Από που προέρχονται οι λαϊκές εκφράσεις όπως «πομπή», «ρεζίλι», «μούτζα», «πλάκωμα στο ξύλο»

Κοινοποίηση:
pompi_1366_x_600

Οι ποινές που εφάρμοζε το ρωμαϊκό δίκαιο που εφάρμοζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως και που ήταν φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου, περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό κολασμό, την κουρά, την εξορία, τη δήμευση. Εθιμικά είχε καθιερωθεί και η διαπόμπευση, ενώ ο νόμος δεν την καθόριζε ρητά παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις.

Εκτός από την ηθική απαξίωση και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού.

Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη.

Κατά τον Καθ. Γ. Μπαμπινιώτη (131, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 1966) διαπόμπευση είναι Δημόσιος Εξευτελισμός.

Κατά Φυτράκη (ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ) σ. 327 είναι διασυρμός, πόμπεμα, ρεζίλεμα.

Κατά Σταματάκο [ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ] σ. 265 διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας την πομπήν ή περιφέρω, φέρω πέριξ.

Κατά Δημητράκο (300, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Τομ. 4 Σελ. 1922) διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας, τελώ πομπήν και περιφέροντας κάτι το προσφέρω όπως προς τους καλεσμένους σε συμπόσιο.

Στο Βυζάντιο διαπόμπευαν τους κλέφτες, τους δειλούς, τους μέθυσους, τους μοιχούς, τους προδότες και άλλους, είτε ήταν απλοί πολίτες είτε εξέχουσες προσωπικότητες. H μαστίγωση, η κουρά, η ρινότμηση και πολλά άλλα αποτρόπαια βασανιστήρια συνόδευαν την διαπόμπευση.

Η διαπόμπευση ήταν περιφορά του τιμωρουμένου συνήθως καθισμένου ανάποδα σε ένα γάιδαρο. Η περιφορά αυτή λεγόταν ειρωνικά θρίαμβος και «συγύρισμα» (τριγύρισμα). Στον ύστερο μεσαίωνα και ιδιαίτερα στην Κρήτη λεγόταν και «γιβέντισμα» (από το γαλλικό μεσαιωνικό gibbet = σταυρός, ενώ κατά Ξανθουδίδη από το τουρκικό güvenmek = εξευτελίζω, πρβλ. γιβεντισμένη).

Η διαπόμπευση ήταν μια πομπή με πρωταγωνιστή τον διαπομπευόμενο και ένα ξέφρενο όχλο που τον προσέβαλε και εξευτέλιζε με κάθε τρόπο, σε πλατείες και δρόμους. Ήταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών.

Και σήμερα λέμε “είδα τις πομπές σου”, ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ως “μπομπή” (βλ. και “μπόμπιρας”). Πομπεύομαι έχει σήμερα την έννοια του “ντροπιάζομαι”.

Πράξη πρώτη: Τα Προκαταρτικά

Η διαπόμπευση δεν είχε νομικό έρεισμα παρά μόνο σε 2 περιπτώσεις. Τις ποινές που προέβλεπαν οι Νεαρές του Ιουστινιανού τις βρίσκουμε και στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου[Αρμ [499].

Όπου όμως ανέφεραν : “τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω” (συχνά στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου [499]) υπονοούσαν, χωρίς να επιβάλλουν, ότι θα επακολουθούσε και διαπόμπευση. Δεν θα είχε άλλωστε νόημα η κουρά[1] χωρίς διαπόμπευση, αφού γινόταν για λόγους εξευτελισμού και όχι για λόγους υγιεινής ή αισθητικής.

Ρητές μνείες υπάρχουν:

[Αρμ 499 σ.211 Βιβ. ΙΙΙ Τιτ. Η – «Περί μισθώσεως και περί εργολάβων» §43] “οι δε τινές (εργολάβοι) ευρεθώσι παρά τά διατεταγμένα διαπραττόμενοι, τυπτόμενοι και κουρευόμενοι εξοριζέσθωσαν”

[Αρμ. 499 σ. 364 Βιβ. VI Τιτ. ΙΔ – Περί διαφόρων Ποινών §12] Ο ετέρου πραγματείαν υπεισερχόμενος … “διά δαρμού[2] και κουράς και θριάμβου και διηνεκούς εξορίας υπομενέτω τιμωρίαν”.

Παρατηρούμε την χρήση των όρων «δαρμού τυπτόμενοι» και ποτέ κάτι περί ξύλου. Η έκφραση τον πλάκωσαν στο ξύλο είναι νεώτερη και σημαίνει τελείως διάφορο πράγμα.

Ο τιμωρούμενος δενότανε στο έδαφος και πάνω τοποθετούσαν μια σανίδα στην οποία προσέθεταν πλάκες ή άλλα βάρη. Η εικόνα είναι νεότερη αναπαράσταση όχι τόσο ακριβής ιστορικά, αλλά δίνει περίπου μια ιδέα του μαρτυρίου. Το πλάκωμα (τοποθέτηση πλακών) στο (ή με το) ξύλο ήταν κυριολεκτικό.

Ο τιμωρούμενος ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος και ομολογούσε ή μετανοούσε ή πέθαινε. Όταν ασφυκτιούμε σήμερα λέμε «νοιώθω μια πλάκωση», θλιβερό κατάλοιπο αυτού του βασανιστηρίου.

Η καμπάνα της εκκλησίας σήμαινε για την συγκέντρωση του πλήθους (πρβλ. του “βάρεσαν, ή του έριξαν, καμπάνα”). Πολλές φορές η κλήση για συγκέντρωση του φιλοθεάμονος κοινού γινόταν με βούκινο (πρβλ. την έκφραση “το έκανε βούκινο”) ή με τύμπανο (πρβλ. “Ο κόσμος το ‘χει [ακούσει από το ] τούμπανο”).

Η πρώτη πράξη της “τελετής” διαπόμπευσης ήταν λοιπόν το κούρεμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τον ένοχο. Το «κουρεύω» οι βυζαντινοί το έλεγαν και «κουράζω». Είναι συνηθισμένη η φράση: “τον τάδε εκούρασαν μοναχόν”*. Η διαπόμπευση εκτός από εξευτελιστική διαδικασία ήταν και ιδιαίτερα κοπιώδης γιατί τον τιμωρημένο, κατά τη διάρκεια της “τελετής”, τον χτυπούσαν κιόλας.

Από τότε το «κουράζω» έγινε συνώνυμο του «καταπονώ». Από κει βγαίνουν και οι φράσεις «Άντε να κουρεύεσαι» ή «Άστον να κουρεύεται» που σημαίνουν ότι κάποιος είναι τόσο αχρείος ώστε του αξίζει το κούρεμα (δηλ. η διαπόμπευση). Ο τιμωρημένος γινόταν σαν “κουρέμενο γίδι”‘ ή “κουρόγιδο” που αργότερα μετατράπηκε σε κορό(γ)ιδο και μετά σε “κορόιδο”. Συνώνυμο είναι και το επτανησιακό «μπαίνιο τση ρούγας»(εμπαιγμός του δρόμου).

Όταν ο ένοχος είχε διαπράξει πολύ μεγαλύτερο παράπτωμα, όπως συνομωσία κατά του Αυτοκράτορα ή προδοσία, τότε πριν την «πομπή» του τον τύφλωναν. Δηλαδή είχε και «μούντζες» και «τύφλες». Με μια λέξη ήταν «μουρτζότυφλος» ή «μούρτζουφλος» (Παρατσούκλι και του Αυτοκράτορα Αλέξιου Ε’ Δούκα επειδή τα μάτια του ήταν βαθειά μέσα στις κόγχες τους και σκεπάζονταν με πυκνά φρύδια και τον έκαναν να μοιάζει με τυφλωμένο. Ίσως και να ήταν άξιος του ονόματος).

Συνήθως και τώρα όταν μουντζώνουμε λέμε προς ενίσχυση: “Τύφλα!” ή “Τύφλα στα μάτια σου!”. Η έκφραση δεν «κοιτάς την τύφλα σου» (δηλ. τις δίκες σου μπομπές = ντροπές) μοιάζει κυριολεκτικά οξύμωρη. Με την παραπάνω μεταφορική έννοια όμως είναι απολύτως λογική.

Διακόσμηση του τιμωρούμενου γινόταν με κουδούνια (κυπριά από τα πρόβατα) και από κει υπάρχει η έκφραση “τον πήραν με της μπομπής τα κουδούνια”. Θυμηθείτε και αντίστοιχα αποκριάτικα ντυσίματα στα χωριά οπού κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό αυξάνουν την γελοιότητα.

Το λεγόμενο ασθενές φύλο είχε μεγαλύτερο ποσοστό συμμέτοχης στις διαπομπεύσεις, ιδίως λόγω της μοιχείας. Έτσι η διαπομπευθείσα ονομάζονταν πομπεμένη ή βαρύμπομπη ή γιβεντισμένη. (διαισθάνομαι ότι το αττικό τοπωνύμιο “Βαρυμπόμπη” θα δόθηκε από κάποια τέτοια δυστυχισμένη που αποφάσισε μετά την διαπόμπευση να καταφύγει στην ερημιά ως κοινωνικώς απόβλητη.

Η ετυμολογική ερμηνεία για την προέλευση από κάποιο Αλβανό ονομαζόμενο “Μπόμπη” δεν μου φαίνεται λογική. Η διαπόμπευση της μοιχαλίδας φαίνεται ότι επέζησε και μετά την πτώση του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία. Υπάρχει παροιμία που λέει :”Οποία δεν κάθεται καλά και κάνει εργολαβία: στο γάιδαρο και στον παπά και την αστυνομία”.

Ο εστί μεθερμηνευόμενον: Οποία πηγαίνει με άλλους άντρες (η εργολαβία σήμαινε ερωτοτροπία, αφού προέβλεπε συχνή περιδιάβαση από το σπίτι του εραστή/ερωμένης, σαν τον εργολάβο που κάνει επιμέτρηση για την επισκευή σπιτιού), την καβαλικεύουμε ανάποδα στο γάιδαρο (διαπόμπευση), την στέλνουμε στον παπά για την ηθικό-θρησκευτική τιμωρία (επιτίμια, αφορισμός) και στην αστυνομία για την ποινική δίωξη (η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε επ΄ εσχάτων).

Άλλη ηπιότερη ποινή ήταν το σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο (δια πυρός και σιδήρου). Ο τιμωρούμενος εκαυτηριάζετο για την διαγωγή του ή συμπεριφορά του. Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά.

Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός. Έκφραση που την χρησιμοποιούμε και σήμερα. Υπήρχε μια πιο σπάνια έκφραση (Βλ. Π. Δελτα: “Ο Τρελαντώνης”) “μούτρο για σιδέρωμα”. Το σκέτο “μούτρο” να πρέπει να έχει τη ρίζα του σε αυτή την μορφή τιμωρίας.

Η «Εξάβιβλος» ([499]) του Αρμενοπούλου αναφέρει στό Βιβλιο Ι, στον Τίτλο 5, §4 :«Πας καταμηνύσας και μη αποδείξας, δια του άρχοντος σιδήρω κολαζέσθω». Το “σιδέρωμα” γίνονταν 1) στο πρόσωπο ή το μέτωπο 2) στο χέρι 3) στο στήθος.

Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός.

Η ποινή αυτή μας άφησε τα επώνυμα Σιδερωμένος, Καμένος. Αλλά πιθανότατα και ο Κεκαυμένος (Καυτηριασμένος, καμένος με σίδερο), ο γνωστός Βυζαντινός Συγγραφέας του «Στρατηγικού» να είχε κάποιο πρόγονο τιμωρημένο με καυτηριασμό.

Άλλες ποινές που προηγούντο της διαπόμπευσης ήταν η ρινοκοπία (κόψιμο της μύτης) (πρβλ. Επώνυμα Ασημομύτης και Κηρομύτης που έπαιρναν οι ρινότμητοι επειδή αντικαθιστούσαν αργότερα με τεχνητή την κομμένη μύτη τους), ή «καυλοκοπία» για τους «αλογευόμενους άνδρες» (κτηνοβάτες) που δεν ξέρουμε αν είχε τεχνητή αντικατάσταση. Ποινή ήταν επίσης και το κόψιμο των αυτιών. Λέγεται και σήμερα σαν απειλή “θα σου κόψω τ’ αυτιά”. (Σημ. επιβίωση της έκφρασης στο ποντιακό τραγούδι).

Υπενθυμίζεται ότι οι περισσότερες ποινές είχαν σαν σκοπό και τον εκφοβισμό, να επιζεί δηλαδή ο τιμωρηθείς, εν κοινωνία, για να βλέπουν και να φοβούνται οι υπόλοιποι. Μια κακή «καυλοκοπία» σήμαινε βέβαιο θάνατο από αιμορραγία.

Ο Ταλιακάτσος αναλάμβανε να ταχτοποιήσει το πρόβλημα. Ο καυλοκοπηθείς επιζούσε αλλά τα άλογα τα έβλεπε μόνο στον ιππόδρομο. Η ύπαρξη επωνύμου «Καλοκάθης» (αυτός που καλοκάθεται, που δεν λέει να φύγει) μας εμποδίζει να παρετυμολογήσουμε το Καλιακάτσο από το Ελληνικό «θα κάτσω», μέλλοντα του «κάθομαι».

Πράξη δεύτερη – Διαδικασία

Για να διασκεδάσουν το κοινό που παρακολουθούσε τη διαπόμπευση και να γελοιοποιήσουν τον τιμωρούμενο, άλειφαν το πρόσωπό του με καπνιά (φούμο), την «ασβόλη». Τον «αποσβόλωναν».

Σχετικές φράσεις το “έμεινε αποσβολωμένος”, “έφυγε αποσβολωμένος” κ.λ.π.

Το ρήμα «αποσβολώνω» είναι αντίστοιχο του αρχαίου «προπηλακίζω». Σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα, «Προπηλακισμός: ύβρις είρηται δε από τον πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».

Η λάσπη μέχρι και στις μέρες μας είναι σύμβολο ηθικής κατάπτωσης, συκοφαντίας και εξευτελισμού. Εκφράσεις : «Του ρίξανε λάσπη», ο «πόλεμος της λάσπης», μέχρι και ο νεολογισμός “λασπολογία”

Η διαπόμπευση γινόταν στα φόρα δηλ. στις αγορές (από το Λατινικό forum και πληθυντικός fora) άλλα και στο αμφιθέατρο-ιππόδρομο, και στους δρόμους και τις πλατείες.

Δεν βγάζουμε λοιπόν κάτι (πχ. άπλυτα) ή άνθρωπο “στη φόρα” άλλα “στα φόρα”. Επομένως η συνηθισμένη έκφραση “θα τα βγάλω όλα στη φόρα” είναι λάθος.

Επειδή η Μέση οδός ήταν η κεντρικότερη της Κωνσταντινούπολης και περνούσε από τέσσερα φόρα, υποθέτω πως οι περισσότερες διαπομπεύσεις γινόταν σε αυτό τον δρόμο.

Κατά το συγύρισμα ο διαπομπευόμενος κάθονταν ανάποδα σε γάιδαρο (από εκεί το “θα σου χέσω το γάιδαρο”) και οι φίλαθλοι του πετούσαν περιττώματα ζώων και παλαιά ράκη (πατσαβούρες) (Βλ. Ξανθ. σ.148 λ. γιβεντίζω όπου πατσαβουριάζω= συνων. του γιβεντιζω). Γινόταν μια διακωμώδηση της γαμήλιας τελετής όπου χόρευαν οι θεατές το χορό των μανδηλίων (έκφραση: «της μπομπής τα μαντήλια»).

Ο κουρεμένος διαπομπευόμενος (κουτρούλης = με κούτρα ως τρούλος) ήταν ο γαμπρός, και η όλη “παράσταση” λέγονταν του κουτρούλη ο γάμος. Οι σοβαρές διαπομπεύσεις μεγαλόσχημων γινόταν στο (αμφι)θέατρο. Ο διαπομπευόμενος τότε έλεγαν ότι εθεατρίζετο. Γίναμε “θέατρο” σημαίνει: “βγήκαμε στο αμφιθέατρο” δηλ. ρεζιλευτήκαμε.

Την «ασβόλη» την έλεγαν και «μούτζα ή “γάνα” που σημαίνει μουντό χρώμα αλλά και παλάμη μουτζουρωμένη από στάχτη. Προέρχεται ίσως από το «μούζα = μαυρίλα» ή από το μούντα, μουντός.

Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε, η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα, να είναι υβριστική χειρονομία. (μούντζα ή φάσκελο).

Σχετικές φράσεις είναι «κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις» ή «έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος», “μούντζω τα” = μουτζούρωσε τα, είναι ακατάλληλα. πρβλ. “φασκελοκουκουλωσ’ τα”.

Όσοι την γλύτωναν, οι αθωούμενοι, έβγαιναν (από το δικαστήριο) ασπροπρόσωποι ή καθαροί.

Σήμερα λέμε “να την βγάλουμε καθαρή” εννοώντας “την μούρη μας” ή “την όψη μας”

Πράξη Τρίτη – Ο επίλογος

Ήταν άραγε σωφρονιστικός ο χαρακτήρας των διαπομπεύσεων;

Ο Ιουστινιανός ο Β΄,669-711, γνωστός ως Ρινότμητος, Βυζαντινός Αυτοκράτορας της Δυναστείας του Ηρακλείου, βασίλεψε από το 685 μέχρι το 695 και ξανά από το 705 έως το 711 και δεν φαίνεται να ντράπηκε από την διαπόμπευσή του αλλά μάλλον αποθρασύνθηκε.

Δεν μας παραξενεύει αυτό, γιατί οι Βυζαντινοί είχαν σωρεία αυτοκρατόρων με αρκετά εξευτελιστικά παρωνύμια [147 σ. 145] όπως: Αβάστακτος, Μονομάχος, Μέθυσος, Κοπρώνυμος, Παραπινάκης, Καυσαλώνης, Μούρτζουφλος, Μακελλάρης, Ονομάγουλος κλπ.

Μετά την διαπόμπευση ο διαπομπευθείς:

-ή εξορίζονταν, de jure, γιατί ο νόμος το προέβλεπε,

-ή εξορίζονταν de facto, επειδή καταντούσε περίγελως των συντοπιτών του έπαιρνε των ομματιών του. (Δηλ. πήρε το όνειδος (ρεζιλίκι) των ματιών του , την τύφλωση)

-ή μεταλλίζονταν (στα μεταλλεία σε καταναγκαστικά έργα) (Εξ ού και τα επίθετα: Μεταλλίδης, Μεταλληνός κα)

-ή κλεινόταν σε μοναστήρι

-ή καταδικάζονταν σε καταναγκαστική κωπηλασία (κάτεργο) στις γαλέρες του πλωίμου (του Στόλου).

Τότε λεγόταν «κατεργάρης». Η κωπηλασία γινόταν σε βάρδιες με κάποια ολιγόλεπτα διαλλείματα.

Μετά ακούγονταν η φωνή του ναυκλήρου “κάθε κατεργάρης στον πάγκο του”… αλλά και εκτελούνταν (θανατώνονταν).

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: