Από τα πρώτα φλερτ στα παγκάκια του Περιστερίου και τις βόλτες με τις μηχανές στη Γλυφάδα των 70s μέχρι τις σπουδές του στην Αγγλία και τα ατελείωτα ξενύχτια στις ΗΠΑ, η ζωή του Παύλου Ευαγγελόπουλου θυμίζει χολιγουντιανή περιπέτεια με έρωτες και πάθη. Και μέσα σε όλα αυτά γεννήθηκε ένας έρωτας με την υποκριτική.
Από τον Μαρίνο Βυθούλκα
Το ραντεβού μας δόθηκε σε ένα από τα πιο κεντρικά καφέ της Γλυφάδας. Στο άκουσμα του ονόματός του, πάντα έφερνα στο μυαλό μου την εικόνα ενός αιώνιου έφηβου που δεν λέει να μεγαλώσει. Ο χρόνος είναι ιδιαίτερα στοργικός μαζί του, κάτι που είναι ολοφάνερο. «Μου αρέσει να κάνω παρέα με νέους ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει πως απορρίπτω τους μεγαλύτερους, αλλά ο κύκλος μου είναι ως επί το πλείστον νεότερα άτομα. Μου αρέσει να ακολουθώ το ρεύμα και δεν θέλω να με ξεπερνούν οι εποχές, οι μέρες και τα χρόνια. Δεν μου αρέσει να μιλάω για το παρελθόν. Θεωρώ πως πρέπει να κοιτάμε το τώρα και κυρίως το μετά. Ποτέ, όμως, πίσω. Ούτως ή άλλως, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει από αυτά που έχουμε ήδη κάνει» τονίζει.
«Χρωστάω πολλά στον Δαλιανίδη»
Η πιο συχνή, ίσως και γραφική, ερώτηση που του κάνουν οι δημοσιογράφοι είναι για τη σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη Το Ρετιρέ, όπου ενσάρκωνε τον Ιάσονα, ένα γοητευτικό νέο που ήταν ηλεκτρονικός και διατηρούσε μαγαζί που επισκεύαζε και εμπορευόταν τηλεοράσεις. «Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ξεκίνησε να προβάλλεται στο Mega. Δεν έχω να πω κάτι άλλο πια. Εξακολουθεί, όμως, να μου κάνει εντύπωση το ότι ο κόσμος το βλέπει με την ίδια αγάπη. Είχε τεράστια επιτυχία, κάτι που συνειδητοποιούσα καθημερινά στο δρόμο από τους ανθρώπους που με σταματούσαν για να μου μιλήσουν.
Ποτέ, όμως, δεν την ψώνισα με την αναγνωρισιμότητα. Απλώς απολάμβανα αυτό που συνέβαινε. Μου αρέσει η δουλειά μου να έχει αποδοχή». Ωστόσο, η τηλεοπτική συνεργασία του Παύλου με τον Γιάννη Δαλιανίδη προηγήθηκε πέντε χρόνια της πρεμιέρας του Ρετιρέ. «Με τον Γιάννη Δαλιανίδη πρωτοδουλέψαμε μαζί στην τηλεόραση το 1985, στη σειρά της ΕΡΤ Τα Λιονταράκια του κυρ Ηλία. Τότε υπήρχαν μόνο δύο κανάλια και κάναμε 70 και 80% τηλεθέαση. Με τον Δαλιανίδη γίναμε φίλοι, όπως και με τα υπόλοιπα παιδιά που παίζαμε μαζί. Στον Γιάννη άρεσε να κάνει παρέα με νέους ανθρώπους και να λέει ιστορίες από τα παλιά. Του χρωστάω πολλά, γιατί μέσα από όλες τις κουβέντες που κάναμε έμαθα πάρα πολλά που καμιά σχολή δεν μπορεί να τα διδάξει. Ήταν μεγάλος δάσκαλος».
«Ήμουν το παιδί της αλάνας»
Όση ώρα κουβεντιάζουμε, παρατηρώ στο βλέμμα του ένα είδος συστολής. «Ως άνθρωπος και ως χαρακτήρας ήμουν πάντα ταπεινός» εξηγεί ο Παύλος, ο οποίος ήρθε στη ζωή τον Ιανουάριο του 1962, στην Καρδίτσα. Σε ηλικία 4 ετών, μαζί με την κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή του και τους γονείς του μετακομίζουν στην Αθήνα. «Ουσιαστικά μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε βιοτεχνία με πλεκτά. Στη συνέχεια άνοιξε ταβέρνα. Η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν πήγε τόσο καλά, αλλά είχε πάντα ένα επιχειρηματικό δαιμόνιο και έκανε διάφορες δουλειές μαζί με τη μητέρα μου. Με την αδελφή μου μείναμε πολύ μόνοι μας στο σπίτι και αυτό μας ωρίμασε γρήγορα. Δεν μας έβρισκες κάτω από το φουστάνι της μαμάς. Εγώ ήμουν το παιδί της αλάνας. Με το που γυρνούσα από το σχολείο, μαζευόμασταν με τους φίλους στη γειτονιά και παίζαμε μπάλα.
Σήμερα, τα περισσότερα παιδιά βρίσκονται μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή ή με ένα κινητό και χάνουν πολλά πράγματα. Βέβαια, οι εποχές ήταν εντελώς διαφορετικές, εμείς δεν είχαμε καν τηλεόραση στο σπίτι. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από την τηλεόραση ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, από τη σειρά Άγνωστος Πόλεμος που παιζόταν στην ΥΕΝΕΔ. Στη γειτονιά μας, όποιος είχε τηλεόραση μάζευε τους γείτονες για να το δουν όλοι μαζί. Ήταν σαν ένα μικρό σινεμά! Μάλιστα, εκείνα τα χρόνια, στην οδό Ιπποκράτους υπήρχε ένα μαγαζί με ηλεκτρικά είδη και τις Κυριακές που ήταν κλειστό άφηνε τις τηλεοράσεις ανοιχτές και ο κόσμος έκανε ουρά για να δει την εκπομπή Αθλητική Κυριακή στην ΕΡΤ. Για μας τότε η τηλεόραση ήταν κάτι εξωπραγματικό. Όπως και το πρώτο χαμπουργκεράδικο που είχε ανοίξει στη Γλυφάδα το 1976 και ξεκινούσαμε από το Περιστέρι με τις μηχανές για να φάμε εκεί χάμπουργκερ» περιγράφει στο People.
Οι σπουδές στις ΗΠΑ
Μαθητής ακόμα στο εξατάξιο γυμνάσιο, αγαπούσε τις βόλτες με τις μηχανές, την περιπέτεια και τα κορίτσια. «Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής. Μου άρεσε περισσότερο να γυρίζω με τους φίλους μου. Το φλερτ εκείνη την εποχή ήταν εντελώς διαφορετικό. Πηγαίναμε με μια κοπέλα σε ένα παγκάκι, φιλιόμασταν και μετά το σκεφτόμασταν επί ένα μήνα και ξενυχτούσαμε με αυτή τη σκέψη. Όποιος έκανε σεξ εκείνη την εποχή, ως μαθητής, ήταν ο μάγκας του αιώνα. Με το που μπήκαμε στη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε δειλά δειλά η σεξουαλική απελευθέρωση. Σκέψου πως αποφοίτησα από το εξατάξιο γυμνάσιο του Περιστερίου το 1979. Τα σχολεία τότε ήταν αρρένων και θηλέων. Ευτυχώς κιόλας, γιατί αν ήταν μεικτά, δεν θα αποφοιτούσαμε ποτέ. Ακόμα θυμάμαι τις κοπάνες που κάναμε για να πάμε στο γυμνάσιο θηλέων» λέει γελώντας. Τελειώνοντας το σχολείο, αποφασίζει να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. «Αρχικά πήγα να σπουδάσω Οικονομικά στην Αγγλία. Όμως, δεν μου άρεσε καθόλου. Υπήρχε μια μουντίλα, τόσο στον καιρό όσο και στους ανθρώπους. Έμεινα εκεί μόλις τρεις μήνες, επέστρεψα στην Ελλάδα και στα καπάκια, το 1981, έφυγα για τις ΗΠΑ με πολύ κόπο και πολύ γκρίνια από τον πατέρα μου – ακούστηκε στα αυτιά του λες και θα πήγαινα στον Άρη. Οι γονείς μου έκρυβαν το συνάλλαγμα ανάμεσα σε καρμπόν για να το στείλουν έξω –έτσι δεν το έβρισκαν στον έλεγχο–, διότι δεν επιτρεπόταν από τις τράπεζες».
Η επιστροφή και η αλλαγή πλεύσης
Η ζωή στην Αμερική τού αρέσει, σε βαθμό που η διασκέδαση υπερτερεί της προσήλωσης που απαιτεί το πανεπιστήμιο. «Ξενυχτούσα, δανειζόμουν χρήματα και τελικά μέσα σε δυο χρόνια αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω. Χρωστούσα στους πάντες και δεν μπορούσα να ζητάω κι άλλα λεφτά από τον πατέρα μου. Το πανεπιστήμιο Deree στην Ελλάδα αναγνώρισε τα δύο χρόνια φοίτησης στη Φλόριντα και συνέχισα τα Οικονομικά στην Αγία Παρασκευή. Ταυτόχρονα με τις σπουδές, γράφτηκα και σε μια δραματική σχολή. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος, αλλά πάντα αγαπούσα την υποκριτική. Τελικά αναγκάστηκα να αφήσω και το Deree – έκανα απουσίες, με αποτέλεσμα να χάνω τα μαθήματα. Αυτό ήταν κι ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου, από εκείνη τη στιγμή και μετά δόθηκα ολοκληρωτικά στην υποκριτική».
Στην ίδια δραματική σχολή με τον Παύλο φοιτούν η Σοφία Αλιμπέρτη, ο Σωκράτης Αλαφούζος και ο Γιάννης Καπετάνιος. Όντας πρωτοετής, κάνει την πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα με την τανία ο Παπα-σούζας, ενώ ένα χρόνο μετά, το 1984, θα παίξει στην ταινία με τίτλο Έλα να Γυμνωθούμε, Ντάρλινγκ, του Γιάννη Δαλιανίδη. «Ποτέ δεν με απογοήτευσε ο χώρος. Ίσα ίσα, μου έδωσε αρκετές ευκαιρίες και χαρές. Βέβαια, από τη δουλειά ποτέ δεν έβγαλα πολλά λεφτά. Τα χρήματα είναι απλά ένα μέσο για να περνάς καλά και τίποτε άλλο. Προσωπικά, έβγαινα έξω και τα ξόδευα. Ποτέ μου δεν τα μάζευα» λέει με ειλικρίνεια.
«Κάποια φάση στη ζωή μου έπινα πολύ»
Κάνοντας έναν απολογισμό, εξηγεί πως τα έχει καλά με τον εαυτό του. «Έχω ζήσει καλά και δεν έχω κανένα παράπονο. Σε σχέση με το παρελθόν, αισθάνομαι πλήρης. Προσέχω τον εαυτό μου, γυμνάζομαι και αποφεύγω το junk food, αν και μου αρέσει». Με τις γυναίκες τι γίνεται; «Οι ωραίες γυναίκες μού άρεσαν πάντα, εξακολουθούν να μου αρέσουν και πιστεύω πως θα μου αρέσουν μέχρι να πεθάνω. Έχει συμβεί να ερωτευτώ παράφορα, να θολώσω και να ζω μόνο για αυτό τον έρωτα. Θεωρώ, όμως, μεγάλη βλακεία να σκεφτώ και να κρίνω κάτι που έχω κάνει στο παρελθόν. Προφανώς έπρεπε να ζήσω ορισμένες καταστάσεις και να μάθω πράγματα μέσα από αυτές τις εμπειρίες. Δεν μετανιώνω για τίποτα».
Δεν βρέθηκε ποτέ μια γυναίκα να τον εμπνεύσει για να προχωρήσουν μαζί; «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου οικογενειάρχη με παιδιά. Θεωρώ πως αυτά τα πράγματα δεν κρατάνε. Δεν πιστεύω στη μονογαμία. Παλαιότερα οι άνθρωποι συμβιβάζονταν για άλλους λόγους, κοινωνικούς. Δεν έχω κάνει ποτέ πρόταση γάμου. Σαφώς και έχω ερωτευτεί, το έχω ζήσει στο έπακρο, αλλά μέχρι εκεί. Σαφώς και έχω ζηλέψει, αλλά ως σύντροφος είμαι απίστευτα διακριτικός. Το να ψάχνεις κινητά είναι για μένα αιτία χωρισμού. Μου έχει συμβεί, το θεωρώ απαράδεκτο και δεν το δέχομαι όταν γίνεται εις βάρος μου. Και η αλήθεια είναι πως οι γυναίκες που ήταν κοντά μου είχαν το ίδιο τρόπο σκέψης με το δικό μου».
Ο Παύλος παραδέχεται πως έχει κάνει και ριψοκίνδυνα πράγματα. «Έχω κάνει χοντράδες και έχω κινδυνέψει, αλλά δεν το θυμάμαι. Κάποια φάση στη ζωή μου έπινα πολύ, όχι όμως επειδή μου άρεσε η γεύση του αλκοόλ, αλλά η κατάσταση που με έφερνε. Έχω να πιω αλκοόλ πολλά χρόνια. Το σιχάθηκε ο οργανισμός μου. Έχω πιει βυτία ολόκληρα και κάποια στιγμή ένα εσωτερικό καμπανάκι χτύπησε και με ειδοποίησε να σταματήσω τις κραιπάλες. Πλέον βγαίνω επιλεκτικά και χωρίς ατελείωτα ξενύχτια. Θα πάω για ένα φαγητό ή μια χαλαρή βόλτα με φίλους ή μια κοπέλα».
Πέρσι, η σχέση του με μια αρκετά νεότερη συνάδελφό του είχε γίνει talk of the town. Αυτή την περίοδο πώς είναι η προσωπική του ζωή; «Είμαι μόνος. Δεν υπάρχει χρόνος για τίποτα. Έχω δώσει έμφαση στο θέατρο και την τηλεόραση, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει η επόμενη μέρα».
kourdistoportocali.com