Χρειάστηκε να επέμβει ο στρατός: Ο Κρητικός που ξεκλήρισε ένα ολόκληρο χωριό με τον πιο παρανοϊκό τρόπο

Κοινοποίηση:
1

Oταν κάποιος «τρίτος» ακούει «Κρήτη», το μυαλό του πηγαίνει πρωτίστως σε… ωραία πράγματα, όπως φιλοξενία, καλοκαίρι, παραλίες, ρακή, λύρα και γλέντι. Δευτερευόντος όμως και σε παθογένειες. Όπως η οπλοκρατία, οι μπαλωθιές, η επίδειξη μαγκιάς και το «τυφλό» μίσος που γεννάει μια βεντέτα.

Τα τελευταία 30 με 40 χρόνια το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, που επί σειρά ετών αποτελούσε μάστιγα σε ορεσίβιες περιοχές του νησιού, έχει ευτυχώς εκλείψει έως εξαλειφθεί. Για να συμβεί αυτό όμως χρειάστηκε πρώτα να ξεκληριστούν ολόκληρες οικογένειες και να πληρώσει η μεγαλόνησος βαρύ τίμημα για τον άγραφο «νόμο του αίματος».

Να γίνει δηλαδή, προϊόντος του χρόνου, κατανοητό με τον πιο επώδυνο τρόπο ότι η βεντέτα είναι ένα από τα πιο νοσηρά «έθιμα» που γέννησε ποτέ ο ανθρώπινος νους.

Οι υποθέσεις αντεκδίκησης και καταφυγής στον φαύλο κύκλο της χρήσης βίας στην Κρήτη είναι πολλές και δεν είναι δυνατό να έχουν καταγραφεί όλες ιστορικά. Κάποιες τις γνωρίζουν μόνο οι τοπικές κοινωνίες και διαδίδονται αποκλειστικά από στόμα σε στόμα.

Στην κατηγορία αυτή δεν εντάσσεται η πιο «παρανοϊκή» ίσως απ’ όλες. Το μακελειό που εκτυλίχθηκε μέσα σε μόλις δύο ώρες στο χωριό Βορίζια τον Αύγουστο του 1955, αφήνοντας πίσω του έξι νεκρούς και ένα σωρό ακρωτηριασμένους. Κι αυτό γιατί μια τραγωδία που ξεκίνησε με μαχαίρι κατέληξε με ρίψη… χειροβομβίδας.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι την ημέρα που η Ελλάδα συγκλονίστηκε από τα μαντάτα στα Βορίζια, στο χωριό είχε στηθεί πανηγύρι με τσικουδιά, κρασί, λύρα και μαντινάδες, με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Φανουρίου.

Ήταν 27 Αυγούστου του 1955 και τίποτε δεν προδίκαζε ότι ο χάρος είχε απλώσει τα φτερά του σαν όρνιο πάνω από τους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη.

Το μεθύσι από το ολοήμερο γλέντι εξελίχθηκε σε ένα αμόκ αλληλοεξόντωσης, που δεν έχει προηγούμενο ούτε και επόμενο στην Ελλάδα, σε κατάσταση ειρήνης.

Το κακό ξεκίνησε με τη σφαγή του 38χρονου κτηνοτρόφου και δασοφύλακα Γιάννη Φραγκιαδάκη από τον χασάπη και ιδιοκτήτη καφενείου Μανούσου Εμμανουήλ Βεϊσάκη.

Σύμφωνα τα όσα αναφέρει στο βιβλίο του  Λόγω τιμής – Ιστορίες κρητικής βεντέτας», ο νομικός και συγγραφέας Δημήτρης Ξυριτάκης, το θύμα καθόταν σε ένα πάγκο έξω από ένα άλλο καφενείο και διασκέδαζε με φίλους, όταν δέχτηκε πισώπλατα επίθεση με μαχαίρι. Πιθανότατα δεν πρόλαβε καν να αντιληφθεί ποιος και γιατί του έκοψε το λαιμό…

Το παραπεμπτικό βούλευμα που παραθέτει ο συγγραφέας «δείχνει» ως αιτία του φονικού έναν προηγούμενο καβγά σχετικά με καυσόξυλα. Υπάρχει μια εκδοχή που ακούγεται πιο πειστική.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων που έζησαν τη σφαγή, το έγκλημα διαπράχθηκε επειδή το θύμα απέτρεπε τους πελάτες να επισκεφθούν το καφενείο του δράστη. Φαίνεται ότι το θύμα απευθύνθηκε σε μια παρέα που πήγαινε στο καφενείο του Βεϊσάκη και τους κάλεσε να πιουν μαζί στο καφενείο κάποιου Παπαδάκη, όπου και βρισκόταν την ώρα του φονικού.

Η βεντέτα ξεδιπλώνεται άμεσα και αλυσιδωτά. Ο 18χρονος Μανούσος Βεϊσάκης, πρωτοξάδελφος του Βεϊσομανούσου, πληρώνει την οργή των συγγενών του Φραγκιαδάκη, πέφτοντας νεκρός με μια σφαίρα στην κοιλιά, στον εξώστη του σπιτιού του, όπου είχε βγει για να δει τι συμβαίνει, αφού άκουσε τις φωνές που ακολούθησαν το πρώτο φονικό.

Για το θάνατο του νεαρού Μανούσου καταδικάστηκε ως ένοχος ο 28χρονος Ζαχαρίας Χαραλαμπάκης, ανιψιός της συζύγου του δασοφύλακα Φραγκιαδάκη. Τρεις άνδρες είχαν βγάλει τα πιστόλια τους μετά τη δολοφονία του τελευταίου και άρχισαν να ρίχνουν, άλλος στον αέρα και άλλος στο ψαχνό.

Δεν πέρασαν πάρα λίγα μόνο λεπτά και άλλος ένας χωριανός, ονόματι Μιχάλης Λεονταράκης, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες πυροβόλου όπλου. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι αδιανόητο. Στην αυλή του σπιτιού που είχαν μαζευτεί οι συγγενείς του Φραγκιαδάκη για να πενθήσουν το δολοφονημένο δασοφύλακα, εξερράγη… χειροβομβίδα.

Ο τραγικός απολογισμός ήταν τρεις νεκροί (οι δύο γυναίκες) και 14 τραυματίες, κάποιοι εκ των οποίων ακρωτηριασμένοι. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες, ο δράστης επιδίωξε να πετάξει τη χειροβομβίδα εντός του σπιτιού, καθώς η πόρτα ήταν ανοικτή. Αστόχησε όμως, καθώς η χειροβομβίδα προσέκρουσε στο ανώφλι της πόρτας κι έσκασε στην αυλή. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε πιθανότατα γλιτώσει κανείς…

Η ανατριχιαστική είδηση διαδίδεται γρήγορα στο Ηράκλειο. Όλη η διαθέσιμη δύναμη της Χωροφυλακής μεταβαίνει στα Βορίζια, ενώ, μετά από λίγο, στο χωριό θα σταλεί για να επιβάλει την τάξη και μια διμοιρία του Στρατού. Μαζική είναι και η μετάβαση γιατρών και νοσοκόμων για να περιθάλψουν τους τραυματίες.

Το χωριό έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Πτώματα και τραυματίες είχαν συρθεί στους δρόμους. Οι αυτόπτες μάρτυρες απομονώθηκαν στο σχολείο ώστε να αποτραπεί ο επηρεασμός τους.

Ο αντίκτυπος της βεντέτας των Βοριζίων ήταν τεράστιος στις τοπικές εφημερίδες, αλλά και σε αυτές της Αθήνας, οι οποίες για ημέρες δημοσίευαν πηχυαίους τίτλους σχετικά με το μακελειό.

Τον Ιούνιο του 1956, πριν ακόμα συμπληρωθεί ένας χρόνος από την αποφράδα 27η Αυγούστου, εκδίδεται η απόφαση του Β’ Κακουργιοδικείου Αθηνών. Οι δράστες των δύο πρώτων δολοφονιών καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 20 και 10 ετών αντίστοιχα, ενώ για το πολλαπλό φονικό με τη χειροβομβίδα ο Θεοχάρης Λεονταράκης, εξάδελφος του δολοφονηθέντος Μιχάλη, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 25 ετών.

Το δικαστήριο επέβαλε μικρότερες ποινές στους άλλους για κατοχή όπλων.  Ο πρωτοαίτιος των γεγονότων πήρε χάρη με βασιλικό διάταγμα της 17ης Απριλίου 1963. Σύμφωνα με αυτό, η κάθειρξη των 20 χρόνων μετριάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών, αποφυλακίστηκε όμως το Γενάρη του ’68 με όρους και αναστολή του υπολοίπου της ποινής του. Ο δεύτερος, ο Ζαχαρίας Χαραλαμπάκης, αποφυλακίστηκε 15 χρόνια μετά την καταδίκη.

Σήμερα η παράδοση εορτασμού του Αγίου Φανουρίου συνεχίζεται στα Βορίζια, με τη μορφή όμως της απότισης φόρου τιμής στη μνήμη των θυμάτων. Δεν υπάρχουν αλκοόλ και μπαλωθιές, παρά μόνο σύνεση και σωφροσύνη για το τι μπορεί να συμβεί όταν η λεβεντιά μπερδεύεται με την ανανδρία και η ευθυμία με το «τυφλό» μεθύσι.

Γράφει ο Θάνος Ιατρόπουλος

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: