Αυτοκράτειρα Σίσι – Η τραγική της ιστορία που ενέπνευσε τον μύθο της!

Κοινοποίηση:
ppssiispssiiisii000

Πριγκίπισσα της Βαυαρίας, βασίλισσα της Ουγγαρίας και αυτοκράτειρα της Αυστρίας, η εύθραυστη και αντισυμβατική γαλαζοαίματη γέννησε με τη φαινομενικά παραμυθένια ζωή της έναν μύθο που σπάνια απόλαυσε ξανά ευρωπαίος μονάρχης.

Πίσω βέβαια από τη βασιλική βιτρίνα και τους τύπους, η πανέμορφη Σίσι στέναζε κάτω από τα περιοριστικά πρωτόκολλα, την αυστηρή ζωή στο παλάτι της Αυστροουγγαρίας αλλά και τις ραδιουργίες της πεθεράς της, μητέρας του αυτοκράτορα της χώρας Φραγκίσκου Ιωσήφ, τον οποίο παντρεύτηκε η έφηβη Σίσι από σφοδρό έρωτα σε ηλικία 16 ετών.

Η ανήλικη αυτοκράτειρα απέκτησε τέσσερα παιδιά, αν και έμελλε να χάσει τα δύο: τόσο τη μικρή της κόρη από αρρώστια όσο και τον μεγάλο της γιο και διάδοχο του θρόνου το 1889. Αποξενωμένη πια απ’ όλους και από τον ίδιο της τον εαυτό, μιας και η πεθερά της τη θεώρησε ανίκανη να μεγαλώσει οικογένεια και της πήρε τα παιδιά, η Σίσι ζούσε μια αδιάφορη ζωή βρίσκοντας παρηγοριά μόνο στα ταξίδια και τις ερωτικές περιπέτειες.
Αγόρασε λοιπόν μια έπαυλη στην Κέρκυρα, την οποία μετέτρεψε στο γνωστό μας ανάκτορο Αχίλλειο, για να στεγάσει τη μίζερη καθημερινότητά της. Κάτω από τον μανδύα της αριστοκρατίας κρυβόταν πάντα η θλίψη και η τραγωδία.

Ακολουθώντας το γνώριμο μοτίβο της ζωής της, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας έπεσε νεκρή από το μαχαίρι του ιταλού αναρχικού Λουίτζι Λουκένι, που έψαχνε να σκοτώσει κάποιον αριστοκράτη και βρήκε εύκαιρη τη Σίσι στη Γενεύη. Ήταν ο τραγικός επίλογος σε μια ζωή φαινομενικής ευτυχίας αλλά στην πράξη ανείπωτης δυστυχίας. Η ζωή της συζύγου ενός από τους πιο ισχυρούς μονάρχες της Ευρώπης απαθανατίστηκε στα χρονικά του 19ου αιώνα κάνοντας τη Σίσι αυτό που θα γινόταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα της Ουαλίας έναν αιώνα αργότερα…

Πρώτα χρόνια

Η πριγκίπισσα Σίσι γεννιέται ως δούκισσα Ελισάβετ Αμαλία Ευγενία στις 24 Δεκεμβρίου 1837 στο Μόναχο της Βαυαρίας ως το τέταρτο από τα δέκα παιδιά του δούκα Μαξιμιλιανού Ιωσήφ της Βαυαρίας και της πριγκίπισσας Λουδοβίκας, ετεροθαλούς αδελφής του βασιλιά Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας. Ο βασιλικός της οίκος διέθετε κύρος, εξουσία, πλούτη αμύθητα και τεράστιες εκτάσεις στα νότια της Γερμανίας, καθώς η δυναστεία κυβερνούσε το κρατίδιο από το 1180.

Ο ξάδελφός της ήταν ο κατά 8 χρόνια μεγαλύτερός της και ηγεμόνας κατόπιν της Βαυαρίας, Λουδοβίκος Β’, ο επονομαζόμενος και «τρελός βασιλιάς», ο οποίος έχτισε το περίφημο παραμυθένιο κάστρο του. Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν μαζί και η Ελισάβετ τον υπερασπίστηκε αργότερα στις κατηγορίες περί παραφροσύνης, αν και πάντα φοβόταν ότι η ψυχασθένεια κυλούσε και στις δικές της φλέβες, μιας και οι αιμομιξίες ήταν κοινός τόπος στους γαλαζοαίματους της Ευρώπης. Οι γονείς της Ελισάβετ, για παράδειγμα, ήταν ξαδέλφια.

Η πριγκίπισσα μεγάλωνε στο οικογενειακό κάστρο έξω από το Μόναχο και ο καλοσυνάτος χαρακτήρας της έκανε όλους να την προσφωνούν με το χαϊδευτικό της «Σίσι». Το καλοκαίρι του 1853, η μητέρα Λουδοβίκα πήρε τις δυο της κόρες και πήγαν για διακοπές σε γνωστό αυστριακό θέρετρο της εποχής για την αριστοκρατία της Ευρώπης. Η Λουδοβίκα είχε σκοπό να γνωρίσει τη 18χρονη κόρη της Ελένη στον νεαρό και όμορφο αυτοκράτορα της Αυστρίας, Φραγκίσκο Ιωσήφ, που είχε μόλις ανέβει στον θρόνο της παντοδύναμης Αυστροουγγαρίας (1848). Ήταν εξάλλου γιος της αδελφής της Λουδοβίκας, πριγκίπισσας Σοφίας, είχε λοιπόν το θάρρος να κάνει το συνοικέσιο με τον πιο περιζήτητο γαλαζοαίματο εργένη της Ευρώπης!

Ο αυτοκράτορας θαμπώθηκε όμως από τη μικρότερη κόρη της Λουδοβίκας, τη 15χρονη και πανώρια Ελισάβετ, και ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε μόλις μία εβδομάδα αργότερα. Ο λαμπερός γάμος ήρθε την επόμενη χρονιά στη Βιέννη (24 Απριλίου 1854), αν και όπως θα σχολίαζε αργότερα η Σίσι, δεν έπρεπε να είχε αποδεχτεί την πρόταση γάμου, καθώς το σύντομο ειδύλλιο ήταν επεισοδιακό και ταραχώδες. Η μητέρα του αυτοκράτορα και θεία της Ελισάβετ, η Σοφία, δεν είδε με καλό μάτι την ένωση από την πρώτη στιγμή, αν και έδωσε σχετικά απρόθυμα τη συγκατάθεσή της…

Η αυτοκράτειρα Σίσι

Μετά τον μήνα του μέλιτος σε Αυστρία και Ουγγαρία, η νέα αυτοκράτειρα της Αυστρίας εγκαταστάθηκε στην αυλή των Αψβούργων, την πιο σπουδαία και πολυτελή βασιλική αυλή ολάκερης της Ευρώπης. Η δυναστεία της Βιέννης διέθετε ταυτοχρόνως και το πιο αυστηρό πρωτόκολλο της εποχής, το οποίο έριξε βαριά τη σκιά του στη ζωή της έφηβης και απείθαρχης Ελισάβετ.

Η εξωστρεφής και μεγάλο πειραχτήρι Σίσι απεχθανόταν τις καταπιεστικές τυπικότητες του στέμματος, τις ανεχόταν όμως για χάρη του συζύγου της που τόσο είχε ερωτευτεί. Κατάπινε επίσης το μίσος και την περιφρόνηση των αυστριακών ευγενών για τους Βαυαρούς, τους οποίους θεωρούσαν σαφώς κατώτερούς τους. Τα καμώματα της έφηβης αυτοκράτειρας με το πρωτόκολλο και η άρνησή της να ακολουθήσει τους κανόνες της αριστοκρατίας ενοχλούσαν πολύ την αυλή της Βιέννης, αν και δεν ήταν πολλά αυτά που μπορούσαν να κάνουν για τη σύζυγο του παντοδύναμου Φραγκίσκου Ιωσήφ.

Ο έρωτας του ζεύγους καρποφόρησε με τρία παιδιά μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής. Μετά τα δύο πρώτα κορίτσια, ήρθε και ο διάδοχος του θρόνου, ο πρίγκιπας Ροδόλφος (1858). Η μεγαλύτερη κόρη της Σοφία πέθανε ωστόσο από διάρροια όταν το βασιλικό ζεύγος ήταν σε επίσημη επίσκεψη στην Ουγγαρία (1857), κάτι που βύθισε τη Σίσι στο πένθος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η πεθερά της Σοφία τη θεώρησε ανίκανη να μεγαλώσει τα παιδιά της, γι’ αυτό και την απομάκρυνε από τις καθημερινές της δραστηριότητες, βρίσκοντας προφανώς ευκαιρία να την πικράνει.

Δυστυχισμένη καθώς ήταν από την προσωπική τραγωδία, η Ελισάβετ βρίσκει ευκαιρία να απαλλαγεί από το περιοριστικό πρωτόκολλο των Αψβούργων και περιοδεύει στην Ευρώπη, περνώντας χρόνο στην Αγγλία και τη Μεσόγειο, όπου θα βρει τον τόπο της καρδιάς της αλλά και το κατοπινό ησυχαστήριό της, την Κέρκυρα. Η ίδια κατέφευγε συχνά στην Ουγγαρία, παρά τα σφοδρά αντιμοναρχικά αισθήματα της χώρας και την απόπειρα δολοφονίας κατά του συζύγου της.

Οι ταξιδιωτικές περιπέτειες της Ελισάβετ απαθανατίστηκαν μάλιστα καρέ-καρέ στο νέο δημοσιογραφικό είδος που σάρωνε την Ευρώπη εκείνη την εποχή και στόχευε στο ολοένα και αυξανόμενο γραμματιζούμενο κοινό. Το μοναδικό στιλ της, ο πολυτελέστατος τρόπος της ζωής της αλλά και τα μυριάδες ειδύλλια που της πρόσαπταν γέννησαν αυτό που θα ονομαζόταν χρόνια αργότερα σκανδαλοθηρικός Τύπος! Αποξενωμένη πια από το στεφάνι της αλλά και την παλιά της ζωή, η Σίσι δεν πολυσκοτιζόταν με τη δημόσια εικόνα της, καθώς ο ευαίσθητος ψυχισμός της παράδερνε από την προσωπική τραγωδία. Τώρα τα ταξίδια της περιλάμβαναν τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την ίδια ώρα που μάθαινε ελληνικά και έγραφε στίχους, συχνά με πικρόχολα και πονηρά υπονοούμενα για τους Αψβούργους…

Ο μυστηριώδης θάνατος του γιου της και η δολοφονία

Φραγκίσκος Ιωσήφ και Σίσι ήρθαν και πάλι κοντά κάποια στιγμή, πάνω στην ώρα δηλαδή για την απόφασή του να δημιουργήσει δύο βασίλεια το 1867, γεννώντας έτσι την Αυστροουγγαρία. Πλέον η Σίσι ήταν η βασίλισσα της Ουγγαρίας (συνεχίζοντας να κατέχει τον τίτλο της αυτοκράτειρας της Αυστρίας) και η στέψη της έγινε με πάσα επισημότητα στη Βουδαπέστη, όπου και γεννήθηκε το τέταρτο παιδί της τον Απρίλιο του 1868. Έχοντας ξαναβρεί τον εαυτό της, αφιερώθηκε στην ανατροφή της νέας της κόρης, παρά το γεγονός ότι οι κακές γλώσσες της βιεννέζικης αυλής ισχυρίζονταν ότι το παιδί ήταν καρπός εξωσυζυγικού ειδυλλίου.

Την ίδια εποχή, η Σίσι αγόρασε τη βίλα κερκυραίου ευγενή και τη μετέτρεψε στο λαμπρό ανάκτορο Αχίλλειο, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1890, την ίδια χρονιά που η μικρή της κόρη Μαρία Βαλέρια παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της, αρχιδούκα της Τοσκάνης, και όχι το συνοικέσιο που της είχε φέρει ο πατέρας της. Όλα αυτά έγιναν βέβαια στη σκιά του θανάτου του γιου της και διαδόχου του αυστριακού θρόνου, καθώς στις 30 Ιανουαρίου 1889 ο 31χρονος Ροδόλφος και η 17χρονη ερωμένη του και βαρόνη βρέθηκαν νεκροί σε κυνηγετικό θέρετρο της νότιας Αυστρίας κάτω από μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες συνθήκες. Άλλοι το θεώρησαν αυτοκτονία, άλλοι πάλι μιλούσαν για πολιτική δολοφονία του διαδόχου των Αψβούργων. Ήταν η χαριστική βολή για τη Σίσι.

Ο θάνατος του Ροδόλφου άφησε την αυτοκράτειρα βουτηγμένη στη θλίψη, από την οποία δεν θα έβγαινε ποτέ στα οχτώ χρόνια που θα έμενε ακόμα στη ζωή. Με κλονισμένη την ψυχική της υγεία, μονίμως ντυμένη στα μαύρα και με βέλο για να κρύβει το πρόσωπό της από τα αδιάκριτα βλέμματα, περνούσε τώρα τον καιρό της είτε στο κάστρο της στην Ουγγαρία, είτε στο Αχίλλειο, είτε στο κατάστρωμα του ατμόπλοιού της.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1898, σε ηλικία 60 ετών, η θλιμμένη αυτοκράτειρα δολοφονήθηκε έξω από ξενοδοχείο της ελβετικής Γενεύης σε ένα από τα πιο περίεργα περιστατικά της ευρωπαϊκής ιστορίας του 19ου αιώνα:

ο 25χρονος ιταλός αναρχικός Λουίτζι Λουκένι όρμησε πάνω της με μια βελόνα στο χέρι και της κατάφερε θανάσιμο τραύμα στην καρδιά, με τρόπο παρόμοιο δηλαδή που είχε συμβεί η απόπειρα δολοφονίας του συζύγου της στην Ουγγαρία λίγο καιρό πριν γνωριστεί το ζευγάρι. Ο Λουκένι ισχυρίστηκε μάλιστα ότι δεν ήξερε ποια ήταν, γνώριζε πάντως ότι ήταν γαλαζοαίματη και αυτό του έφτανε, αφού ήθελε να βγάλει από τη μέση μέλος της βασιλικής αριστοκρατίας της Ευρώπης.

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, η δολοφονία του ανιψιού της αυτοκράτειρας Ελισάβετ και διαδόχου του αυστρο-ουγγρικού θρόνου, του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, θα πυροδοτούσε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: