Η αναζήτηση της λέξης “sociopath” (κοινωνιοπαθής) στο Google δίνει περίπου 13,5 εκατομμύρια αποτελέσματα, ενώ η αναζήτηση της λέξης “psychopath” (ψυχοπαθής) δίνει πάνω από τετραπλάσια αποτελέσματα, περίπου 63,4 εκατομμύρια. Πολλοί από αυτούς τους ιστότοπους περιέχουν άρθρα με συμβουλές για το πώς να αναγνωρίσεις τα άτομα με τις προβληματικές συμπεριφορές της κοινωνιοπάθειας και ψυχοπάθειας.’
Ωστόσο, όπως παρατηρούν οι Bruce Watt και Katarina Fritzon, Αναπληρωτές Καθηγητές Ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο Bond στην Αυστραλία, οι όροι “κοινωνιοπαθής” και “ψυχοπαθής” χρησιμοποιούνται συχνά εκ περιτροπής και αδιακρίτως. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση και να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις για τις δύο καταστάσεις.
Η κύρια διαφορά μεταξύ κοινωνιοπάθειας και ψυχοπάθειας είναι η έλλειψη συναισθήματος και η ανικανότητα να νιώθουν εмпάθεια. Οι ψυχοπαθείς έχουν μια πιο σοβαρή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μια πλήρη έλλειψη συναισθήματος και μια ανικανότητα να νιώθουν εмпάθεια. Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνιοπαθείς μπορεί να έχουν μια πιο ήπια μορφή της διαταραχής, που χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη σεβασμού για τους κανόνες και τις συμβάσεις της κοινωνίας.
Ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα φανταστικού χαρακτήρα με προβληματική συμπεριφορά είναι ο Χάννιμπάλ Λέκτερ, ο κανίβαλος και κατά συρροή δολοφόνος από το έργο “Σιωπή των Αμνών”. Οι καθηγητές Γουάτ και Φρίντζον αναφέρουν ότι η απεικόνιση του Λέκτερ διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το μέσο: στο βιβλίο παρουσιάζεται ως «ξεκάθαρα κοινωνιοπαθής», ενώ στην ταινία που ακολούθησε χαρακτηρίζεται ως «ξεκάθαρα ψυχοπαθής». Αυτή η ασάφεια ενισχύεται από τις αναλύσεις ψυχιάτρων που έχουν μελετήσει τον χαρακτήρα του, οι οποίοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Lecter είναι «εγκλωβισμένος σε μια παρανοϊκή-σχιζοειδή θέση».
Ο Χάννιμπαλ Λέκτερ φαίνεται να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε σχιζοειδείς άμυνες, όπως η διάσπαση και η προβολική ταύτιση. Αυτές οι άμυνες τον βοηθούν να διαχειριστεί την πραγματικότητα γύρω του, αλλά δεν μπορεί να αποφύγει τις ψυχωτικές ρήξεις που προκύπτουν από τα πρώιμα τραύματα της ζωής του. Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα αυτού αποδεικνύει ότι οι όροι κοινωνιοπάθεια και ψυχοπάθεια δεν είναι πάντα εύκολο να εφαρμοστούν, καθώς οι διαφορές τους μπορεί να είναι λεπτές και συχνά συγκεχυμένες.
Ψυχοπάθεια
Αν και η ψυχοπάθεια μελετάται από το 1800, δεν συμπεριλήφθηκε ως επίσημη διαταραχή στην τελευταία έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας.
«Από τη δεκαετία του 1950, οι ταμπέλες έχουν αλλάξει και όροι όπως “κοινωνιοπαθητική διαταραχή της προσωπικότητας” έχουν αντικατασταθεί από την αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας, την οποία έχουμε σήμερα» εξηγούν, σημειώνοντας πως πρόκειται για μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επίμονη περιφρόνηση των δικαιωμάτων των άλλων και εκδηλώνεται με παραβατικότητα, επανειλημμένα ψεύδη, παρορμητικές συμπεριφορές, εμπλοκή σε καυγάδες, αδιαφορία για την ασφάλεια (του ίδιου του ατόμου και των άλλων), ανεύθυνες συμπεριφορές και αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών του. Σύμφωνα με το DSM, η ψυχοπάθεια (και κοινωνιοπάθεια) αποτελεί χαρακτηριστικό της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, αλλά όχι μεμονωμένη διαταραχή.
Ο Αμερικανός ψυχίατρος Hervey Cleckley έγινε από τους πρώτους που επιχείρησαν μια λεπτομερή περιγραφή της ψυχοπάθειας, παρουσιάζοντας το 1941 στο βιβλίο του «The Mask of Sanity» (Η Μάσκα της Εχεφροσύνης) τις παρατηρήσεις του για εννέα άνδρες που νοσηλεύονταν σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Οι ασθενείς χαρακτηρίζονταν μεταξύ άλλων από γοητεία, αναξιοπιστία και έλλειψη μεταμέλειας.
Σύμφωνα με τους Watt και Fritzon, από τα χαρακτηριστικά αυτά -που τυποποίησε περαιτέρω ο Καναδός ψυχολόγος καθηγητής, Robert Hare, διακρίνοντάς τα σε διαπροσωπικά, συναισθηματικά και σχετικά με τον τρόπο ζωής- μαζί με τις αντικοινωνικές συμπεριφορές που παρατίθενται στο DSM, προκύπτει ότι ένας ψυχοπαθής χαρακτηρίζεται από χειριστικότητα, επιφανειακή γοητεία, μεγαλομανία, δολιότητα, αδιαφορία για τον πόνο των άλλων, έλλειψη ενσυναίσθησης και ευθυνοφοβία.
«Ένας ψυχοπαθής βαριέται εύκολα, απομυζά τους άλλους ανθρώπους, δεν έχει στόχους και επιμένει στην ανευθυνότητα» σχολιάζουν.
Κοινωνιοπάθεια
Ο όρος κοινωνιοπάθεια εισήχθη τη δεκαετία του 1930 από τον ψυχολόγο George Partridge, ο οποίος επικεντρώθηκε στην κοινωνική προέκταση των συνεπειών από συμπεριφορές που παραβιάζουν συστηματικά τα δικαιώματα των άλλων. Στην πρώιμη ψυχιατρική βιβλιογραφία, οι όροι κοινωνιοπάθεια και ψυχοπάθεια χρησιμοποιήθηκαν συχνά εκ περιτροπής, αν και ορισμένοι προτιμούσαν τον όρο «κοινωνιοπαθής» για να αποφύγουν τη σύγχυση με την ψύχωση, μια διακριτή κατάσταση ψυχικής υγείας.
Ο όρος «Κοινωνιοπαθητική διαταραχή της προσωπικότητας», που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη έκδοση του DSM το 1952, ευθυγραμμιζόταν με την επικρατούσα πεποίθηση της εποχής, «ότι οι αντικοινωνικές συμπεριφορές ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι οι συμπεριφορές κρίνονταν ως αποκλίνουσες μόνο αν παραβίαζαν τους κοινωνικούς, νομικούς ή/και πολιτιστικούς κανόνες» εξηγούν. Η θεωρία αναδείκνυε τον επίκτητο χαρακτήρα της κοινωνιοπάθειας έναντι της ψυχοπάθειας που εκλαμβανόταν συνήθως ως διαταραχή με βιολογικό υπόβαθρο.
Επίκτητες ή εκ γενετής;
Η σημερινή αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας και η ψυχοπάθεια έχουν συσχετιστεί με ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών, βιολογικών και ψυχολογικών αιτιών. «Για παράδειγμα, τα άτομα με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά έχουν ορισμένες διαφορές στον εγκέφαλο, ιδίως σε περιοχές που σχετίζονται με τα συναισθήματα, τις αναστολές και την επίλυση προβλημάτων. Φαίνεται επίσης να έχουν διαφορές που σχετίζονται με το νευρικό τους σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου καρδιακού ρυθμού» αναφέρουν οι καθηγητές, προσθέτοντας ότι η κοινωνιοπάθεια και οι αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος που «τρέχει» στις οικογένειες και σχετίζεται συνήθως με κακοποίηση ή συγκρούσεις στο σπίτι.
Οι συνέπειες
Παρά τις δημοφιλείς απεικονίσεις στα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι όλοι οι ψυχοπαθείς ή οι κοινωνιοπαθείς βίαιοι εγκληματίες. Η ψυχοπάθεια εντούτοις, σημειώνουν οι καθηγητές, αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη προβληματικών και επιβλαβών συμπεριφορών. Συνδέεται επίσης με την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, την έλλειψη στέγης και άλλες διαταραχές της προσωπικότητας, κ.ο.κ.. Η κοινωνιοπάθεια, από την άλλη πλευρά, είναι λιγότερο αξιόπιστος δείκτης μελλοντικής αντικοινωνικής ή βίαιης συμπεριφοράς.