Η τυνήσια δικηγόρος και χρονικογράφος Σόνια Νταχμάνι καταδικάστηκε να εκτίσει έναν χρόνο φυλάκισης για «διασπορά ψευδών ειδήσεων», σχεδόν δυο μήνες μετά τη σύλληψή της σε επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας επειδή εκφράστηκε με ειρωνικό τρόπο για την κατάσταση της χώρας της, έκανε γνωστό η οικογένειά της χθες Σάββατο.
Η κυρία Νταχμάνι συνελήφθη την 11η Μαΐου από αστυνομικούς με καλυμμένα τα πρόσωπα έπειτα από πολιορκία του δικηγορικού συλλόγου της Τύνιδας, όπου είχε βρει καταφύγιο. Προφυλακίστηκε αμέσως.
«Επιβλήθηκε ποινή ενός έτους φυλάκισης στη μητέρα μου (…) δυνάμει του διατάγματος 54, διότι αυτό που είπε απελούσε ‘φήμη’ και ψευδή είδηση», ανέφερε η κόρη της Νουρ Μπετάγεμπ μέσω Facebook.
Η ποινική δίωξη σε βάρος της κυρίας Νταχμάνι έγινε δυνάμει του εκτελεστικού διατάγματος 54, που υπέγραψε ο πρόεδρος Κάις Σάγεντ το 2022 και μετέτρεψε σε ποινικό αδίκημα τη «διασπορά ψευδών ειδήσεων».
Κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής που μεταδόθηκε στις αρχές του Μαΐου, είχε πει με ειρωνικό τόνο «για ποια εξαίσια χώρα μιλάμε;» αντιδρώντας σε σχόλιο άλλου καλεσμένου που είπε πως μετανάστες από κράτη της υποσαχάριας Αφρικής επιδιώκουν να εγκατασταθούν στην Τυνησία.
Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, με το σχόλιό της αυτό απαντούσε επίσης σε ομιλία του προέδρου Σάγεντ, κατά την οποία επέμεινε ότι η Τυνησία δεν θα μετατραπεί σε τόπο υποδοχής μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική οι οποίοι εμποδίζονται να φθάσουν στην Ευρώπη.
Δημοσιογράφοι και οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκτιμούν ότι το προεδρικό εκτελεστικό διάταγμα 54 χρησιμοποιείται για φιμώνεται κάθε επικριτική φωνή καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές της 6ης Οκτωβρίου.
Σε κοινή ανακοίνωσή τους που δημοσιοποίησαν την 30ή Μαΐου, η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατήγγειλαν την εντατικοποίηση της «καταστολής της ελευθερίας της έκφρασης» στην Τυνησία, όπου οδεύουν να «αφανιστούν και τα τελευταία κέρδη της Επανάστασης του 2011».
Η χώρα είχε υπάρξει τότε το λίκνο της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, με τον ξεσηκωμό που οδήγησαν την πτώση του τυνήσιου πρώην δικτάτορα Ζιν ελ Αμπιντίν μπεν Αλί.
Ο πρόεδρος Σάγεντ εξελέγη δημοκρατικά το 2019, όμως συγκέντρωσε στην πράξη όλες τις εξουσίες στα χέρια του το 2021.
Αφότου τέθηκε σε ισχύ το διάταγμα 54, πάνω από 60 δημοσιογράφοι, δικηγόροι και μορφές της αντιπολίτευσης έχουν αντιμετωπίσει ποινικές διώξεις, σύμφωνα με την εθνική ένωση των τυνήσεων δημοσιογράφων.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση και προσωπικά τον κ. Σάγεντ πως ασκούν ασφυκτική πίεση στη δικαιοσύνη προκειμένου να βάλει στο στόχαστρο τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Την Τετάρτη ο Λότφι Μραϊχί, ηγέτης αντιπολιτευόμενου κόμματος που είχε ανακοινώσει πως είχε σκοπό να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές, συνελήφθη εξαιτίας υποψιών για ξέπλυμα χρήματος. Ο Αμπίρ Μουσί, ηγέτης άλλης αντιπολιτευόμενης παράταξης, είναι στη φυλακή από τον Οκτώβριο κι αντιμετωπίζει την κατηγορία πως έβλαψε την τυνησιακή εθνική ασφάλεια. Άλλι τουλάχιστον τέσσερις δυνητικοί υποψήφιοι αντιμετωπίζουν διώξεις για απάτη, ξέπλυμα χρήματος και άλλα αδικήματα. Ο Ρασίντ Γανούσι, σκληρός επικριτής του προέδρου Σάγεντ, ηγέτης του ισλαμιστικού Ενάχντα, βρίσκεται στη φυλακή από πέρυσι καθώς κατηγορείται για υποκίνηση βίας εναντίον της αστυνομίας και συνωμοσία με σκοπό να καταφερθεί πλήγμα στην κρατική ασφάλεια.
Ο πρόεδρος Σάγεντ, συνταξιούχος καθηγητής νομικής, δεν έχει ανακοινώσει επίσημα πως θα είναι υποψήφιος για δεύτερη θητεία· πέρυσι ωστόσο διεμήνυσε πως δεν θα παρέδιδε την εξουσία σε οποιονδήποτε δεν είναι —κατά την άποψή του τουλάχιστον— αρκετά «πατριώτης».