Ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουν όλα τα θαλάσσια ερευνητικά ινστιτούτα της Γερμανίας θέτει στο επίκεντρό του την Ελλάδα, μελετώντας τους πιθανούς γεωκινδύνους στο ελληνικό ηφαιστειακό τόξο, δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Σαντορίνης, Νισύρου, Μήλου αλλά και στα δυτικά της Κρήτης.
Οι επιστήμονες θα πραγματοποιήσουν εξειδικευμένες έρευνες εντός του βυθού αλλά και κοντά στις ακτές, καθώς χαρακτηρίζουν την περιοχή ως υψηλού κινδύνου για φυσικές καταστροφές.
Για τη διεξαγωγή του προγράμματος, το οποίο χρηματοδοτείται από τη γερμανική κυβέρνηση, τον προσεχή Δεκέμβριο θα φτάσει στην Ελλάδα μεγάλο ερευνητικό ωκεανογραφικό σκάφος ενώ με την ολοκλήρωση του έργου θα κατασκευαστεί στο Αιγαίο ένα ζωντανό εργαστήρι – σαν πλανητάριο -, ανοιχτό σε επισκέπτες, όπου θα παρουσιάζονται με τη βοήθεια εικονικής πραγματικότητας τα φυσικά φαινόμενα που αναπτύσσονται στον ελληνικό βυθό.
Σκοπός των επιστημόνων είναι να μελετήσουν εντατικά όλα τα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας αλλά και την περιοχή της Δυτικής Κρήτης, όπου το 365 μ.Χ. έγινε ο ισχυρότερος σεισμός που έχει συμβεί ποτέ στη Μεσόγειο, ένας σεισμός μεγέθους 8,5 Ρίχτερ, ο οποίος ανύψωσε την ξηρά κατά 9 μέτρα.
Επίσης, θα ερευνηθούν οι ακτές του Λακωνικού Κόλπου, κοντά στο Παυλοπέτρι, λόγω των σεισμικών γεγονότων που συνδέονται με την περιοχή. Στο επίκεντρο των ερευνών θα βρεθούν, επιπλέον, ο υποθαλάσσιος πυθμένας αλλά και οι παράκτιες περιοχές της Μήλου, των Μεθάνων, της Νισύρου ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα αναμένεται να δοθεί στη Σαντορίνη και την καλδέρα της η οποία αποτελεί ένα φυσικό εργαστήρι με εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Εκεί, άλλωστε, σε απόσταση 6,5 χιλιομέτρων από το νησί, σημειώθηκε το 1650 n μεγάλη έκρηξη του υποθαλάσσια του ηφαιστείου Κολούμπο η οποία συνοδεύτηκε από τσουνάμι που προκάλεσε βλάβες ακόμη και σε απόσταση 150 χιλιομέτρων.
Περιοχή σε υψηλό κίνδυνο
«Η Μεσόγειος είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός για τους γερμανούς τουρίστες. Ωστόσο, πολλοί αγνοούν ότι η περιοχή βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο φυσικών καταστροφών όπως σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι», επισημάνθηκε πριν από λίγες ημέρες στο Κίελο, κατά την εναρκτήρια συνάντηση των φορέων που έχουν αναλάβει να υλοποιήσουν το ερευνητικό έργο MULTI-MAREX.
«Στόχος του έργου μας είναι να παρέχουμε συγκεκριμένες συστάσεις για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, έτσι ώστε τόσο οι παραθεριστές όσο και οι ντόπιοι ή ή οι τοπικές αρχές να γνωρίζουν πώς να ενεργούν», σημείωσε ο συντονιστής του έργου, Dr Heldrun Kopp, καθηγητής Θαλάσσιας Γεωδαισίας στο γερμανικό Κέντρο Ωκεανογραφικών Ερευνών GEOMAR.
Αναφέρθηκε, επίσης, ότι «για τη Γερμανία, οι επιστημονικές δραστηριότητες του προγράμματος δεν είναι σημαντικές μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού ταξιδιωτών στη Μεσόγειο, αλλά και για τη μεταφορά των ερευνητικών προσεγγίσεων στις γερμανικές ακτές, οι οποίες επηρεάζονται επίσης από φυσικούς κινδύνους όπως καταιγίδες και διάβρωση των ακτών».
Στο πρόγραμμα συμμετέχουν από την Ελλάδα, η Παρασκευή Νομικού, καθηγήτρια Φυσικής Γεωγραφίας και Γεωλογικής Ωκεανογραφίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση μιας τόσο μεγάλης έρευνας στη χώρα μας – και ο Γιάννης Παπανικολάου, καθηγητής Τεκτονικής Γεωλογίας, Γεωπεριβάλλοντος και Φυσικών Καταστροφών στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι έλληνες επιστήμονες θα έχουν κομβικό ρόλο στο πρόγραμμα λόγω της σημαντικής εμπειρίας τους στον συγκεκριμένο τομέα.
Στο επίκεντρο η Ελλάδα
Το πρόγραμμα MULTI-MAREX χρηματοδοτείται από το ομοσπονδιακό υπουργείο Παιδείας και Έρευνας της Γερμανίας ως έργο της Γερμανικής Συμμαχίας Θαλάσσιων Ερευνών (DAM), η οποία συνενώνει 24 κορυφαία γερμανικά ινστιτούτα θαλάσσιων ερευνών με στόχο την ενίσχυση της βιώσιμης διαχείρισης των ακτών, των θαλασσών και των ωκεανών μέσω της έρευνας, της διαχείρισης δεδομένων, της ψηφιοποίησης και της δημιουργίας υποδομών. Είναι ένα από τα τέσσερα έργα της ερευνητικής αποστολής με τίτλο «Για μια βελτιωμένη διαχείριση του κινδύνου από τα ακραία θαλάσσια γεγονότα και τους φυσικούς κινδύνους» (mareXtreme) που διεξάγει η Γερμανική Συμμαχία Θαλάσσιων Ερευνών. Στην αποστολή αυτή περίπου 150 ερευνητές από 29 οργανισμούς ερευνούν πώς να αντιμετωπίσουν ακραία θαλάσσια γεγονότα και φυσικούς κινδύνους και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους στα θαλάσσια οικοσυστήματα και στην κοινωνική ζωή στις ακτές προτείνοντας παράλληλα συγκεκριμένες λύσεις.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης των εταίρων του ερευνητικού έργου τέθηκε σε λειτουργία μια πλατφόρμα μέσω της οποίας οι επιστήμονες ξεκίνησαν την ανταλλαγή εμπειρίας και τεχνογνωσίας ενώ συζητήθηκε, επίσης, το πώς η γνώση και οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να γίνουν προσβάσιμες για την κοινωνία. Ήταν, όπως, ειπώθηκε, «η αρχή ενός συναρπαστικού ταξιδιού» που θέτει στο επίκεντρο την Ελλάδα με στόχο την πληρέστερη κατανόηση των ακραίων γεγονότων και των φυσικών κινδύνων που κρύβει ο μαγευτικός βυθός της.