Όλοι ελπίζουν ότι το 2021 θα βάλει τέλος σε έναν αρνητικό οικονομικό κύκλο, που πυροδοτήθηκε από την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της, αλλά έχει τη βάση της στις βαθύτερες αντιφάσεις που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία.
Όμως, ταυτόχρονα, είναι και μια χρονιά εκλογικού κύκλου για πολλές χώρες. Εκλογών που επειδή θα έρθουν σε μια στιγμή που οι χώρες είτε θα αντιμετωπίζουν ακόμη την πανδημία ή θα βρίσκονται στην πρώτη φάση εξόδου από αυτή αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο πολιτικός αντίκτυπος θα μπορούσε να επηρεάσει και την οικονομία.
Ευρώπη: τα εγκαίνια της μετα-Μέρκελ εποχής
Στην Ευρώπη η χρονιά θα σηματοδοτηθεί από μια ιστορικών διαστάσεων αλλαγή: την έξοδο της Άνγκελα Μέρκελ από την ενεργό πολιτική μετά τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 2021.
Βέβαια, στην πραγματικότητα όλα δείχνουν ότι και αυτές τις εκλογές θα είναι η δική της πολιτική παρουσία που θα τις καθορίσει. Παρά τα προβλήματα που υπάρχουν με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων και των καθυστερήσεων με τα εμβόλια, η Άνγκελα Μέρκελ κατάφερε να ανακτήσει τη δημοφιλία της, την ώρα που ήταν καθοριστική για το ξεπέρασμα διαφόρων εμποδίων και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ξεκινώντας από τη μεγάλη προσπάθεια να εγκριθεί το «Ταμείο Ανάκαμψης».
Κατάφερε επίσης να εκλεγεί ο εκλεκτός της Άρμιν Λάσετ στην ηγεσία της CDU, με σημαντικές πιθανότητες να είναι και ο υποψήφιος καγκελάριος, παρά την αυξημένη δημοσκοπική δημοφιλία του Μάρκους Σέντερ, ηγέτη του «αδελφού» κόμματος της Βαυαρίας CSU.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα σαφές προβάδισμα στην CDU/CSU με δεύτερο κόμμα τους Πρασίνους, ανοίγοντας το δρόμο και για μια νέα «γεωμετρία» κυβερνητική.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια συνθήκη όπου μεγάλες αλλαγές στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας μάλλον δεν θα υπάρξουν αν και η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να αναμετρηθεί με την πρόκληση της ανάπτυξης τόσο στο γερμανικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στην Ολλανδία και η προοπτική εκλογών επίσης δεν αναμένεται να σημάνουν κάποια σημαντική αλλαγή στην οικονομική πολιτική, καθώς είναι πιθανό ο Μάρκ Ρούτε και το Λαϊκό Κόμμα να διατηρήσουν σημαντικές δυνάμεις και άρα κεντρικό ρόλο και στην επόμενη κυβέρνηση, παρά τη φθορά από το σκάνδαλο με επιδόματα πυροδότησε την παραίτησή του.
Στη Τσεχία, το κυβερνών κόμμα ΑΝΟ του μεγαλοεπιχειρηματία πρωθυπουργού Αντρέι Μπάρμπις δείχνει να διατηρεί την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις, όμως αναμένεται στις εκλογές να καταγραφεί και η φθορά από τα προβλήματα στη διαχείριση της πανδημίας, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν πιο ωφελημένη τη συμμαχία ανάμεσα στους Πειρατές και το κόμμα των Δημάρχων και Ανεξαρτήτων, αλλά και το συνασπισμό των κεντροδεξιών κομμάτων SPOLU. Ωστόσο και εδώ δεν αναμένεται σημαντική αλλαγή στη βασική οικονομική πολιτική. Ούτε φαίνεται να υπάρχει κάποια διάθεση για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης στο ευρώ.
Στη Βουλγαρία το κόμμα του πρωθυπουργού Μπορίσοφ προηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις βουλευτικές εκλογές της 28ης Μαρτίου, όμως υπάρχει αρκετά μεγάλη δυσαρέσκεια και πολλές κατηγορίες για διαφθορά. Στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την υποστηρίξει ενός εθνικιστικού κόμματος στο συνασπισμό του ο Μπορίσοφ έχει σκληρύνει τη στάση του σε σχέση με την ενταξιακή προοπτική της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας επιμένοντας ότι δεν υπάρχει «μακεδονική» γλώσσα αλλά μόνο μια «βουλγαρική διάλεκτος». Η χώρα έχει το φθινόπωρο και προεδρικές εκλογές, με τον τωρινό πρόεδρο, τον σοσιαλιστή Ρούμεν Ράντεφ να δικαιούται επανεκλογής και ανοιχτό το ερώτημα ποιος θα είναι ο αντίπαλός του.
Εάν υπάρχει μια παράμετρος αστάθειας στην Ευρώπη, αυτή είναι πρωτίστως η Ιταλία. Παρότι τα περισσότερα κόμματα θέλουν να αποφύγουν πρόωρες εκλογές, ιδίως με το δεδομένο ότι στον ορίζοντα υπάρχουν και οι προεδρικές εκλογές του 2022, που αρκετοί θα ήθελαν να γίνουν με τη σημερινή Βουλή, εντούτοις όλα θα κριθούν από το εάν θα σχηματιστεί τελικά κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση με δεδομένο το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας (και του ιταλικού χρέους) το σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η οικονομική πολιτική θα έχει ευρύτερο αντίκτυπο στην Ευρώπη, ιδίως όταν από διάφορες πλευρές υπάρχει πίεση για σύγκρουση με το περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο που θέλει η ΕΕ.
Η Ρωσική σταθερότητα
Εκλογές έχει και η Ρωσία το 2021. Οι εκλογές αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου 2021. Ωστόσο, όλοι εκτιμούν ότι η «Ενωμένη Ρωσία», ο σχηματισμός που στηρίζει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν θα κερδίσει και πάλι τις εκλογές. Βέβαια οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη δημοφιλία του σχηματισμού να έχει υποχωρήσει, με τους ψηφοφόρους, που πέρσι έδωσαν την έγκριση στις συνταγματικές αλλαγές που θα δίνουν δυνατότητα επανεκλογής στον Πούτιν, να μην συγχωρούν τις αλλαγές στο ασφαλιστικό του 2018 και την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Προφανώς και η προεκλογική περίοδος θα δώσει δυνατότητα στην αντιπολίτευση να διαμαρτυρηθεί (εν μέρει το είδαμε και στις πρόσφατες διαδηλώσεις), όμως δύσκολα θα υπάρξει μια μεγάλη πολιτική ανατροπή.
H Ιαπωνία ετοιμάζεται για τις πρώτες εκλογές της μετα-Άμπε εποχής
Για την Ιαπωνία είναι επίσης χρονιά εκλογών. Η αποχώρηση του Άμπε από την πρωθυπουργία σήμανε ένα ιδιότυπο «τέλος εποχής», όμως δεν σηματοδότησε αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα δεν αναμένεται να χάσει την πρωτιά όποτε και εάν γίνουν οι εκλογές και το ενδιαφέρον μεταφέρεται στο ποιες παράμετροι θα επηρεάσουν την εκλογική μάχη – από την πανδημία και το τι θα γίνει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες μέχρι τις εσωτερικές μάχες εξουσία στο ίδιο το κυβερνών κόμμα.
Όμως, δύσκολα θα αλλάξει η τρέχουσα χαλαρή νομισματική πολιτική (ας μην ξεχνάμε ότι η Ιαπωνία ήταν από τις πρώτες χώρες που κατέφυγε σε αυτό που καθιερώθηκε να αποκαλείται «ποσοτική χαλάρωση») και ο σχετικά μετριοπαθής ρυθμός εμπέδωσης μεταρρυθμίσεων, συνολικά αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Abenomics.
Τα ανοιχτά ερωτήματα για τη Λατινική Αμερική
Εάν κάπου αναμένονται εκλογές που μπορεί να οδηγήσουν και σε αλλαγές ως προς την οικονομική πολιτική είναι στην Λατινική Αμερική. Κυρίως επειδή εκεί οι επιπτώσεις κοινωνικές και οικονομικές από την πανδημία ήταν μεγάλες.
Αυτό δεν αφορά τόσο το Μεξικό όπου στις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές ο συνασπισμός που υποστηρίζει τον πρόεδρο Ομπραδόρ αναμένεται να κερδίσει και πάλι στις εκλογές – και όπου ούτως ή άλλως η έμφαση στην κοινωνική πολιτική συνδυαζόταν με την δημοσιονομική πειθαρχία και την αξιοποίηση της εμπορικής συμφωνία με τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ούτε αναμένεται μεγάλη αλλαγή οικονομικής πολιτικής στο Περού.
Όμως, σε χώρες όπως ο Ισημερινός, που έχει εκλογές στις 7 Φεβρουαρίου και ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς Αντρές Αραούς θέλει να αναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία με το ΔΝΤ, στην Αργεντινή όπου στις εκλογές του Οκτωβρίου για την ανανέωση μεγάλου μέρος των νομοθετικών οργάνων αλλά και στη Χιλή, που είχε έναν μεγάλο κύκλο κοινωνικής αναταραχής το προηγούμενο διάστημα, είναι πιθανό να εκφραστεί πολύ περισσότερο η πίεση για εγκατάλειψη των πολιτικών λιτότητας.
Δ. Τζώρας-πολιτικός αναλυτής’
”Οι δικές μας πληροφορίες και εκτιμήσεις για τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων, δείχνουν τη ΝΔ στο 20%, τον ΣΥΡΙΖΑ στο 12-15%, εκτός Βουλής το ΚΙΝΑΛ και τα υπόλοιπα κόμματα να παλεύουν να μπουν στο Κοινοβούλιο. Κάτω από αυτές τις δημοσκοπικές συνθήκες, η συγκυβερνώσα συμμορία, Μητσοτάκη – Τσίπρα, όχι μόνο θα κάνει νοθεία με τις ψήφους των ομογενών, για να κρατηθεί λίγο ακόμα ζωντανή, αλλά θα επιβάλλει και άλλους πρωτοφανείς περιορισμούς στις μετακινήσεις και την ελευθερία του λόγου.”
Γεωργιάδη τ’ ακούς, 20% και όχι τις στημένες δημοσκοπήσεις που σας βγάζουν νικητές
Η μόνη ίσως ελπίδα είναι ο Σαλβίνι