Ήταν 27 Αυγούστου του 1955 και τίποτε δεν προδίκαζε ότι ο χάρος είχε απλώσει τα φτερά του σαν όρνιο πάνω από τους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη.
Το μεθύσι από το ολοήμερο γλέντι στο χωριό Βορίζια, εξελίχθηκε σε ένα αμόκ αλληλοεξόντωσης, που δεν έχει προηγούμενο ούτε και επόμενο στην Ελλάδα, σε κατάσταση ειρήνης.
Το κακό ξεκίνησε με τη σφαγή του 38χρονου κτηνοτρόφου και δασοφύλακα Γιάννη Φραγκιαδάκη από τον χασάπη και ιδιοκτήτη καφενείου Μανούσου Εμμανουήλ Βεϊσάκη.
Σύμφωνα τα όσα αναφέρει στο βιβλίο του Λόγω τιμής – Ιστορίες κρητικής βεντέτας», ο νομικός και συγγραφέας Δημήτρης Ξυριτάκης, το θύμα καθόταν σε ένα πάγκο έξω από ένα άλλο καφενείο και διασκέδαζε με φίλους, όταν δέχτηκε πισώπλατα επίθεση με μαχαίρι. Πιθανότατα δεν πρόλαβε καν να αντιληφθεί ποιος και γιατί του έκοψε το λαιμό…
Το παραπεμπτικό βούλευμα που παραθέτει ο συγγραφέας «δείχνει» ως αιτία του φονικού έναν προηγούμενο καβγά σχετικά με καυσόξυλα. Υπάρχει μια εκδοχή που ακούγεται πιο πειστική.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων που έζησαν τη σφαγή, το έγκλημα διαπράχθηκε επειδή το θύμα απέτρεπε τους πελάτες να επισκεφθούν το καφενείο του δράστη. Φαίνεται ότι το θύμα απευθύνθηκε σε μια παρέα που πήγαινε στο καφενείο του Βεϊσάκη και τους κάλεσε να πιουν μαζί στο καφενείο κάποιου Παπαδάκη, όπου και βρισκόταν την ώρα του φονικού.
Η βεντέτα ξεδιπλώνεται άμεσα και αλυσιδωτά. Ο 18χρονος Μανούσος Βεϊσάκης, πρωτοξάδελφος του Βεϊσομανούσου, πληρώνει την οργή των συγγενών του Φραγκιαδάκη, πέφτοντας νεκρός με μια σφαίρα στην κοιλιά, στον εξώστη του σπιτιού του, όπου είχε βγει για να δει τι συμβαίνει, αφού άκουσε τις φωνές που ακολούθησαν το πρώτο φονικό.
Για το θάνατο του νεαρού Μανούσου καταδικάστηκε ως ένοχος ο 28χρονος Ζαχαρίας Χαραλαμπάκης, ανιψιός της συζύγου του δασοφύλακα Φραγκιαδάκη. Τρεις άνδρες είχαν βγάλει τα πιστόλια τους μετά τη δολοφονία του τελευταίου και άρχισαν να ρίχνουν, άλλος στον αέρα και άλλος στο ψαχνό.
Δεν πέρασαν πάρα λίγα μόνο λεπτά και άλλος ένας χωριανός, ονόματι Μιχάλης Λεονταράκης, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες πυροβόλου όπλου. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι αδιανόητο. Στην αυλή του σπιτιού που είχαν μαζευτεί οι συγγενείς του Φραγκιαδάκη για να πενθήσουν το δολοφονημένο δασοφύλακα, εξερράγη… χειροβομβίδα.
Ο τραγικός απολογισμός ήταν τρεις νεκροί (οι δύο γυναίκες) και 14 τραυματίες, κάποιοι εκ των οποίων ακρωτηριασμένοι. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες, ο δράστης επιδίωξε να πετάξει τη χειροβομβίδα εντός του σπιτιού, καθώς η πόρτα ήταν ανοικτή. Αστόχησε όμως, καθώς η χειροβομβίδα προσέκρουσε στο ανώφλι της πόρτας κι έσκασε στην αυλή. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε πιθανότατα γλιτώσει κανείς…
Η ανατριχιαστική είδηση διαδίδεται γρήγορα στο Ηράκλειο. Όλη η διαθέσιμη δύναμη της Χωροφυλακής μεταβαίνει στα Βορίζια, ενώ, μετά από λίγο, στο χωριό θα σταλεί για να επιβάλει την τάξη και μια διμοιρία του Στρατού. Μαζική είναι και η μετάβαση γιατρών και νοσοκόμων για να περιθάλψουν τους τραυματίες.
Το χωριό έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Πτώματα και τραυματίες είχαν συρθεί στους δρόμους. Οι αυτόπτες μάρτυρες απομονώθηκαν στο σχολείο ώστε να αποτραπεί ο επηρεασμός τους.
Ο αντίκτυπος της βεντέτας των Βοριζίων ήταν τεράστιος στις τοπικές εφημερίδες, αλλά και σε αυτές της Αθήνας, οι οποίες για ημέρες δημοσίευαν πηχυαίους τίτλους σχετικά με το μακελειό. Ένα απ’ τα μεγαλύτερα που έχει ζήσει ποτέ η Ελλάδα…