Πέρα από κάθε προσδοκία κινείται η διαδικασία της οικειοθελούς αποκάλυψης «γκρίζων» εισοδημάτων, αφού παρά τους υψηλούς συντελεστές πρόσθετων φόρων, ο φόβος των ποινικών κυρώσεων και πολύ περισσότερο τα… ραβασάκια που πήραν χιλιάδες φορολογούμενοι, οδήγησαν πολλούς στα γκισέ των εφοριών.
Μέχρι τις αρχές του Ιουνίου είχαν δηλωθεί περίπου 3,7 δισ. ευρώ (!) εισοδημάτων που είχαν μείνει στο απυρόβλητο της εφορίας κι αυτό το στοιχείο από μόνο του δείχνει αφενός το όργιο φοροδιαφυγής και το πάρτι που είχε στηθεί τα προηγούμενα χρόνια σε βάρος των συνεπών φορολογούμενων, κυρίως μισθωτών και συνταξιούχων αφετέρου την αδυναμία ή απροθυμία ή ανικανότητα όσων πέρασαν από καίρια πόστα προκειμένου να επιβάλουν το νόμο. Σε πείσμα, δε, του μύθου ότι αυτά τα «γκρίζα» εισοδήματα προέρχονται από κάποιους… μυστήριους εκατομμυριούχους, τα δεδομένα δείχνουν ότι στην πλειοψηφία τους όσοι έχουν προσέλθει οικειοθελώς στις εφορίες δηλώνουν από 100 ως 300 χιλιάδες ευρώ.
Το ζητούμενο φυσικά είναι τι… λογαριασμός θα σταλεί σε όσους «αυτοκαρφώνονται» και τι θα μπει τελικά στα κρατικά ταμεία. Τα έως τώρα στοιχεία επιτρέπουν την αισιοδοξία ότι τα οφέλη θα είναι σημαντικά και είναι ενδεικτικό ότι από την εκκαθάριση του περίπου 80% των φακέλων που αφορούν στα 3,7 δις ευρώ, έχουν βεβαιωθεί 316 εκατ. Ευρώ κι έχουν εισπραχθεί περίπου 200 εκατ. Ευρώ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο μέσος συντελεστής πρόσθετων φόρων υπολογίζεται στο 12% και απομένοντας ένα 20% των παραπάνω περιπτώσεων, εκτιμάται ότι μπορούν να εισπραχθούν ως και 400 εκατ. Ευρώ, εφόσον η προσέλευση στις εφορίες συνεχιστεί.
Ως εκ τούτου, το στοίχημα είναι να κρατηθεί το ενδιαφέρον για τη ρύθμιση ως το τέλος Σεπτεμβρίου, που εκπνέει η παράταση. Κι εδώ προκύπτει το πρόβλημα με την αντισυνταγματικότητα των αλλεπάλληλων παρατάσεων παραγραφών, που είναι μια ακόμα πτυχή της χρόνιας ανικανότητας, αδυναμίας ή απροθυμίας των αρμοδίων στο υπουργείο Οικονομικών και όχι μόνο, να ελέγξουν στοχευμένα, άμεσα και αποτελεσματικά, επιλέγοντας απλώς να πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα, με γενικευμένους, «τυφλούς» και όπως αποδεικνύεται αναποτελεσματικούς ελέγχους.
Πέρα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν λίαν συντόμως από το ΝΣΚ για το εάν και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να παύσουν οι έλεγχοι σε παρελθούσες και παραγεγραμμένες χρήσεις- με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις υποθέσεις που σχετίζονται με την οικειοθελή αποκάλυψη και τους σχετικούς συντελεστές προσαύξησης- είναι προφανές ότι ειδικά για όσους δεν έχουν ξεκινήσει έλεγχοι σε βάθος ετών, το ρίσκο για τη μη αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων γίνεται πιο δελεαστικό.