Όταν ήμασταν παιδιά περιμέναμε τα Χριστούγεννα και τον Αη Βασίλη με ανυπομονησία και χαρά. Ήταν η γιορτή που την είχαμε συνδυάσει με χιόνι, θαλπωρή, οικογένεια, δώρα.
Μέσα στην πάροδο των χρόνων κάποια πράγματα άλλαξαν. Ο χριστουγεννιάτικος στολισμός στις βιτρίνες και στους δρόμους μας κάνει να νοσταλγούμε τα Χριστούγεννα προηγούμενων δεκαετιών. Κάποιοι ήταν τυχεροί και έζησαν αλησμόνητα Χριστούγεννα. Τότε που όλα ήταν απλά και αληθινά.
Ας κρατήσουμε κοντά μας τα πρόσωπα που αγαπάμε και να περάσουμε μαζί τους τις άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων.
Μνήμες μίας άλλης Αθήνας
Στην δεκαετία του ’60 τις ημέρες των Χριστουγέννων, το κέντρο της Αθήνας, ήταν το σημείο αναφοράς για μικρούς και μεγάλους.
Τότε η Χριστουγεννιάτικη Αθήνα ξυπνούσε στους ανθρώπους την ποίηση της καλοσύνης και της αγάπης. Τα Χριστούγεννα έκαναν την πόλη να αφαιρεί για λίγο καιρό την απρόσωπη μάσκα της.
Γύρω από την πλατεία Ομονοίας, στα Χαυτεία, γύρω από το Σύνταγμα, κυκλοφορούσαν άλλοι με σακούλες με ψώνια, άλλοι με χριστουγεννιάτικα δωράκια μέσα σε κουτάκια που στα μάτια των μπόμπιρων έμοιαζαν μαγικά.
Τις ημέρες εκείνες το χέρι των πλουσίων που κατέβαιναν για ψώνια στην Αθηνάς πήγαινε πάντα στην τσέπη όταν στο διάβα τους τύχαινε κάποιος φτωχός. Ήταν τότε που τα Χριστούγεννα ήταν των πιστών.
Οι «παθιασμένοι» καταναλωτές δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί να δώσουν έντονη την απόχρωση του χρήματος στη γιορτή του Χριστού. Στη γιορτή της απλότητας.Τα Χριστούγεννα στην πόλη είναι απλωμένα καλάθια πλανόδιων από την Αιόλου ως την Αθηνάς και από το Μοναστηράκι ως τα Χαυτεία. Είναι πινακίδες από νέον στους δρόμους και αυτοκίνητα να γεμίζουν τους δρόμους της Σταδίου.
Οι λαχειοπώληδες εργάζονταν νυχθημερόν διαλαλώντας την πραμάτεια τους, το πρωτοχρονιάτικο Κρατικό Λαχείο έξω από το θρυλικό μαγαζί του Μπακάκου στην Αγίου Κωνσταντίνου.
Στη γιορτινή πρωτεύουσα που παλεύει να επουλώσει τις πληγές του ελληνοτουρκικού πολέμου εγκαινιάζεται ο «κινηματογράφος τσέπης» στο κατάστημα των Μαγγιόρου και Ρουσόπουλου στην οδό Ερμού.
«Ο θαυμάσιος κινηματογράφος του Έδισον – με 60 λεπτά!» που διαλαλεί η διαφήμιση δεν είναι παρά μικρά βιβλιαράκια με φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις διαφορετικές φάσεις μιας κίνησης με ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Κι όμως αρκούν για να συγκεντρώσουν πλήθη κόσμου που θέλουν να απολαύσουν το θέαμα ως «το κάτι εξαιρετικό» για τις γιορτές του 1897.
Ο ορθόδοξος Αϊ Βασίλης δεν είναι άλλος από τον Μέγα Βασίλειο της Καισαρείας, που καμία σχέση δεν έχει με τον δυτικό Santa Claus (Άγιο Νικόλαο).
Στην αστική Ελλάδα θεωρείται πως έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’50-’60, οπότε και οι ‘Ελληνες μετανάστες της Αμερικής έστελναν στους συγγενείς τους χριστουγεννιάτικες κάρτες με την φιγούρα του κοκκινοφορεμένου στρουμπουλού Santa.
Το έθιμο των δώρων στους άνδρες της τροχαίας
Την Πρωτοχρονιά του μακρινού 1936 οι απλοί πολίτες δίνουν για πρώτη φορά δώρα στους τροχονόμους ανά την Ελλάδα.
Ο πληθυσμός των πόλεων (μετά το προσφυγικό ρεύμα) έχει αρχίσει να αυξάνεται αλλά και οι δρόμοι να γεμίζουν με αυτοκίνητα και άπειρους οδηγούς που δημιουργούν κομφούζιο.
Οι πολίτες με συμπάθεια παρατηρούν το έργο των τροχονόμων ενώ οι καταστηματάρχες κάνουν έναν μικρό έρανο για να το επαινέσουν. Οι Αρχές το απορρίπτουν καθώς το θεωρούν δωροδοκία. Το περιστατικό φτάνει στα αφτιά του βασιλιά κι εκείνος βγαίνει με τον οδηγό του στην οδό Ρηγίλλης και αφήνει γλυκά και κρασί ως δώρο στον τροχονόμο της περιοχής.
Ένα από τα γνωστότερα γλυκά που φτιάχνουν οι νοικοκυρές την περίοδο των γιορτών είναι οι κουραμπιέδες. Παλαιότερα το παραδοσιακό γλύκισμα με την άχνη κόστιζε στους νοικοκυραίους 80 δραχμές η οκά.
Ακόμη παλιότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα παραδοσιακά γλυκίσματα που δεν έλειπαν από το γιορτινό σπίτι των Ελλήνων, οι βασιλόπιτες (προς… κυριολεκτικά τρεις κι εξήντα), φοντάν, πτι φουρ, καραμελλέ, κονιάκ, λικέρ και πάστες σε «τιμάς των εργοστασίων», που έκαναν την στοά Αρσακαείου να μοσχοβολά.
Στη δεκαετία του ’70 όπου η άνθιση του ελληνικού σινεμά αποτελεί την είδηση της εποχής. Οι σταρ γίνονται εξώφυλλο στα περιοδικά και μπαίνουν σε γιορτινές μπάλες για να τραβήξουν τα βλέμματα.
Το «λαχείο συντακτών»
Από το 1936 ως το 1968, η αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων είναι η αγορά του «λαχείου συντακτών», για να έχουν «δικαίωμα στο όνειρο». Οι τυχεροί λαχνοί μοιράζουν φοβερά για την εποχή δώρα, όπως «2 πολυκατοικίες, 2 ηλεκτρικά σπίτια, 90 διαμερίσματα, 60 αυτοκίνητα, εκατομμύρια σε μετρητά», μέχρι και… «μετοχές της Πειραϊκής Πατραϊκής και των τσιμέντων Τιτάν».
Το λαχείο συντακτών καταργείται επί Χούντας, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη ένταση το 1968 στο δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Τα παιδιά όλης της Αθήνας κάθε Χριστούγεννα έχουν έναν κρυφό πόθο. Να κάνουν επιδρομή στο Μινιόν. Το θρυλικό πολυκατάστημα της Πατησίων, που ξεκίνησε από το μικρό «περίπτερον Μινιόν» του Γιάννη Γεωργακά το 1934, εξελίσσεται στο μεγαθήριο του β’ μισού του 20ου αιώνα στην Αθήνα.
Ο 6ος όροφος ανοίγει για το κοινό μόνο την περίοδο των γιορτών, και εκεί τα γλυκίσματα, οι Άι Βασίληδες, οι τηλεοπτικές οθόνες – πρωτοπορία για την εποχή και οι προσφορές αποτελούν από μόνα τους λόγο ταξιδιού στην πόλη.
Λίγοι είναι οι Αθηναίοι που δεν φωτογραφήθηκαν με τον αγέλαστο Άη Βασίλη του Μινιόν, κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που δεν πάτησαν ποτέ τις κυλιόμενες σκάλες του στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τότε που στον έκτο όροφο έρχονταν οι ήρωες της Disney και η Μις Πίγκι –που είχε έρθει μια χρονιά παρέα τον Κέρμιτ- προκάλεσε κύμα πανικού, γιατί ήταν πολύ ψηλή και μεγάλη για τα πεντάχρονα που την αντίκριζαν, μεγαλύτερη κι απ’ την ίδια τη ζωή. Ήταν η εποχή που τα πιτσιρίκια έβγαιναν κλαμένα από το καμαρίνι του Γιώργου Κωνσταντίνου, που είχε κάνει εμφανίσεις για τα παιδιά στο πλαίσιο των γιορτών, γιατί «δεν ήθελε να μας δώσει αυτόγραφο», σε αντίθεση με τον Θανάση Βέγγο που, μια άλλη χρονιά, και αυτόγραφα μοίραζε και καραμέλες.
Σε αυτές τις δεκαετίες στριμώχνονταν τα παιδιά των εργαζομένων της Ολυμπιακής, στην εξέδρα του Goodbye στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να δουν από κοντά τον Άη Βασίλη που πρωτοτυπούσε ερχόμενος με το ελικόπτερο και μοίραζε ξανθές Bibibo και άλλα παιχνίδια της El Greco. Δεν ήταν όλα τόσο αγαπησιάρικα βέβαια. Μερικές φορές γιορτιάρες μέρες έπεφτε και καμιά «ψιλή», όπως το 1985 στην ντίσκο Μπαρμπαρέλα, όταν οι ουρές έφταναν στη Συγγρού και σπρώξε σπρώξε ο κόσμος έσπασε την πόρτα.
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δένδρου
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου εισήχθη στην Ελλάδα επί Βαυαροκρατίας, όταν τα Χριστούγεννα του 1834 στολίστηκε με δέντρο η κατοικία του Όθωνα στο Ναύπλιο και συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια στο παλάτι των Αθηνών. Στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο σε ελληνικό σπίτι και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού Προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.
Το έθιμο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, άργησε να εξαπλωθεί στην χώρα μας. Μόλις την δεκαετία του τριάντα κάποια αστικά σπίτια άρχισαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ μεταπολεμικά το έθιμο διαδόθηκε ταχύτατα τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα.
Μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ελληνοπρεπέστατο καραβάκι στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα δεν ευοδώθηκε.