Μεγάλη ελάφρυνση χρέους χρειάζεται η Ελλάδα, αλλά τα μέτρα που ήδη έχουν εγκριθεί από το Eurogroup και γίνονται δεκτά από την Γερμανία είναι ανεπαρκή και με επικίνδυνες παρενέργειες, γι’ αυτό και θα χρειασθεί να υποχωρήσει η γερμανική πλευρά στις σχετικές διαπραγματεύσεις, ώστε να χρησιμοποιηθούν πρόσθετα χρηματοοικονομικά εργαλεία.
Οι Τζέρομιν Τσετελμάγιερ (Jeromin Zettelmeyer), Άικε Κρέπλιν (Eike Kreplin) και Ούγκο Πανίτσα (Ugo Panizza), στη μελέτη τους με τον τίτλο «Χρειάζεται η Ελλάδα ελάφρυνση χρέους και, αν ναι, πόσο μεγάλη», προχώρησαν σε μια ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, λαμβάνοντας υπόψη και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα.
Οι οικονομολόγοι τάσσονται κατά της άποψης Σόιμπλε για τα πλεονάσματα. Συμπεραίνουν ότι δεν είναι πιθανό, με βάση την εμπειρία πολλών χωρών, να αναμένεται ότι η Ελλάδα θα «κλειδώσει» πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% για μια δεκαετία.
Στο ερώτημα αν μπορεί να ελαφρυνθεί το ελληνικό χρέος, όσο χρειάζεται για να γίνει βιώσιμο, παρότι τίθενται από το Eurogroup σοβαροί περιορισμοί στα μέτρα που μπορούν να εξετασθούν, οι συγγραφείς απαντούν καταφατικά, αλλά με πολλούς «αστερίσκους».
7ο μνημόνιο
Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα των συγγραφέων είναι ότι από οικονομική άποψη συμφέρει περισσότερο τους πιστωτές της χώρας να εφαρμόσουν μόνο τα μέτρα που προβλέπει η περυσινή απόφαση του Eurogroup χωρίς την κεφαλαιοποίηση και μετάθεση στο μέλλον των πληρωμών τόκων για τα δάνεια και να καλύψουν το κενό χρηματοδότησης με πρόσθετα δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Ουσιαστικά, δηλαδή, να μην αφεθεί η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές, όπου θα δανείζεται με υψηλό κόστος, αλλά να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από τους Ευρωπαίους. Οι συγγραφείς παραδέχονται ότι αυτή η λύση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, γιατί απαιτεί τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο (!) μνημόνιο και θα προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, όπως και της ελληνικής.