«Το έγκλημα του αιώνα στη Θάσο», «Ο γιος του Φρανκεστάιν», «Αμόκ αίματος στη Θάσο», «Ο κανίβαλος που άκουγε… Τσαϊκόφκσι» ήταν μερικά από τα πρωτοσέλιδα στις αρχές του Αυγούστου του 1996, όταν το νησί της Θάσου έμελλε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μετά την αποκάλυψη της πενταπλής ανθρωποκτονίας του μαζικού δολοφόνου Θεόφιλου Σεχίδη.
Ο 24χρονος τότε φοιτητής Νομικής συλλαμβάνεται και ομολογεί το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε τρεις μήνες πριν και συγκλόνισε όλη την Ελλάδα, όταν στις 19 και 20 Μαΐου 1996 σκότωσε πέντε μέλη της οικογένειάς του, το θείο του, τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του και τη γιαγιά του.
21 χρόνια μετά το έγκλημα που έμελλε να αποτελέσει θέμα για… διδακτορικό στην Ψυχιατρική και αντικείμενο μελέτης από ιατρικούς, εγκληματολογικούς και δικαστικούς κύκλους, ο Θεόφιλος Σεχίδης είναι πιο κοντά από ποτέ στο να επιστρέψει στον «ελεύθερο κόσμο» και μάλιστα στη Θάσο, σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου, μιας και του το επιτρέπει ο νόμος, παρά τις 5 φορές ισόβια που του επιβλήθηκαν.
Θεόφιλος Σεχίδης-Ο δολοφόνος που άκουγε Μπαχ
Θεόφιλος Σεχίδης, ο φοιτητής Θεολογίας που τον Μάιο του 1996 σκότωσε στη Θάσο τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του, τη γιαγιά του και τον θείο του.
Ήταν τέλη Μαΐου του 1996 και η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης ερευνούσε μια «περίεργη» υπόθεση.
Την ίδια ημέρα εξαφανίστηκαν πέντε μέλη της οικογένειας του Θεόφιλου Σεχίδη. Ο 55χρονος πατέρας του Δημήτρης, η 48χρονη μητέρα του Μαρία, η 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, η 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα, καθώς και ο 58χρονος θείος του, αδελφός του πατέρα του, Βασίλης Σεχίδης.
Η σύζυγος του τελευταίου, Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικος Βελγίου, δήλωσε στις ελληνικές αστυνομικές αρχές ότι ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από τις 19 Μαΐου.
Τότε, ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής.
Ο πατέρας του, Δημήτρης, εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Κεραμωτής, απέναντι από το νησί της Θάσου, ενώ η μητέρα του, Μαρία, ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια.
Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, ο Θεόφιλος ισχυριζόταν, όπως είχε πει και στη θεία του, ότι ο μεν θείος του είχε μεταβεί στην Ιταλία, τα δε υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στη Γερμανία, στην οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν μόνιμα.
Νωρίς το μεσημέρι της Πέμπτης 8 Αυγούστου 1996, μπροστά στην πολυκατοικία της οδού Φιλελλήνων 24, στην Ανάληψη της Θεσσαλονίκης, επικρατούσε ασυνήθιστη κίνηση. Οι περίοικοι, που είχαν συγκεντρωθεί, είδαν μερικούς αστυνομικούς με πολιτικά να μεταφέρουν τον 24χρονο τριτοετή φοιτητή Θεόφιλο Σεχίδη στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης.
Αφορμή γι αυτή την προσαγωγή είχε σταθεί η καταγγελία που είχε κάνει την 1η Αυγούστου στην Αστυνομική Διεύθυνση Φλώρινας η Ελένη Σεχίδη, γυναίκα του θείου του Θεόφιλου, πως ο άντρας της δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τα μέσα Μαΐου.
Τελικά, ύστερα από μέρες και πολλαπλές καταθέσεις, ο Θεόφιλος ομολόγησε ότι στις 19 και στις 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του και είχε πετάξει τα τεμαχισμένα πτώματά τους σε χωματερή της Καβάλας.
«Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου ‘λεγαν την αλήθεια», υποστήριξε στην αστυνομία, μετά από ημέρες και πολλαπλές καταθέσεις.
Ο πρώτος φόνος έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου. Όπως διευκρίνισε ο δράστης: «Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, τρεις-τέσσερις ημέρες νομίζω, βρισκόμουν στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ.
Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν, ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. Έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο». Όπως ανέφερε ο Θεόφιλος κατά την πρώτη του κατάθεση στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι».
Κατόπιν, επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και έμεινε μόνος, όχι όμως για πολύ. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας του: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι». Ακολούθησαν η μητέρα και η αδελφή του. «Κρατούσε και αυτή (η μητέρα του) μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια την αδελφή μου Ερμιόνη».
Ο Θεόφιλος Σεχίδης πέρασε τη νύχτα στο σπίτι, με τα πτώματα των συγγενών του. Αφαίρεσε προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο και τα τοποθέτησε στο ψυγείο! «Για μεταγενέστερη μελέτη», όπως υποστήριξε αργότερα. Το πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά επισκέφθηκε το σπίτι. «Άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Τη σκότωσα!» είπε.
Τεμάχισε τα άψυχα κορμιά, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και με το αυτοκίνητό του μετέφερε το μακάβριο φορτίο σε χωματερή της Καβάλας, μεταξύ Νέας Καρβάλης και Κεραμωτής. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την Αστυνομία.
Όπως ήταν αναμενόμενο κρίθηκε προφυλακιστέος, σύμφωνα με την ορολογία εκείνης της εποχής, μέχρι να οδηγηθεί στο ακροατήριο.
Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του πως δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε πως λόγος της πράξης του ήταν το γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Η υπεράσπιση, από την πλευρά της δήλωσε αδυναμία να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι εκείνος αρνούνταν τη συνεργασία.
Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη (ομόφωνα) ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και το επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, την απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, μετά από πίεση του δικηγόρου του κι έτσι η υπόθεση της πενταπλής ανθρωποκτονίας της Θάσου έκλεισε οριστικά κι αμετάκλητα.
Τέλος, ο Θεόφιλος Σεχίδης έγκλειστος στη φυλακή το μόνο που ζητούσε ήταν Μπαχ-Μότσαρτ και βιβλία, πολλά βιβλία…
Πηγή: kavalapost.gr
(Με πληροφορίες και φωτό από eglima.wordpress.com, theartofcrime.gr, dimokratianews.gr)