Η Μέση Ανατολή αποτελεί την πλέον πολυτάραχη εστία εντάσεων στον πλανήτη εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και βασικός λόγος για αυτό, όπως θεωρείται από πολλούς σήμερα, είναι ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκαν τα σύνορα και δημιουργήθηκαν τα κράτη της περιοχής, περιλαμβάνοντας εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που – εκ των υστέρων- φαίνεται ότι ήταν δύσκολο να συνυπάρξουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να δει κανείς την πρόταση που είχαν συνθέσει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Χένρι Κινγκ και ο Τσαρλς Κρέιν: Ένας θεολόγος και ένας επιχειρηματίας στους οποίους το 1919 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντροου Γουΐλσον, ανέθεσε τη δύσκολη αποστολή της επίλυσης του Γόρδιου Δεσμού της Μέσης Ανατολής, εν μέσω της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του «The Atlantic», οι δύο άνδρες, συνδυάζοντας γνώσεις περί θρησκειών /θεολογίας και του επιχειρηματικού γίγνεσθαι της περιοχής πέρασαν τρεις εβδομάδες κάνοντας συνεντεύξεις με θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες σε Συρία, Λίβανο, Παλαιστίνη και νότια Τουρκία, και κατέληξαν σε μία πρόταση που θα είχε ως αποτέλεσμα μια Μέση Ανατολή αρκετά διαφορετική από αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα.
Κάποια από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία της πρότασης, όπως φαίνονται στον άνωθεν χάρτη, είναι η ύπαρξη μιας πολύ μεγαλύτερης Συρίας (με ημιαυτόνομο Λίβανο, η οποία θα περιελάμβανε τις περιοχές του σημερινού Ισραήλ και της Ιορδανίας), της «Μεσοποταμίας» (περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του σημερινού Ιράκ και το Κουβέιτ), ενός κράτους του Κουρδιστάν (υπό αμερικανική επίβλεψη/ επιρροή ή υπό τη Μεσοποταμία), μια αισθητά μεγαλύτερη Αρμενία, μία ημιαυτόνομη Ζώνη Σμύρνης και μια «Διεθνή Πολιτεία Κωνσταντινούπολης», υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών.
Όπως ξέρουν όλοι, η εν λόγω πρόταση απορρίφθηκε, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο στην περιοχή, στο πλαίσιο της συμφωνίας Sykes-Picot (1916).
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι το πολυετές ιστορικό συγκρούσεων στην περιοχή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν οι λαοί της περιοχής είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ο Κινγκ και ο Κρέιν είχαν καταλήξει σε μια σειρά ενδιαφερόντων συμπερασμάτων, μεταξύ των οποίων ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι «αλληλοσυμπληρώνονταν», ότι οι μουσουλμάνοι και ότι οι χριστιανοί της Συρίας έπρεπε να «μάθουν να συνυπάρχουν με κάποιον τρόπο».
Παρά τις μεγάλες κρατικές οντότητες που φαίνονται στον χάρτη, οι δύο άνδρες φαίνονται να είχαν συμπεράνει ότι ο εξαναγκασμός διαφορετικών εθνοτικών ή θρησκευτικών ομάδων σε συμβίωση σε μεγάλα κράτη θα είχε δυσάρεστα αποτελέσματα, και για αυτό η πρότασή τους περιελάμβανε μια σειρά ιδεών για αλληλοεπικαλυπτόμενες δικαιοδοδίες, κράτη – διμερείς ομοσπονδίες και ημιαυτόνομες περιοχές (υπό πολύπλοκες, είναι η αλήθεια, νομικές συμφωνίες) .
Όσον αφορά στην Κωνσταντινούπολη, θεώρησαν ότι έπρεπε να αποτελέσει μια διεθνή ζώνη, υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών, καθώς κανένα έθνος δεν φαινόταν ικανό να σηκώσει την ευθύνη της διαχείρισης της πόλης και των Στενών, «ειδικά ένα με το εντυπωσιακά κακό ιστορικό της Τουρκίας».
Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση Κινγκ-Κρέιν βασιζόταν σε αμερικανική ή ευρωπαϊκή επίβλεψη/ επιρροή, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν τα πράγματα θα διαμορφώνονταν καλύτερα, χειρότερα ή το ίδιο με τα σημερινά δεδομένα. Ωστόσο, στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «ο αγγλογαλλικός ιμπεριαλισμός βασιζόταν στον έλεγχο των συνόρων και την καταστολή της αυτοδιάθεσης στην περιοχή, ενώ οι Κινγκ-Κρέιν ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επίτευξη μιας ισορροπίας».
Η ισορροπία αυτή αποτελεί το «Άγιο Δισκοπότηρο» στη Μέση Ανατολή: Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι το Ιράκ θα ήταν καλύτερο να χωριστεί σε μικρότερα κράτη, και ότι η Συρία μπορεί να διασπαστεί από μόνη της, ενώ άλλοι (περιλαμβανομένου του ISIS) επιδιώκουν ουσιαστικά την κατάργηση των συνόρων και τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης οντότητας. «Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις…στόχος φαίνεται να είναι ο επαναπροσδιορισμός των συνόρων και όχι η υπέρβασή τους» σημειώνεται.
«Έναν αιώνα μετά, είναι ξεκάθαρο ότι το ερώτημα τι είδους πολιτικοί διακανονισμοί μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να “συμβιώνουν με κάποιον τρόπο” παραμένει το ίδιο δύσκολο» καταλήγει το δημοσίευμα.