Χαμηλόμισθοι: Στο έλεος της ακρίβειας!

Κοινοποίηση:
ΑΚΡΙΒΕΙΑ

Το κύμα της ακρίβειας στην ενέργεια και σε βασικά προϊόντα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο, αποκαλύπτουν τα στοιχεία μελέτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, καθώς από τον Απρίλιο του 2022 και ύστερα η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%.

Δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, σημειώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι χειρότερες για εκείνους που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας λόγω της δυσανάλογης επίδρασης της ακρίβειας στα χαμηλά εισοδήματα. Μια επιπλέον αρνητική επίδραση της μείωσης της αγοραστικής δύναμης αφορά τη δυναμική της κατανάλωσης και της μεγέθυνσης. Ακόμα χειρότερα, ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%. Στο αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751 ευρώ έως 1.100 ευρώ) η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλή (9% έως 14%), αλλά σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη. Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Αξιοσημείωτη είναι και η συμπεριφορά του μέσου μισθού, ο οποίος μειώνεται τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε πραγματικούς όρους. Το α’ τρίμηνο του 2022 ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12%. Σαφώς, τα ευρήματα αυτά αποτελούν ένδειξη της αρνητικής μεταβολής των εισοδημάτων και ως έναν βαθμό της αύξησης της απασχόλησης στα χαμηλά μισθολογικά κλιμάκια, που μειώνει τον μέσο μισθό.

Αύξηση των ανισοτήτων
Η ακρίβεια έχει ασύμμετρες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, επειδή η ποσότητα και η σύνθεση των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνουν διαφέρουν ανάλογα με το εισόδημά τους. Από τα στοιχεία της έκθεσης παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι. Ειδικότερα, όσον αφορά τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.

Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία». Αντίθετα, τα πλουσιότερα νοικοκυριά διαθέτουν υψηλότερα ποσοστά δαπάνης σε όλες τις υπόλοιπες καταναλωτικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, οι δαπάνες για μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 10,6% της συνολικής τους κατανάλωσης (έναντι 5,2% του 1ου εισοδηματικού πεμπτημορίου), για «ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια» το 7,3% (έναντι 6% του 1ου πεμπτημορίου), για «άλλες δαπάνες» το 6,6% (έναντι 4,7% του 1ου πεμπτημορίου), για «εκπαίδευση» το 4,6% (έναντι μόλις 1,3% για τα φτωχότερα νοικοκυριά).

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: