμπέλ είχε μείνει σπίτι τους στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης.
Η Ιζαμπέλ ήταν 40 ετών και είχε δύο μεγάλες κόρες από προηγούμενη σχέση, ωστόσο δεν είχε παιδιά με τον Άντζελο. Πιθανότατα στην επιθυμία της να κάνει παιδί με τον νέο της άντρα αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο: να απαγάγει ένα! Έτσι, πέρασε στην απέναντι όχθη του Ιστ Ρίβερ, όπου κανένας δεν την ήξερε και έφτασε στο Μανχάταν όπου εντόπισε τα δύο μικρά αδέρφια και κατάφερε προσεγγίσει πολύ εύκολα τον μικρότερο Τζέρι δύο μήνες πριν ο άντρας της επιστρέψει από τον πόλεμο τον Σεπτέμβριο.
Η Ίζαμπελ είπε στον Τζέρι ότι το νέο του όνομα ήταν πλέον Ρίτσαρντ και παρουσίασε το παιδί ως δύο ετών και όχι τεσσάρων. Μαλιστα δημιούργησε ένα ψεύτικο πιστοποιητικό γέννησης με ημερομηνία γέννησης κάποια στιγμή το 1943.
Η Ιζαμπέλ έφυγε από τη ζωή όταν ο Τζέρι-Ρίτσαρντ ήταν μόλις 12 ετών και ο Άντζελο τον έστειλε να ζήσει με τον θείο του Τζιάκομο και τον ξάδερφό του, Ρίτσαρντ Παλμαντέσο. Όταν ο Τζέρι-Ρίτσαρντ τελείωσε το σχολείο, μετακόμισε, παντρεύτηκε και έκανε τη δική του οικογένεια.
Οι αδερφές επικοινώνησαν με τον «ξάδερφο» του πατέρα τους, τον Ρίτσαρντ Παλμαντέσο, και παρόλο που για τις ίδιες αυτά τα νέα ήταν μια συγκλονιστική αποκάλυψη, στον θείο τους δεν προκάλεσαν τόσο μεγάλη εντύπωση. Όπως τους εξήγησε, όλη η οικογένεια Παλμαντέσο ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο πατέρας τους δεν ήταν συγγενής τους εξ αίματος αν και φυσικά δεν μπορούσαν να φανταστούν ούτε αυτοί ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Οι φήμες στην οικογένεια έλεγαν ότι η βιολογική μητέρα του παιδιού μπορεί να ήταν η Έλεν, η γυναίκα που φρόντιζε τον Τζερι-Ρίτσαρντ ως νταντά του. Ίσως η Έλεν να έμεινε έγκυος και επειδή ήταν ανύπαντρη έδωσε το παιδί στην Ιζαμπέλ. Μάλιστα, η Παλμαντέσο πίστευαν ότι η Ιζαμπέλ μπορεί να ήταν μαστροπός και η Έλεν μια από τις πόρνες της. Άλλη θεωρία έλεγε ότι ο πατέρας του παιδιού μπορεί να ήταν ο Άντζελο και μητέρα και πάλι η Έλεν.
Το μόνο άτομο που δεν γνώριζε ότι δεν ήταν αυτός που έλεγε η ταυτότητά του φαίνεται ότι ήταν ο ίδιος ο Τζέρι-Ρίτσαρντ.
Αν και δυστυχώς είναι αδύνατο να γνωρίζουμε με σιγουριά, οι αδερφές πιστεύουν ότι η Ιζαμπέλ έμεινε έγκυος πριν φύγει ο Άντζελο, αλλά υπέστη αποβολή. Αυτή η θεωρία βγάζει νόημα, αν σκεφτούμε ότι η Ιζαμπέλ επέλεξε να παρουσιάσει ως ημερομηνία γέννησης του παιδιού το 1943 και όχι το 1941, όπως ίσχυε πραγματικό. Άγνωστο επίσης θα μείνει για πάντα αν ο Άντζελο ήξερε από την αρχή ότι ο Τζέρι δεν ήταν βιολογικό του παιδί ή το έμαθε κάποια στιγμή στην πορεία.
Ο Ρίτσαρντ είπε στις αδερφές ότι ο πατέρας τους συχνά ένιωθε σαν απόβλητος όσο ήταν παιδί. Ακόμα και η Ίζαμπελ ήταν απόμακρη απέναντί του και δεν τον άφησε ούτε να μιλήσει στο τραπέζι όταν ήταν μπροστά άλλοι. Ως αποτέλεσμα, ο Τζέρι-Ρίτσαρντ ανέπτυξε έντονες φοβίες και άγχος κάτι που συνεχίστηκε και στην ενήλικη ζωή του. Όταν τελείωσε το σχολείο και έφυγε, κανένας από τους συγγενείς του δεν προσπάθησε να μείνει σε επαφή μαζί του, συμπεριλαμβανομένου του Άντζελο, ο οποίος πέθανε όταν ο Τζέρι-Ρίτσαρντ ήταν 26 ετών. Μάλιστα, τα κορίτσια λένε ότι ο πατέρας τους τούς έλεγε πάντα ότι ποτέ δεν ένιωθε ότι ανήκε ούτε ότι είχε κάτι κοινό με την οικογένειά του.
«Ο μπαμπάς μας ήταν πάντα ευγενικός και αστείος. Πάντα ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν έπαιξε ποτέ σε τίποτα. Ο θείος Τομ τού μοιάζει πολύ. Ειδικά σε μερικές φωτογραφίες απ’ όταν ήταν νεότερος. Αν και ο μπαμπάς μας ήταν πολύ καλός και ήμασταν κοντά του, αυτός βρισκόταν πάντα σε μια απόσταση από την οικογένειά του. Τώρα βγάζει περισσότερο νόημα γιατί συνέβαινε αυτό, αναφέρει μια από τις κόρες, η Σίνθια ΜακΦάντεν.
Δυστυχώς, ο Τομ και ο Τζέρι δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να συναντηθούν ξανά.
«Ο Τομ ταράζεται όταν σκέφτεται ότι δεν μπόρεσε να συναντηθεί ποτέ ξανά με τον αδερφό του, αλλά χαίρεται που ο πατέρας μου είχε μια οικογένεια που τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτόν. Είναι σίγουρος ότι ο πατέρας μου πλέον έχει συναντηθεί ξανά με την πραγματική του μητέρα και πατέρα», λέει η Όντρεϊ.
Ο Τομ, 74 χρόνια μετά την απαγωγή του αδερφού του, κατάφερε να μάθει αυτό που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή. Και όχι μόνο αυτό καθώς απέκτησε και τρεις ανιψιές! Οι αδερφές σύντομα τον συνάντησαν και από τότε συναντιούνται συχνά. Μάλιστα, επειδή ο Τομ δεν έχει δικά του παιδιά, οι αδερφές του στέλνουν ένα δώρο κάθε χρόνο στην γιορτή του πατέρα υπενθυμίζοντάς του ότι παρόλο που έχασε τον αδερφό του, θα έχει πάντα αυτές!