Η οσφυαλγία, δηλαδή ο πόνος στη μέση είναι ένα από τα συχνότερα συμπτώματα για τα οποία παραπονιούνται πολλοί άνθρωποι και ένας από τους συχνότερους λόγους επίσκεψης στο γιατρό και αναρρωτικής άδειας. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών δεν θα χρειαστούν επέμβαση, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις που τελικά θα την χρειαστούν, η επέμβαση θα είναι μια δισκεκτομή ή μια αποσυμπίεση του σπονδυλικού σωλήνα. Οπότε η σωστή απάντηση είναι: “σπονδυλοδεσία χρειάζεται στον σωστό ασθενή, από τον σωστό χειρουργό, με τον σωστό τρόπο”, διευκρινίζει ο κ. Παντελής Σταυρινού, Διευθυντής Νευροχειρουργός στο Metropolitan Hospital, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κολωνίας, Γερμανία.
Όμως οι ασθενείς συνεχίζουν να ρωτούν: “Δεν χρειάζομαι όμως σπονδυλοδεσία, έτσι δεν είναι;…”
Η παραπάνω ερώτηση κρύβει μια βαθιά ανησυχία, στα όρια του φόβου, για την τεχνική της σπονδυλοδεσίας. Ο φόβος αυτός είναι εν μέρει κατανοητός, καθώς τα προηγούμενα χρόνια παρατηρήθηκε μια πολύ μεγάλη αύξηση των επεμβάσεων σπονδυλοδεσίας ανά τον κόσμο συχνά καθ’ υπερβολή και όχι πάντα με καλά αποτελέσματα. Στη συνέχεια, με βάση μερικές από τις συχνότερες ερωτήσεις ασθενών, θα γίνει μια προσπάθεια αποσαφήνισης κάποιων σημείων γύρω από την τεχνική της σπονδυλοδεσίας και του ρόλου της στη σύγχρονη αντιμετώπιση των παθήσεων της σπονδυλικής στήλης.
Τι είναι η σπονδυλοδεσία;
Η σπονδυλοδεσία είναι η χειρουργική τεχνική στην οποία ο χειρουργός τοποθετεί εμφυτεύματα στη σπονδυλική στήλη με σκοπό τη μόνιμη “ένωση” (εξού και “-δεσία”, δηλαδή “δέσιμο”) δύο ή περισσοτέρων σπονδύλων στη σπονδυλική στήλη, καταργώντας την μεταξύ τους κίνηση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα κάποιο άτομο που έσπασε το χέρι του.
Ο ορθοπαιδικός για να “ξαναενωθούν” τα οστά, θα τοποθετήσει γύψο. Έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση της σπονδυλοδεσίας: ο χειρουργός θέλει να “ενωθούν” οι σπόνδυλοι και γι’ αυτό τοποθετεί εμφυτεύματα (π.χ. βίδες), προκειμένου η σπονδυλική στήλη να είναι ακίνητη όσο πραγματοποιείται αυτή η “ένωση”. Οι βίδες σταθεροποιούν τη σπονδυλική στήλη και αποτρέπουν τις περιττές κινήσεις, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον για να ολοκληρωθεί η σπονδυλοδεσία.
Η διαδικασία της σπονδυλοδεσίας, δηλαδή η βιολογική διαδικασία “ένωσης” των σπονδύλων διαρκεί 12 μήνες ή και περισσότερο, επομένως τα υλικά που τοποθετούνται είναι σημαντικά, προκειμένου η σπονδυλική στήλη να είναι ακίνητη σ’ εκείνο το σημείο, να μην πονάει ο πάσχων και να επιστρέψει άμεσα στις δραστηριότητές του. Πριν από μερικές δεκαετίες, η διαδικασία της σπονδυλοδεσίας απαιτούσε από τον ασθενή ακινητοποίηση στο κρεβάτι για εβδομάδες. Σήμερα όμως, με τις σύγχρονες τεχνικές, οι ασθενείς κινητοποιούνται άμεσα, συχνά ακόμα και την ίδια μέρα του χειρουργείου, διευκρινίζει ο κ. Σταυρινού.
Ποιος ασθενής χρειάζεται σπονδυλοδεσία;
Αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη ερώτηση να απαντηθεί. Κάποιος θα μπορούσε να πει: “Σπονδυλοδεσία χρειάζεται όταν υπάρχει “αστάθεια” στη σπονδυλική στήλη”.
Και εδώ ξεκινά το πρόβλημα. Δεν υπάρχει σαφής ορισμός της “αστάθειας”. Σίγουρα υπάρχουν σαφείς περιπτώσεις αστάθειας, για τις οποίες όλοι οι γιατροί θα συμφωνούσαν ότι χρειάζεται σπονδυλοδεσία, όμως οι περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρες. Έτσι, ενδέχεται οι εξετάσεις του ασθενούς να ερμηνεύονται διαφορετικά από διαφορετικούς γιατρούς. Αλλά ακόμα και αν υπήρχε συμφωνία στο ότι κάποιος ασθενής χρειάζεται χειρουργείο σπονδυλοδεσίας, ενδέχεται να μην υπήρχε συμφωνία αναφορικά με την τεχνική: πόσα επίπεδα πρέπει να χειρουργηθούν, και με ποιον τρόπο;
Αν το πρόβλημα είναι πόνος στο ένα ή και στα δύο πόδια κατά το περπάτημα, τότε είναι πολύ απίθανο να χρειάζεται σπονδυλοδεσία ως πρώτη αντιμετώπιση. Πιθανότατα το πρόβλημα να μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά (δηλαδή με φαρμακευτική αγωγή, ξεκούραση, φυσικοθεραπεία κ.λπ.). Αν χρειαστεί χειρουργείο, τότε συνήθως χρειάζεται μια απλή αποσυμπίεση των νευρικών στοιχείων.
Αν όμως υπάρχει και έντονος πόνος στη μέση και οι εξετάσεις δείχνουν π.χ. σπονδυλολίσθηση (δηλαδή ένας σπόνδυλος έχει “γλιστρήσει” από τη θέση του) με κινητικότητα στον χώρο που έχει δημιουργηθεί από αυτό το “γλίστρημα”, τότε είναι πιθανό να χρειάζεται και συμπληρωματική σπονδυλοδεσία στον συγκεκριμένο χώρο.
Τα παραπάνω παραδείγματα σίγουρα δεν καλύπτουν όλο το φάσμα των ενδείξεων της σπονδυλοδεσίας, όμως μας δείχνουν κάτι σημαντικό. Τι; Ότι χρειάζεται πολύ προσεκτική επιλογή ασθενών για την κάθε θεραπεία. Αν η σπονδυλοδεσία εφαρμοστεί στον σωστό ασθενή, από τον σωστό χειρουργό, με τον σωστό τρόπο, τότε αποτελεί μια εξαιρετικά αποτελεσματική και ασφαλή μέθοδο που λύνει το πρόβλημα του ασθενούς.
Υπάρχει συντηρητική (μη χειρουργική) αντιμετώπιση για την οσφυαλγία;
Φυσικά και υπάρχει και κατά κανόνα θα πρέπει να εφαρμόζεται πριν ξεκινήσει η συζήτηση για χειρουργείο. Αν κάποιο άτομο πονάει για λιγότερο από 3 μήνες και δεν υπάρχει αδυναμία στα κάτω άκρα ή εντεροκυστικές διαταραχές, τότε το πιο πιθανό είναι ο πόνος να υποχωρήσει με φαρμακευτική αγωγή και φυσικοθεραπεία. Σε πολλές περιπτώσεις όπου ο πόνος επιμένει, μπορεί να γίνουν επισκληρίδιες ενέσεις ή διηθήσεις αρθρώσεων και νεύρων. Αυτές οι μέθοδοι δεν είναι χειρουργικές και μπορεί να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Μπορεί η σπονδυλοδεσία να γίνει με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές;
Οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές είναι ουσιαστικά “ατραυματικές” τεχνικές. Τεχνικές με τις οποίες ο θεραπευτικός στόχος επιτυγχάνεται με το λιγότερο δυνατό τραύμα στους φυσιολογικούς, υγιείς ιστούς.
Πριν από μερικά χρόνια, οι ασθενείς που χρειάζονταν μια απλή δισκεκτομή έμεναν στο νοσοκομείο για πολλές ημέρες και στο κρεβάτι για ακόμα περισσότερες! Σήμερα πλέον, οι ασθενείς μένουν στο νοσοκομείο μόνο μία ημέρα και επιστρέφουν στις δραστηριότητές τους μετά από μερικές ημέρες.
Αντίστοιχα, το χειρουργείο σπονδυλοδεσίας δεν απαιτεί πλέον μεγάλες τομές, ούτε συνοδεύεται από έντονο μετεγχειρητικό πόνο. Αντίθετα, γίνεται μέσα από πολύ μικρές τομές, με νοσηλεία 2 – 3 ημερών και ελάχιστο πόνο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος “ελάχιστα επεμβατική χειρουργική της σπονδυλικής στήλης” έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται από πολλούς καταχρηστικά. Αυτό που μετρά, στην πραγματικότητα, δεν είναι το μέγεθος της τομής αλλά η ποιότητα της δουλειάς. Πολύ συχνά ασθενείς μιλάνε π.χ. για “λέιζερ” στη σπονδυλική στήλη. Παρόλο που το λέιζερ είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τους νευροχειρουργούς (π.χ. για την αφαίρεση κάποιων όγκων), στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποιείται στη χειρουργική της σπονδυλικής στήλης. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί ένα οστεόφυτο με λέιζερ, δεν μπορεί να τοποθετηθεί μια βίδα με λέιζερ, ούτε μπορεί να απελευθερωθεί ένα νεύρο με λέιζερ. Η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική της σπονδυλικής στήλης είναι πολύ περισσότερα από ένα εργαλείο διαφήμισης.
Ο νευροχειρουργός ο οποίος έχει εκπαιδευτεί σωστά θα εφαρμόσει την καταλληλότερη και πιο αποτελεσματική θεραπεία για το συγκεκριμένο πρόβλημα του ασθενούς. Συχνά, η καταλληλότερη θεραπεία δεν θα είναι καν χειρουργείο. Ένα χειρουργείο με ελάχιστα επεμβατική τεχνική το οποίο όμως δεν χρειάζεται ή δεν έγινε σωστά, δεν θα βοηθήσει, εξηγεί ο νευροχειρουργός.
“Χρειάζομαι τελικά χειρουργείο;”
Την ερώτηση αυτή μπορεί να την απαντήσει μόνο ο γιατρός της εμπιστοσύνης σας. Αυτό που συνιστά o κ. Σταυρινού στους ασθενείς είναι: αν ο πόνος σάς ταλαιπωρεί εδώ και λίγο καιρό, μη βιάζεστε. Αν ο πόνος ξεκίνησε απότομα μετά από άρση βάρους, περιμένετε. Έχετε χρόνο να εξετάσετε όλες τις επιλογές σας και, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο πόνος θα υποχωρήσει χωρίς χειρουργείο.
Σχεδόν για όλες τις περιπτώσεις υπάρχει ο χρόνος για ενημέρωση και σωστή προσέγγιση του προβλήματος, οπότε και οι ασθενείς θα πρέπει να προσέχουν αν ο γιατρός τους “τους δει σήμερα και θέλει να τους χειρουργήσει αύριο”. Η εμπειρία δείχνει ότι μόνο ελάχιστοι από τους ασθενείς που βλέπουμε στα ιατρείο θα χρειαστούν τελικά χειρουργείο: ασθενείς οι οποίοι πονάνε εδώ και καιρό και “έχουν δοκιμάσει τα πάντα”, ασθενείς με νευρολογικά προβλήματα ή ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν καλές πιθανότητες να βελτιωθούν συντηρητικά (όπως π.χ. σε περίπτωση μεγάλης αυχενικής δισκοκήλης ή σοβαρής στένωσης του σπονδυλικού σωλήνα).