Σαράντα χρόνια αφού τις χώρισαν διά της βίας, η Ανταμέρι Γκαρσία και η βιολογική μητέρα της ξαναβρέθηκαν χθες Σάββατο, στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο.
Ο μακρύς, σφιχτός, συγκινητικός εναγκαλισμός τους είναι, αν μη τι άλλο, σύμβολο της τραγωδίας των βρεφών στη Χιλή που υιοθετήθηκαν παράνομα στο εξωτερικό.
«Το χειρότερο πέρασε», διαβεβαίωσε η Εδίτα Μπισάμα, 64 ετών, αφήνοντας τελικά την κόρη της.
Φορώντας λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι, η Ανταμέρι Γκαρσία, 41 ετών, έφθασε στο Σαντιάγο μαζί με άλλες τέσσερις άλλες Χιλιανές που είχαν υιοθετηθεί παράνομα από οικογένειες στις ΗΠΑ, όπως εκείνη.
Αφίχθη από το Πουέρτο Ρίκο, όπου εργάζεται στον χρηματοοικονομικό τομέα. Καθ’ οδόν προς το ξανάσμιγμα με τη βιολογική μητέρα της, το Γαλλικό Πρακτορείο τη συνάντησε σε ξενοδοχείο του Χιούστον, στο Τέξας.
Χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της, αφηγήθηκε ότι πριν από οκτώ χρόνια ανακάλυψε, εντελώς τυχαία, πως ήταν υιοθετημένη. Αποφάσισε τότε να αφήσει το θέμα «κατά μέρος».
Σήμερα, βλέπει τα πράγματα αλλιώς. «Είμαι τυχερή. Έχω τη μητέρα μου, τον πατέρα μου — και τώρα, μια άλλη μητέρα και τρία αδέλφια», εξηγεί.
Αφηγείται πως στην πρώτη τους βιντεοκλήση, είδε το δικό της πρόσωπο σ’ αυτό της μητέρας της. «Είπα μέσα μου ‘αυτή είμαι εγώ, έτσι θα γίνω’».
Τον Οκτώβριο έλαβε επιβεβαίωση, χάρη σε εξέταση DNA. Κατόπιν, άρχισε να οργανώνει τη συνάντησή τους στη Χιλή, με τη βοήθεια του Connecting Roots, ιδρύματος το οποίο από το 2021 βοηθά να ξαναβρούν τις οικογένειές τους στη Χιλή παιδιά που απήχθησαν μόλις γεννήθηκαν κι υιοθετήθηκαν στις ΗΠΑ.
Η Ανταμέρι συγκαταλέγεται στα όχι λιγότερα από 20.000 παιδιά που χωρίστηκαν από τις μητέρες τους το διάστημα από το 1950 ως το 1990 στη Χιλή, σύμφωνα με πόρισμα δικαστή στον οποίο είχε ανατεθεί να ερευνήσει την υπόθεση παλαιότερα, του Μάριο Καρόσα. Οι περισσότεροι από τους χωρισμούς έγιναν επί των ημερών της στρατιωτικής δικτατορίας (1973-1990) με επικεφαλής τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοτσέτ, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα.
Ως ακόμη και σήμερα, δεν έχει απαγγελθεί καμιά καταδίκη για την υπόθεση αυτή. Το κύκλωμα έστησε μαφία στην οποία εμπλέκονταν γιατροί, εργαζόμενοι σε κοινωνικές υπηρεσίες, δικαστές.
Σε κάποιες μητέρες, μετά τη γέννα, έλεγαν πως το μωρό τους ήταν «νεκρό» και «δεν τους παρέδιδαν ποτέ το πτώμα», εξηγεί ο Χουάν Λουίς Ινσούνσα, αντιπρόεδρος του Connecting Roots.
Άλλες «χειραγωγούνταν για να δώσουν (το παιδί τους) για υιοθεσία με πανουργία, πιέσεις, απειλές», συνεχίζει, διευκρινίζοντας πως τα θύματα ήταν κυρίως φτωχές γυναίκες. Το μωρό κάθε φορά δινόταν σε ξένους, διατεθειμένους να πληρώσουν ως και 40.000 δολάρια για την υιοθεσία, που παρουσιαζόταν ως νόμιμη.
Το ίδρυμα έχει επιλύσει μέχρι σήμερα 36 υποθέσεις.