Οι ασθενείς μπορούν να επιλέγουν το ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο που επιθυμούν για να κάνουν τις επείγουσες εξετάσεις τους στην περίπτωση που τα μηχανήματα των νοσοκομείων δεν λειτουργούν, όπως αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ ερμήνευσε με αυτό τον τρόπο απόφαση διοικητή νοσοκομείου της περιφέρειας η οποία ανέφερε ότι για κάθε επείγουσα εξέταση ασθενούς που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο νοσοκομείο επειδή δεν διαθέτει το αντίστοιχο μηχάνημα ή το μηχάνημα δεν λειτουργεί λόγω βλάβης, το γραφείο κίνησης ασθενών θα παραπέμπει τους ασθενείς εναλλάξ στα διαγνωστικά κέντρα της περιοχής, ελέγχοντας την ισοκατανομή των περιστατικών.
Η υπόθεση έφτασε στο ΣτΕ μετά από προσφυγή διαγνωστικού κέντρου το οποίο ζητούσε να ακυρωθεί απόφαση διοικητή νοσοκομείου της περιφέρειας.
Όπως επισημαίνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας η εν λόγω απόφαση του διοικητή του νοσοκομείου περί ισομερούς κατανομής των ασθενών στα διαγνωστικά κέντρα «τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση» ότι εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες που «ο ασθενής, αφού ερωτηθεί, δεν εκδηλώσει σχετική προτίμηση ως προς συγκεκριμένο διαγνωστικό κέντρο στο οποίο επιλέγει να μεταβεί».
Αντίθετη ερμηνεία της απόφασης του διοικητή του νοσοκομείου, όπως υπογραμμίζει το ΣτΕ, «θα προσέκρουε στην κατ΄ επιταγήν του άρθρου 21 παράγραφος 4 του Συντάγματος, υποχρέωση του κράτους να μέριμνα για την υγεία των πολιτών, καθώς και στην καθιερούμενη από το άρθρο 20 του νόμου 2017/1992 δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ιατρού και θεραπευτηρίου».
Έτσι, σύμφωνα με το ΣτΕ η απόφαση του διοικητή του νοσοκομείου έχει την έννοια ότι οι ιατρικές εξετάσεις, σε περίπτωση βλάβης των μηχανημάτων, «κατανέμονται ισομερώς στα διαγνωστικά κέντρα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδηλωθεί προτίμηση του ασθενούς για διαγνωστικό κέντρο άλλο από εκείνο στο οποίο παραπέμπεται».
Απόφαση του ΣτΕ κόβει την «κάτω από το τραπέζι» συνεργασία δημόσιων νοσοκομείων με ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα
