Η 114 Πτέρυγα Μάχης και ειδικά η 331 Μοίρα των Mirage 2000-5Mk2 έχει αναλάβει ένα ρόλο που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αναλάβει ελληνική επιχειρησιακή μονάδα… την «υποστρατηγική», όπως ονομάζεται επίσημα, κρούση.
Το SCALP EG είναι ένα υποηχητικό βλήμα «fire and forget» βάρους περίπου 1230 χλγ, μέγιστης διαμέτρου 1μ και ανοίγματος πτερυγίων 3μ. Η πρόωση του στροβιλωθητή Turbomeca Microturbo TRI 60-30 έχει ως αποτέλεσμα μία ταχύτητα πτήσης 0,8mach και μία εμβέλεια «άνω των 250 χλμ.». Ο αεροναυπηγικός σχεδιασμός του SCALP ενσωματώνει πλήρως τεχνολογία stealth. Η άτρακτος είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να ανακλά το μεγαλύτερο μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας σε διαφορετικές διευθύνσεις από αυτή του φορέα του ραντάρ.
Επιπλέον, πέραν της γεωμετρικής κατασκευής, έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά RAM (Radar Absorbing Materials) ώστε να απορροφούν μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας των ραντάρ. Ο συνδυασμός αυτός καθιστά την ανίχνευση και συνεπώς την αναχαίτιση του βλήματος ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση και ειδικά το βράδυ, οπότε και προβλέπεται να εκτελεστούν οι αποστολές αυτές.
Το βλήμα μπορεί να εκτοξευθεί από μεσαίο ή χαμηλό ύψος. Μετά την εκτόξευση του και κατά την καύση του προωθητή (booster), ακολουθεί καθοδική πορεία, ώστε να λάβει το προκαθορισμένο ύψος πτήσης. Όταν βρεθεί σε αυτό το ύψος, κινείται πλέον αδρανειακά (Inertial) προς το στόχο, με ταχύτητα πτήσης 0.8mach και βάσει των δεδομένων που έχει λάβει ήδη από το αεροσκάφος φορέα.
Σε αυτή τη φάση της πτήσης, η κατεύθυνση του βλήματος υποβοηθείται από το GPS των δορυφόρων Galileo και το σύστημα παρακολούθησης εδάφους TERPROM (TERainPROfile Matching). To TERPROM είναι ένα σύστημα ναυσιπλοΐας το οποίο χρησιμοποιεί αποθηκευμένα ψηφιακά στοιχεία υψών εδάφους που συνδυάζονται με τις εισαγωγές των λοιπών συστημάτων ναυσιπλοΐας και υψομετρητών ραντάρ για να υπολογίσουν τη θέση του βλήματος επάνω από την επιφάνεια της γης.
Στην τελική φάση της πτήσης του, το βλήμα αναρριχείται σε ένα μέσο ύψος ώστε να βελτιώσει το οπτικό του πεδίο. Σκοπός του είναι να μπορέσει να αναγνωρίσει θετικά το στόχο και να προσδιορίσει τα συγκεκριμένα σημεία στα οποία θα πρέπει να προσκρούσει. Η τερματική κατεύθυνση προς τον στόχο απαιτεί μία διαδικασία ανίχνευσης – αναγνώρισης και απόκτησης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός παθητικού υπέρυθρου αισθητήρα απεικόνισης (passive Imaging Infra-Redseeker – IIR seeker) σε συνδυασμό με το αυτόνομο σύστημα αναγνώρισης στόχων (Autonomous Target Recognition – ATR).