Ήταν Νοέμβριος του 2017 όταν η 34χρονη τότε Λουίζ Κάπλαν, από το Chalfont Saint Giles του Μπάκινγχαμσιρ, έκλεισε ραντεβού με τον Χένρι Σλες μέσω της ιστοσελίδας συνοδών πολυτελείας «Adult Works».. Η αμοιβή που συμφώνησαν ήταν 400 λίρες για σεξ. Κάπως έτσι γνωρίσθηκαν και άρχισαν να συναντιούνται. Ο 65χρονος πελάτης της Λουίζ ήταν συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος – είχε διατελέσει υψηλόβαθμο στέλεχος της Morgan Stanley και της Deloitte (για 10 χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί), ειδικός σε φορολογικά θέματα παγκοσμίως, επικεφαλής των σχετικών τμημάτων των δύο κολοσσών- , επιχειρηματίας και …εκατομμυριούχος. Ζούσε (και ζει) σε μια από τις πανάκριβες επαύλεις στις όχθες του ποταμού Μάρλοου, στην πανέμορφη πόλη Μάρλοου του Μπάκινγχαμσιρ, μόλις 50 χιλιόμετρα από το κέντρο του Λονδίνου. Συνταξιούχος πλέον, εξακολουθεί να σπουδάζει και όπως ο ίδιος δηλώνει στην ιστοσελίδα του: «Μετά από 30 χρόνια καριέρας στα οικονομικά και τους φόρους, συνεχίζω τώρα τη δεύτερη καριέρα μου ως ιστορικός πολιτισμού. Αυτή τη στιγμή σπουδάζω για διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Reading, ερευνώντας οπτικές αναπαραστάσεις της χρηματοδότησης του δέκατου ένατου αιώνα».
Μετά τα πρώτα ραντεβού, η Κάπλαν του ζήτησε να γίνει ο «sugar daddy» της, με αντάλλαγμα 150.000 λίρες τον χρόνο. Εκείνος, με την μεγάλη του εμπειρία στις διαπραγματεύσεις, κατέβασε το ποσό στις 10.000 λίρες τον μήνα, σύμφωνα με το δικαστήριο. Ο εκατομμυριούχος κ. Σλες πίστευε ότι το ζευγάρι θα παντρευόταν και θα μεγάλωνε μαζί την κόρη της Κάπλαν. Σύμφωνα με δήλωσή του, που διαβάστηκε στο δικαστήριο από τον Εισαγγελέα Στέφαν Γουάιντμαν: «Ένιωθα σαν να κάναμε “κλικ” από την πρώτη στιγμή και μέσα σε λίγες ημέρες από την πρώτη μας συνάντηση η κυρία Κάπλαν μου έστειλε ένα μήνυμα λέγοντας μου ότι θα με παντρευόταν αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος κι εκείνη 10 χρόνια μεγαλύτερη».
Με τούτα και μ’ εκείνα ο ερωτευμένος συνταξιούχος χρηματοδότησε με 2.500.000 λίρες τις δήθεν επιχειρηματικές δραστηριότητες της Κάπλαν στο Δουβλίνο και στο Ντουμπάι, όπως του έλεγε, λόγια που δεν ανταποκρίνονταν μια τεράστια απάτη. Η αγαπημένη του αγόρασε ένα σπίτι αξίας 1 εκατομμυρίου λιρών και έργα τέχνης αξίας 313.000 λιρών με τα χρήματα που ισχυριζόταν ότι επένδυε στις επιχειρήσεις της, που υποτίθεται πως αφορούσαν εργασίες διακόσμησης εσωτερικών χώρων. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο κ. Σλες την «έλουζε» με πανάκριβα δώρα, αξίας πάνω από 1.000.000 λίρες…
Το τίμημα της αφέλειας
«Συναντηθήκαμε περίπου πέντε φορές τον πρώτο χρόνο και ήμασταν σε επικοινωνία σε καθημερινή βάση. Αμέσως την ερωτεύθηκα», είπε ο κ. Σλες. Καθώς η σχέση εξελισσόταν, η Κάπλαν άρχισε να απαιτεί χρήματα από εκείνον, συχνά σε ερωτικά φορτισμένα μηνύματα που του έστελνε και που ήταν γεμάτα στοργή γι’ αυτόν, όπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Η Κάπλαν, καθόταν συντετριμμένη στο εδώλιο και έκλαιγε, καθώς ακουγόταν στο Δικαστήριο πως είχε ξοδέψει περισσότερα από 1 εκατομμύριο λίρες στερλίνες για ένα πολυτελές σπίτι στο Farnham Common, του Μπάκινγχαμσιρ, 313.000 λίρες για έργα τέχνης και 619.000 λίρες για πανάκριβα ρούχα, παπούτσια και άλλα αγαθά, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν το ετήσιο εισόδημά της ήταν μόλις 7.000 λίρες!
Ο δικαστής, έκπληκτος, αναφορικά με τα τεράστια ποσά δανείων που ο κ. Σλες έδινε στην Λουίζ Κάπλαν, σχολίασε ότι, παρά το γεγονός πως ήταν ένα πολύ έμπειρο υψηλόβαθμο στέλεχος στον οικονομικό τομέα, εν τούτοις δεν φρόντιζε να συντάσσονται έγγραφα για τα δάνεια που χορηγούσε. Ο εισαγγελέας Γουάιντμαν δήλωσε επ΄αυτού ότι ο κ. Σλες έδινε τα δάνεια σε άτυπη βάση καθώς πίστευε πως με την Λουίζ Κάπλαν είχαν μακροχρόνια αισθηματική και ερωτική σχέση. Αλλά ο δικαστής Σέρινταν, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ότι το θύμα ήταν «ευάλωτο», λόγω των συναισθημάτων του, αναρωτήθηκε δυνατά: «Φυσικά και θα έπρεπε να έχει χαρτιά και αποδείξεις! Ήταν λογιστής… Τι μου διαφεύγει εδώ πέρα;». Για να μπορέσει να «διασκεδάσει» τις αμφιβολίες αυτές του Δικαστή, ο εισαγγελέας παραδέχθηκε πως ο κ. Σλες ήταν ένας άνθρωπος με «εκπληκτική αφέλεια», παρά την τεράστια εμπειρία του ως επαγγελματίας στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα. Και πίστευε ότι τα χρήματα επρόκειτο να δαπανηθούν για την ανάπτυξη ακινήτων στο Δουβλίνο και το Ντουμπάι, παρά το γεγονός ότι είχε δει ελάχιστα στοιχεία για την ύπαρξή τους.
Από την άλλη πλευρά, η υπεράσπιση υποστήριξε ότι η Λουίζ Κάπλαν προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που κέρδιζε ως συνοδός πολυτελείας για να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει επιτυχημένη σχεδιάστρια εσωτερικών χώρων και μόνον όταν οι λογαριασμοί άρχισαν να την πνίγουν, στράφηκε στην απάτη: «Είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα σε μια επιχείρηση, αλλά αυτό ήταν απελπιστικά έξω από τα κυβικά της. Προσέλαβε ακριβούς λογιστές που της είπαν ότι δεν είχε ελπίδα επιτυχίας. Το τεράστιο λάθος της ήταν που δεν πήγε στον κύριο Σλες να του πει “ήμουν ηλίθια και σε απογοήτευσα”. Δεν είχε καμία ελπίδα να τα ξεπληρώσει όλα αυτά τα χρέη».
Αποκαλύφθηκε επίσης ότι το ζευγάρι είχε συναντηθεί τουλάχιστον έξι φορές για σεξ, αν και ο δικαστής Φράνσις Σέρινταν είπε πως μάλλον θα ήταν πολύ περισσότερα τα σεξουαλικά ραντεβού τους. «Δεν είμαι σε θέση να πω την αλήθεια για το πόσες φορές εκμεταλλεύτηκε τις σεξουαλικές σας υπηρεσίες. Απ’ ό,τι ακούσαμε ήταν τουλάχιστον έξι φορές, αλλά είμαι πολύ καχύποπτος σχετικά με αυτό, λόγω των εξαιρετικά μεγάλων χρηματικών ποσών σε αυτήν την απάτη. Αυτό είχε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας επιχειρηματικής ρύθμισης και αν ήταν μπίζνες, σίγουρα δεν έγινε σωστά». Η Κάπλαν-κλαίγοντας πάντα- άκουσε την ποινή της, κοίταξε προς την πλευρά της μητέρας της, που καθόταν στο ακροατήριο και το μόνον που της είπε ήταν να πει στην μικρή κόρη της πως την αγαπά πολύ. Δυο ώρες αργότερα οδηγήθηκε στη φυλακή…