«Έτσι στοχοποίησα την Δώρα Ζέμπερη»
Αρχικά τονίζει το πώς μπήκε στο νεκροταφείο. Αλλά και την στιγμή που έβαλε στο «στόχαστρο» την Δώρα Ζέμπερη.
Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Στο νεκροταφείο αυτό πήγαινα και παλαιότερα και έπαιρνα κάτι ασημένια κηροπήγια και καντήλια που έβρισκα εκεί. Κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω και εκείνο το απόγευμα, αλλά η κακιά η ώρα το έφερε και μαζί μου κουβαλούσα ένα μαχαίρι, στιλέτο ήταν.
Στο νεκροταφείο μπήκα από την πίσω πλευρά του, από την περίφραξη που είναι κοντά στις γραμμές. Δηλαδή για να καταλάβετε, ήρθα από το γήπεδο της Ριζούπολης, πήδηξα την περίφραξη των γραμμών του τρένου, πέρασα τις γραμμές και σκαρφάλωσα την περίρφαξη του νεκροταφείου. Μόλις μπήκα μέσα, πίσω μου είχα το γήπεδο.
Από εκεί, περπάτησα δίπλα από τα οστεοφυλάκια και επειδή δεν είδα κάτι που μπορούσα να πάρω, συνέχισα μέχρι που έφτασα σχεδόν στο κέντρο του νεκροταφείου. Εκεί, στάθηκα και είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει μπροστά σε ένα τάφο. Η κοπέλα αυτή είχε μαύρα μαλλιά και φορούσε σκούρα ρούχα. Δίπλα της, στο πεζούλι, είχε αφήσει την τσάντα της που ήταν μπεζ στο χρώμα. Την κοπέλα αυτή την έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν γνώριζα ούτε αυτήν, αλλά ούτε και την οικογένειά της.
Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κάποιον εκεί κοντά. Μόνο κάτι γριές έβλεπα αλλά αυτές, ήταν πολλά μέτρα μακριά. Τότε σκέφτηκα να πάω να πάρω την τσάντα της κοπέλας, γιατί πίστευα ότι σίγουρα θα είχε μέσα κάποια λεφτά. Έτσι και έκανα. Την πλησίασα από πίσω, της έβγαλα το μαχαίρι και της είπα: «Δώσε μου την τσάντα σου τώρα». Εκείνη γύρισε ξαφνικά και άρχισε να με τραβάει και να χτυπιόμαστε, ενώ φώναζε κιόλας. Εγώ κρατούσα στο δεξί μου χέρι το μαχαίρι και με το άλλο χέρι τραβούσα την τσάντα για να την πάρω«.
Την μαχαίρωσα… χωρίς να το καταλάβω!
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο δολοφόνος φέρεται να κατέθεσε: «Χωρίς να καταλάβω πώς και ενώ παλεύαμε και πέφτανε γλάστρες και άλλα πράγματα γύρω μας, την χτύπησα με το μαχαίρι. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φορές. Μετά, η κοπέλα που ήταν ματωμένη, άφησε την τσάντα και άρχισε να τρέχει προς το κέντρο του Νεκροταφείου, φωνάζοντας βοήθεια. Εγώ, γύρισα προς τα πίσω, δηλαδή προς το μέρος από όπου μπήκα στο Νεκροταφείο, κρατώντας την τσάντα της κοπέλας στα χέρια μου. Έτρεχα «κολλητά» στην περίφραξη και στα οστεοφυλάκια.
Στο δρόμο δεν ξέρω αν έριξα κάτι, αλλά μέσα στον πανικό μου δεν μου φαίνεται απίθανο. Είχα σαστίσει εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερα τι έκανα, είχα θολώσει. Όταν έφτασα στο σημείο απ’ όπου είχα μπει στο Νεκροταφείο, κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Το αίμα ήταν της κοπέλας, γιατί εγώ δεν είχα χτυπήσει«.