Τον «οδικό χάρτη» της εξόδου από τα Μνημόνια, με βάση την εμπειρία από τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας χαράσσει η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητα (EFSF) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM) -η οποία κατατέθηκε στη γενική συνέλευση των δύο οργανισμών την περασμένη εβδομάδα.
Όπως προκύπτει, η πολυπόθητη έξοδος από το μνημονιακό καθεστώς επιτεύχθηκε για τις παραπάνω χώρες μέσα από την αύξηση των ταμειακών τους αποθεμάτων και όχι μέσω μίας προληπτικής γραμμής στήριξης.
Την εν λόγω έκθεση, όπως γράφει το newmoney.gr, έχει καταρτίσει η Γκέρτρουντ Τούμπελ-Γκούγκερελ ως ανεξάρτητη αξιολογητής. Σε αυτήν, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, οι χώρες σε πρόγραμμα έθεσαν ως στόχο να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες 6-12 μηνών με ταμειακά αποθέματα, κάτι που βοήθησε στην έκδοση ομολόγων από αυτές.
Για την ενίσχυση των ταμειακών αποθεμάτων τους, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία χρησιμοποίησαν το αδιάθετο ποσό που προοριζόταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους.
«Η μεταχείριση των αδιάθετων πόρων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν διαφορετική από τις χώρες που ήταν σε πρόγραμμα. Ανάλογα με το μέσο που είχε προσφερθεί και τον σχεδιασμό του προγράμματος, τα αδιάθετα ποσά που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών είτε χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς είτε ακυρώθηκαν ή επιστράφηκαν. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έλαβαν το πλήρες ποσό του πακέτου χρηματοδοτικής βοήθειας, αν και δεν χρησιμοποίησαν πλήρως τα ποσά για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το αδιάθετο ποσό αποτέλεσε έτσι μέρος των αποθεμάτων ρευστότητας των χωρών αυτών» αναφέρει η έκθεση.
Το διοικητικό συμβούλιο του ESM δεν ενεργοποίησε ποτέ τα μέτρα προληπτικής στήριξης των χωρών για την επιστροφή τους στις αγορές, όπως μία συμφωνία για μία προληπτική πιστωτική γραμμή μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα.
Οι στρατηγικές για την έξοδο από τα προγράμματα, αναφέρει η έκθεση, δεν ήταν καθορισμένες στα αρχικά σχέδια των προγραμμάτων αυτών και οι συζητήσεις για την έξοδο από αυτά άρχιζαν συνήθως περίπου τρία τρίμηνα πριν από την λήξη του κάθε προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας.
«Τουλάχιστον αρχικά, μία πλειοψηφία αξιωματούχων των χωρών και οι θεσμοί της ΕΕ υποστήριζαν μία τέτοια συμφωνία (προληπτικής στήριξης) μετά το τέλος του προγράμματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ ισχυρίζονταν ότι οι συμφωνίες αυτές (follow-up arrangements) δικαιολογούνταν, καθώς οι χώρες σε όλα τα πρώτα προγράμματα παρέμεναν ευάλωτες σε σοκ μετά την έξοδό τους» σημειώνει η έκθεση. Αν και αυτές οι συμφωνίες συζητήθηκαν, τελικά όλες οι χώρες έκαναν μία «καθαρή» έξοδο.
Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη που βγήκε από πρόγραμμα, διαμορφώνοντας ένα μοντέλο και προηγούμενο που ακολούθησαν οι άλλες χώρες, «καθώς κινήθηκε κατευθείαν στη χρηματοδότηση από την αγορά, χωρίς να ζητήσει ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας, όπως μία περαιτέρω επίσημη χρηματοδότηση ή μία προληπτική πιστωτική γραμμή («καθαρή έξοδος»).
H προληπτική πιστωτική γραμμή ήταν η κύρια επιλογή μίας νέας χρηματοδοτικής συμφωνίας που συζητήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις.
«Θα πρόσφερε ένα δίχτυ ασφαλείας με λιγότερους αυστηρούς όρους πολιτικής και θα μπορούσε να ήταν πολιτικά πιο αποδεκτή. Ωστόσο, ορισμένοι ερωτηθέντες (σε συνεντεύξεις που έκανε η αξιολογητής) είπαν ότι η αβεβαιότητα για τη μορφή των όρων που θα αντιμετώπιζαν, αποτέλεσε εμπόδιο» για να προχωρήσει η σχετική συζήτηση.
«Οι πιθανές, ή εκλαμβανόμενες, πολιτικές επιπτώσεις από τη συνέχιση των όρων πολιτικής ήταν ο κύριος λόγος που παρακίνησε τις χώρες σε πρόγραμμα να απορρίψουν νέες συμφωνίες, σύμφωνα με τους περισσότερους ερωτηθέντες. Αν και ορισμένοι ερωτηθέντες λυπήθηκαν για τη χαλάρωση της πίεσης μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η κόπωση από τις μεταρρυθμίσεις και η αλλαγή στους εκλογικούς κύκλους δεν έκαναν αποδεκτή τη συνέχιση του εξονυχιστικού ελέγχου από το εξωτερικό», αναφέρεται στην έκθεση.
Οι συνθήκες, υπό τις οποίες σημειώθηκε η έξοδος από το πρόγραμμα, διέφεραν σημαντικά μεταξύ των χωρών, καθώς ορισμένες βγήκαν μετά από επιτυχείς αξιολογήσεις των προγραμμάτων τους, χωρίς καθυστερήσεις ή εμπόδια (Ιρλανδία και Ισπανία), ενώ η Πορτογαλία και η Κύπρος βγήκαν από τα προγράμματα, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η τελική αξιολόγηση.
Ρέγκλινγκ: Στο τέλος του προγράμματος θα εξετάσουμε το ζήτημα του χρέους
Την ίδια ώρα, απόλυτα ξεκάθαρος ότι το θέμα της εφαρμογής ή όχι των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα εξεταστεί στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος, ήταν ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στο CNBC.
Η επισήμανση του κ. Ρέγκλινγκ ότι το ζήτημα του χρέους θα εξεταστεί στη λήξη του προγράμματος έρχεται, σαφώς, σε αντιδιαστολή με όσα υποστηρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο οποίος εμφανίστηκε βέβαιος, σήμερα, σε συνέντευξή του, ότι η ρύθμιση του χρέους θα γίνει στο τέλος του προγράμματος.
Παράλληλα, εκτίμησε ότι και το ΔΝΤ θα προχωρήσει στη σύνταξη μίας έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, επίσης στο τέλος του προγράμματος.
Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι το ζήτημα των γερμανικών εκλογών δεν «συνδέεται» με αυτό του ελληνικού χρέους, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι «κανείς, ούτε εγώ φυσικά, δεν θέλει να δει την Ελλάδα να χρεοκοπεί μετά τις γερμανικές εκλογές».
«Δεν προτίθεμαι να υποβαθμίσω αυτό που το Eurogroup αποφάσισε την περασμένη εβδομάδα, ήταν ένα σημαντικό βήμα. Η εκταμίευση θα πραγματοποιηθεί στις αρχές Ιουλίου» υπογράμμισε ο κ. Ρέγκλινγκ.
Αναφερόμενος στη διαδικασία που θα λάβει χώρα, προκειμένου να υπάρξει εκταμίευση, τόνισε ότι «τώρα πρέπει να προχωρήσουμε στις εθνικές διαδικασίες, αλλά το Eurogroup κατέληξε σε μια συμφωνία επί της αρχής. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μεγάλες πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους που έρχονται τον Ιούλιο για την Ελλάδα», ενώ προσέθεσε ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες υποχρεώσεις για αποπληρωμή χρέους εντός των επόμενων πέντε ετών.
«Ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ, οι πληρωμές τους για την εξυπηρέτηση χρέους από τον προϋπολογισμό είναι μικρότερες από αυτές σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και χαμηλότερες ακόμα και από τις ΗΠΑ. Μακροπρόθεσμα, υπάρχουν αποπληρωμές, αλλά για αυτό το λόγο δεν βιαζόμαστε. Έχουμε πολύ μακροπρόθεσμο χρονικό πλαίσιο, μεγάλη αβεβαιότητα, άρα είναι καλό να περιμένουμε λίγο και να δούμε πώς τα πάει η οικονομία» κατέληξε.