ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ! Καλλυντικά και αρώματα στην Ελληνική Αρχαιότητα – Πώς μύριζε η Αθήνα του 500 π.Χ.

Κοινοποίηση:
kalluntika-aromata

Τα αρώματα, τα καταπλάσματα και οι αλοιφές, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στις ποικίλες εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής των αρχαίων. Στις αρχαίες πηγές γενικά γίνεται αναφορά σε σχετικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα στον Όμηρο, στον Αρχίλοχο, τη Σαπφώ, τον Αλκαίο και τον Ανακρέοντα.

Η χρήση των προϊόντων αυτών θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην εποχή του Σόλωνα, γεγονός που οδήγησε το νομοθέτη στο να απαγορέψει τους άντρες να πουλάνε αρώματα και αλοιφές. Ο Σωκράτης, ο Αριστοφάνης και ο Θουκυδίδης διαμαρτύρονται επίσης για τη χρήση αρωμάτων από τους άντρες. Ο Μέγας Αλέξανδρος γνωρίζουμε ότι… ανάμεσα στα υπόλοιπα υπάρχοντα του Δαρείου ανακάλυψε και ένα κιβώτιο με αρώματα, πολυτέλεια την οποία υιοθέτησαν έπειτα οι συμπατριώτες του, μαζί με διάφορες άλλες τρυφές.

Ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι οι Πέρσες διέθεταν κοσμητές, δηλαδή αρωματοποιούς για να τους τρίβουν και να τους κάνουν όμορφους. Από τον Πλίνιο πληροφορούμαστε επίσης πώς κατά περιόδους υπήρχαν αρώματα τα οποία ήταν στη μόδα. Έτσι για παράδειγμα το άρωμα από τη Δήλο έδωσε τη θέση του σ’ αυτό από τη Μένδη της Αιγύπτου, ενώ αυτό της Κορίνθου στο άρωμα της Κυζίκου. Γενικά στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν σημαντικά κέντρα παρασκευής αρωμάτων, όπως η Κόρινθος και η Χαιρώνεια η οποία ήταν διάσημη για την κρύα αλοιφή από τον κρίνο, η οποία παρασκευάζονταν και στα χρόνια του Παυσανία το 180 μ.Χ. Το σημαντικότερο όμως κέντρο του ελληνικού κόσμου για την παραγωγή καλλυντικών, αλοιφών και αρωμάτων από την ελληνιστική περίοδο και εξής ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Οι αρχαίοι Μεσογειακοί λαοί, οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες, οι Σύριοι και οι Παλαιστίνιοι κατείχαν τη γνώση της παρασκευής αρωμάτων και καλλυντικών τα οποία μέσω του εμπορίου διαδόθηκαν στους αρχαίους Μινωίτες και Μυκηναΐους οι οποίοι κατασκεύαζαν επίσης ανάλογα προϊόντα, σε μικρότερη όμως κλίμακα. Για την παρασκευή των καλλυντικών προϊόντων, των αλοιφών και των αρωμάτων χρησιμοποιούνταν από τους λαούς της Ανατολής διάφορα αρωματικά φυτά και βότανα, ρίζες, ξύλα, άνθη, φρούτα, σπόροι και ρετσίνι. Όλα αυτά αναμειγνύονταν με διάφορες άλλες ουσίες, όχι μόνο για καλλωπισμό, αλλά και για την προστασία και τον καθαρισμό του σώματος. Κάποιες προφανώς από τις πρώτες ύλες για την παραγωγή των ποικίλλων αυτών σκευασμάτων εισάγονταν από έξω, ενώ πολλά από τα παραγόμενα προϊόντα εξάγονταν σε άλλους λαούς.

Μυρωδιές στην αρχαία Ελλάδα μέσα από κείμενα

Η όσφρηση κατέχει στο αριστοτελικό σύστημα των πέντε αισθήσεων τη τρίτη θέση μετά από την όραση και την ακοή, τις κυρίως γνωσιολογικές αισθήσεις. Και αυτό γιατί η οσμή συνδυάζει την αισθηματική διάσταση του ευχάριστου ή δυσάρεστου, τη πολιτισμική διάσταση των κανόνων της ευωδίας ή δυσοσμίας και τη κοινωνική διάσταση του περιβάλλοντος των ανθρωπίνων επαφών.

Πώς μύριζε όμως η Αθήνα του 500 π.Χ;

Μία από τις σημαντικότερες πηγές πληροφοριών είναι το κείμενο «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου εκ Ναυκράτιδος. Προέλευση του κειμένου είναι ο βυζαντινός κώδικας από τη βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που εμφανίστηκε το 1423 στη Βενετία. Θέμα των «Δειπνοσοφιστών» είναι μία ιδεατή συνεστίαση, συμπόσιο ή δείπνος, που λαμβάνει χώρα στον οίκο ενός Ρωμαίου, γνωστού ως P. Livius Larensis, το 228 μ.Χ.στη Ρώμη. Στο δείπνο παίρνουν μέρος τριάντα ιστορικές προσωπικότητες, Έλληνες και Ρωμαίοι, που συζητούν περί πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής, περί εθίμων και ηθών, με αναφορά στη μυθολογία, στην ιστορία, στη φιλοσοφία και στη ποίηση. Επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της συνεστιάσεως γίνεται λόγος για τη καθημερινή ζωή στην Αθήνα, και γι’ αυτό οι «Δειπνοσοφισταί» είναι μεταξύ άλλων πηγή πληροφοριών για τις οσμές και τα αρώματα της πόλεως των Αθηνών.

Έτσι μαθαίνουμε ότι στην Αθήνα της κλασικής εποχής εκτιμάτο η ευωδία, αλλά όχι τα μεθυστικά αρώματα της Ανατολής που εθύμιζαν τη περσική, λυδική χλιδή που θεωρείτο μη ελληνοπρεπής.

Τα εξωτικά αρώματα της Ανατολής ήταν γνωστά όπως πληροφορούμεθα από το Θεόφραστο, φιλόσοφο, βοτανολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Περί Οσμών».

Για τους οικιακούς χώρους στην Αθήνα ίσχυε σχολαστική καθαριότητα. Τα δωμάτια και οι ιματιοθήκες μοσχοβολούσαν άρωμα λεμονιού, μήλο των Εσπερίδων, και το άρωμα του ροδάκινου, περσικό μήλο, προστάτευε τα ενδύματα από σκόρους και άλλα έντομα. Την υπερβολική ευωδία τη θεωρούσαν ως ματαιόδοξη, όμως της δόθηκε και μία θετική σημασία σε θεωρητικό επίπεδο. Έτσι ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» θεωρεί ότι τα αρώματα των Χαρίτων που ακολουθούσαν την Αφροδίτης, συντελούσαν στις κοινωνικές επαφές των ανθρώπων.

Αντιθέτως ο Αριστοφάνης γελοιοποιεί τα διάχυτα μύρα των Χαρίτων στη κωμωδία «Πλούτος». Και αυτό όχι μόνο μία φορά. Η υπερβολική χρήση αρωμάτων, αλοιφών και καλλυντικών, με μία λέξη η φιλαρέσκεια της Αφροδίτης, των Χαρίτων και του Άδωνη, είναι συχνά θέμα γελοιοποιήσεως στις κωμωδίες. Στην ίδια διάσταση, στη κωμωδία «Πλούτος» ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τη σχέση Αφροδίτης και γαμηλίου τελετής και τη χρήση των μύρων στο καλλωπισμό της νύφης.

Και ο Ξενοφώντας στο έργο του «Οικονομικός» αναφέρεται στο διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του συνομιλητή του Ισχόμαχου, ο οποίος περιγράφει τη μανία καλλωπισμού της νεαρής συζύγου του με ζωηρά χρώματα .

Η αγορά είχε και μυρωδιές και αρώματα. Κρασιά και μούστος εξέπεμπαν το δικό τους άρωμα, της Ρόδου, της Θάσου, της Σάμου, της Χίου, της Θράκης, και η μέθη, όπως λέει ο Ξενοφώντας στο Συμπόσιο γαληνεύει τη ψυχή . Οι φούρνοι έβγαζαν ψωμί άσπρο και μελόπιτα για τους εύπορους, κριθαρένιο για το λαό, τη λεγόμενη «μάζα», προερχόμενη από χυλό κριθαρένιου αλευριού, νερό και λάδι. Ο «σίτος» όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη στο περί «Φυσικής Ακροάσεως» έργο του συμπληρωνόταν από τον «όψο», τυριά, μέλι, ξηρούς καρπούς, όσπρια και μία μεγάλη ποικιλία χορταρικών, μαρούλια, σέλινα, ραπάνια, φασόλια, μολόχες, κρεμμύδια. Μυρωδικά βότανα και φρούτα σκόρπιζαν μυρωδιές και αρώματα. Οι Αθηναίοι έτρωγαν σπανίως κρέας, χοιρινό, αίγα και μοσχάρι, και όταν έτρωγαν κρέας προέρχετο από θυσιαζόμενα ζώα. Ο Μένανδρος σε ένα απόσπασμα του περί δεισιδαιμονίας και θρησκοληψίας στιγματίζει την μικροψυχία των πιστών που αφιερώνουν στους θεούς τα απομεινάρια των ζώων, χολή, εντόσθια και κόκαλα, τα δε καλλίτερα κομμάτια τα καταναλώνουν οι ίδιοι.

Αλλά να μην ξεχνάμε τα ψαρικά. Η ευωδία των ψαρικών ήταν θεσπέσια. Η αγορά ευωδίαζε από ψάρια όλων των ειδών, φρέσκα, καπνιστά, παστά, μικρά και μεγάλα, γλώσσες, λαβράκια πέρκες, χέλια από τη Λίμνη της Κοπαϊδας, καβούρια, αστακούς, στρείδια και μύδια.

Γενικά η αγορά και τα τρόφιμα είναι συχνά θέμα των κωμωδιών του Μενάνδρου και του Αριστοφάνη κυρίως μέσα από το ρόλο του φαφλατά μάγειρα. Το δε κείμενο «Δειπνοσοφισταί» είναι στη κυριολεξία εγχειρίδιο συνταγών μαγειρικής και διαιτητικής, αν και όχι το μοναδικό, γιατί υπάρχουν πολλές πηγές, ολόκληρα βιβλία μαγειρικής της Αρχαιότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των «Δειπνοσοφιστών» θέμα των συζητήσεων των συνδαιτυμόνων είναι η ετοιμασία και το σερβίρισμα των εδεσμάτων, η ποικιλία των ποτών και των καρυκευμάτων, με μία λέξη, η ευωχία. Στην κυριολεξία η ευωδία των γευστικών αρωμάτων γίνεται πραγματικότητα μέσω της λαμπρότητας και της παραστατικότητας του κειμένου του Αθήναιου.

Απαραίτητα στις συνεστιάσεις και στις εορταστικές τελετές των ευπόρων ήταν οι στέφανοι από κισσό, δάφνη, μυρτιά, κωνοφόρα, σέλινο, άνηθο, δυόσμο, τριαντάφυλλα, μενεξέδες και άνθη εποχής. Τα στεφάνια βαπτίζονταν επί πλέον σε αρωματικά έλαια και από ιατρικής απόψεως η ευωδία και οι αναθυμιάσεις τους δρούσαν κατά του πονοκεφάλου, της ζάλης του κρασιού, της δυσοσμίας του στόματος, και της δυσπεψίας, όπως αναφέρει ο Αθήναιος.

Όσο αφορά το ανθρώπινο σώμα έπρεπε υγεία και καλλωπισμός να συμβαδίζουν. Ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ωραίος και καθαρός. Μετά το λουτρό στη καθημερινή ζωή, μετά το λουτρό των ξένων και μετά το λουτρό των αθλητών ακολουθούσε τριβή του σώματος με ελαιώδεις αρωματικές ουσίες όπως μαθαίνουμε από τον Αθήναιο, αλλά αυτό πάντα εν μέτρω. Το σαπούνι δεν ήταν γνωστό. Στο νερό του λουτρού προσέθεταν νάτριο και άλλα άλατα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στο νερό του λουτρού που προερχόταν από τη πηγή Καλλιρρόη προσέθεταν ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο και καρυδέλαιο.

Γύρω από τη γαμήλια τελετή μία σειρά εθίμων υπαγόρευε ευωδίες για τη περιποίηση του σώματος του γαμπρού και της νύφης, των χώρων, του επιθαλαμίου και του γεύματος. Στους «Αχαρνείς» του Αριστοφάνη έχουμε μία ακριβή περιγραφή της περιποιήσεως του μέλλοντος γαμπρού Δικαιόπολη. Λουτρά με ευωδιαστά βότανα, ίριδες, νάρκισσους ρόδα, κρίνους για τη περιποίηση του σώματος, στέφανοι από μυρτιά για τη τελετή, αρωματικά φρούτα, κυρίως κυδώνια, για τους νεόνυμφους, ευωδιαστές αναθυμιάσεις για το περιβάλλον του εορτασμού.

Στις παλαίστρες και στο γυμναστήριο είχε το ελαιόλαδο θρησκευτική και ιατρική σημασία, χαλάρωμα των μυών, αποφυγή τραυματισμών του δέρματος, προστασία από τον ήλιο και τη σκόνη, αυτά κατά το Θουκυδίδη. Μετά την άθληση ακολουθούσε καθαριότητα πάλι με ελαιώδεις ουσίες. Η ίδια η Αθηνά, θεά της φρόνησης, του νου και της αρετής, σε αντίθεση προς τα μύρα, τα ρόδα και το λιβάνι της Αφροδίτης, αλειφόταν κυρίως με ελαιόλαδο μετά την άθληση.

Στην υγιεινή και την ιατρική αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών σε μία ισορροπία μεταξύ μαγείας και φαρμακολογίας, μέσα από ιατρικά κείμενα πρωταρχικής σημασίας, όπως την «Ιπποκράτειο Συλλογή» του Ιπποκράτη, τη «Περί φυτών ιστορία» του Θεόφραστου , το «Περί ιατρικής ύλης» έργο του Διοσκουρίδη, και τα πολλαπλά έργα του Γαληνού περί φυσιολογίας, ανατομίας, χειρουργικής, και θεραπευτικής. Αλλά και μη ιατρικά κείμενα όπως οι «Περιηγήσεις Ελλάδος» του Παυσανία αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών.

Στη γυναικολογία, στην οφθαλμολογία, στη χειρουργική, βότανα, ρίζες καρποί, φύλλα και οι ανάλογες οσμές χρησιμοποιούντο ως αντιπυρετικά, παυσίπονα, εμετικά, ψυχοφάρμακα, υπνωτικά και ναρκωτικά. Πέραν από τις γνωστές ευωδίες από μύρα, ρόδα, εσπεριδοειδή, δυόσμο, ορίγανο, νάρκισσο, κύμινο, άνηθο, κάρδαμο, ρητίνη και μαστίχα, τα ιατρικά συγγράμματα αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες του οπίου, του κωνείου, του μανδραγόρα, συχνά τονίζοντας τη σημασία τους ως πανάκεια.

Όσον αφορά το πένθος και τη ταφή, κατά το Πλούταρχο οι νόμοι του Σόλωνος, επέτρεπαν για λόγους λιτότητας τη χρήση ενός μείγματος μόνο από οίνο και έλαιον και απαγόρευαν ακριβά αρώματα, που σημαίνει ότι η πόλις επέμβαινε περιοριστικά στη πιθανή επιδεικτικότητα ευπόρων οικογενειών κατά τη «πρόθεση» και «εκφορά» του νεκρού. Κατ’ άλλες πηγές, ναι μεν δεν απαγορευόταν η χρήση ακριβών αρωμάτων, όμως η πόλις δεν έπαυε να μεριμνά για τη τήρηση της δημόσιας ευπρέπειας.

Η αφήγηση θα μπορούσε να συνεχιστεί στο απεριόριστο. Οι κλασικοί συγγραφείς όπως βλέπουμε είναι ανεξάντλητοι. Οι οσμές αναδύονται μέσα από τα κείμενα και η αναπαραγωγή τους είναι προφανώς για τους χημικούς εφικτή.

Αρχαίων Ευωδιές

Ίρινον

Το ίρινον παράγονταν από τις ρίζες της ίριδας, αφού κόβονταν, απλώνονταν στη σκιά και ξεραίνονταν περασμένες σε νήματα. Το ίρινον ήταν άρωμα εύκολο στην παρασκευή του, με απλά συστατικά και οσμή που βελτιώνονταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς και με την προσθήκη ελαιολάδου ή αιγυπτιακής βαλάνου. Επρόκειτο για ένα αγαπητό και σχετικά φθηνό άρωμα.

Νάρδον

Παράγονταν από τη ρίζα της ινδικής νάρδου, με λεπτό άρωμα που άντεχε στο χρόνο. Το καλύτερο νάρδον παράγονταν στην Ταρσό της Κιλικίας. Αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας τουαλέτας, ενώ χρησιμοποιούνταν και για τον αρωματισμό του κρασιού, αλλά και για την παρασκευή παστίλιας για ευχάριστη αναπνοή.

Στακτή

Ακριβό και πολυτελές άρωμα, πικρό και δηκτικό, ήταν εισαγόμενο από την Ανατολή, από το έλαιον του θάμνου της σμύρνας. Ήταν ιδιαίτερα γνωστό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ το όνομά του υποδηλώνει τον τρόπο παρασκευής του, μέσω του σταξίματος του πολύτιμου υγρού της σμύρνας, όταν χαράσσονταν ο βλαστός και τα κλαδιά της. Η συγκομιδή της γινόταν στις πιο ζεστές μέρες του χρόνου και διαρκούσε αρκετό διάστημα. Η σμύρνα χρησιμοποιούνταν για υγρά αρώματα, αλοιφές, παστίλιες, θυμιάματα και αρωματικά κρασιά, καθώς και για ως συστατικό διάφορων σύνθετων αρωμάτων ή για τον εμπλουτισμό φτηνότερων ελαίων.

Βάλσαμο

Το φυτό αυτό ευδοκιμούσε στην Αραβία και τη Συροπαλαιστίνη και ήταν περιζήτητο για τις θεραπευτικές και τις κοσμητικές του χρήσεις. Επρόκειτο για μία ακριβή και σπάνια πρώτη ύλη που χρησιμοποιούνταν μάλιστα και ως ήδυσμα, συστατικό δηλαδή άλλων αρωμάτων. Καθώς λεγόταν, μία σταγόνα από το βάλσαμο αρκούσε για να αρωματίσει ολόκληρο δωμάτιο.

Τύλιον έλαιον

Ήταν διάσημο για το γλυκό και απαλό του άρωμα. Παράγονταν από τη σύνθλιψη σπόρων του φυτού τήλιος ή βούκερας, το γνωστό ως ελληνόχορτο, που συναντώνταν σε κάποια από τα εδάφη της Αττικής. Οι Αθηναίοι το προτιμούσαν μάλιστα ιδιαίτερα για καλλωπιστικούς και ιατρικούς σκοπούς, καθώς και για το φαγητό.

«Εισαγόμενες» Ευωδιές Αρχαίων

Οι αρχαίοι συχνά εισήγαγαν αρώματα από την Ανατολή, τα οποία μάλιστα ασκούσαν σ’ αυτούς μία ιδιαίτερη γοητεία.Αρώματα, όπωςτο βρενθείον το ονομαστό άρωμα των Λυδών με μυρωδιά μόσχου και λεβάντας, το οποίο σκεύαζαν σε μικρά αγγεία, τα λυδία, το σούσινο το αρωματικό λάδι κρίνων από τα Σούσα, το μενδήσιο από τη Μέντη στο Νείλο, από λάδι βαλάνου αρωματισμένο με λάδι πικραμύγδαλων, όπως και το μετόπιο, μία ακριβή αρωματική κρέμα από την Αίγυπτο.

Επίσης από τον 6ο αιώνα ήδη εισήγαγαν λάδι φοίνικα από την Ναύκρατη του Νείλου, κρίνο, λωτό και άνιθο από την Αίγυπτο και σίλφιο από τη Λιβύη από το οποίο παρασκεύαζαν ναρκωτικές, φαρμακευτικές αλοιφές, ως αντίδοτο κατά των δηλητηριάσεων. Τις εμπορικές σχέσεις με την ανατολή ευνόησαν ιδιαίτερα οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από κει οι Έλληνες προμηθεύονταν καινούργια αρώματα και είδη καλλωπισμού. Η βιομηχανία των αρωμάτων έφτασε δε στο αποκορύφωμά της στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο.

Μινωίτες και Μυκηναίοι

Οι Μινωίτες για την παρασκευή αρωμάτων εκμεταλλεύονταν την πλούσια Κρητική βλάστηση. Στις πινακίδες που αποκαλύφθηκαν στην Κνωσό, αναφέρονται περίπου δώδεκα είδη κομμεορρητίνης, σπόροι και αρωματικά λάδια προερχόμενα από φυτά, όπως ο κορίανδρος, η κύπερη, το σφάκο (φασκομηλιά), το κρίτανο, η μαστίχα της φιστικιάς τερεβίνθου και το φοινίκιο. Το σπουδαιότερο φυτό της Κρήτης ήταν το λάδανο του οποίου η ρητίνη χρησιμοποιούνταν σε θυμιάματα, σε θεραπευτικές αλοιφές, αλλά και στην κόκκινη βαφή των αρωμάτων. Άλλο ονομαστό φυτό ήταν η Theangelis γνωστή ως δίκταμος, φυτό που φύονταν στα Δικταία Όρη, από το οποίο παρασκευάζονταν έλαιο με τονωτικές και διεγερτικές ιδιότητες. Οι Μινωίτες μεταλλεύονταν επίσης τον κρόκο, τον κρίνο, την ίριδα, τη μυρτιά, τη μαντζουράνα, τα άνθη και τα φρούτα της κυδωνιάς, το μάραθο, τον άνηθο, τον κορίανδρο, τη ρητίνη της αγριοκυδωνιάς, του κέδρου, του κυπαρισσιού και του πεύκου του Χαλεπιού.

Οι Μυκηναΐοι χρησιμοποιούσαν στην Πύλο και τις Μυκήνες κύπερη, φασκόμηλο, κύμινο, κορίανδρο, ίριδα, μάραθο, μαντζουράνα και γλυκάνισο. Τα σημαντικότερα Μυκηναϊκά αρώματα ήταν της φασκομηλιάς, του ρόδου, της κύπερης και του άσπρου κρίνου. Επίσης γνωστά ήταν και τα αρώματα σύνθετης οσμής, με μυρωδιά κύπερης και ρόδου. Τα αρωματικά λάδια και οι κρέμες εκτός από την περιποίηση των ζωντανών, προσφέρονταν στους θεούς, αλλά και ως κτερίσματα στους νεκρούς.

Σχετικά με τα προϊόντα καλλωπισμού των Μυκηναΐων πληροφορίες αντλούμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄, οι οποίες μας δίνουν στοιχεία τόσο για τις πρώτες ύλες και τη χορήγησή τους στους αρωματοποιούς, όσο και για την αποθήκευση, την παραγωγή και τη διακίνησή τους.

Μυρεψεία – Σκεύη και Μέθοδοι Επεξεργασίας των προϊόντων

Στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό πρέπει να υπήρχαν πολλά μυρεψεία, χώροι παρασκευής προϊόντων καλλωπισμού, αλοιφών και αρωμάτων. Τέτοια στοιχεία εντοπίστηκαν στο ανάκτορο της Ζάκρου (α΄ μισό 15ου αιώνα), στο ανάκτορο της Πύλου (τέλη 13ου αιώνα), στην Οικία του Λαδεμπόρου, αλλά και στην Οικία των Σφιγγών στις Μυκήνες.Στα μυρεψεία αυτά και κυρίως σ’ αυτό της Ζάκρου, βρέθηκε πλήθος αγγείων, κυάθια, κύπελλα, αγγεία κοινής χρήσης, σταμνοειδή, ευρύστομα καδοειδή, αλλά και ολόκληρες σειρές από πύραυνα, θυμιατήρια δηλαδή με διάτρητο πόδι και άνοιγμα για την τοποθέτηση του κάρβουνου, πυριατήρια, καλύμματα χυτρών, ηθμοί(σουρωτήρια), τριποδικές χύτρες, πήλινη σχάρα, σκεύη που στο σύνολό τους χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή εκχυλισμάτων αρωματικών βοτάνων.

Γενικώς τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή καλλυντικών προϊόντων και αρωμάτων ήταν:

· Τα γουδιά και οι τριπτήρες, για το κομμάτιασμα ή το άλεσμα του καρπού ή για την επεξεργασία άλλων υλών, όπως το θρυμμάτισμα των ανόργανων υλικών για τα χρώματα

· Οι λεκάνες, για την παραγωγή του κρασιού ή του λαδιού

· Η ασάμινθος, η μπανιέρα δηλαδή, για το μούλιασμα των λουλουδιών μέσα σε νερό, λάδι ή λίπος για την εξαγωγή του αρώματός τους

· Οι χύτρες, για το βράσιμο του λαδιού με σκοπό την παρασκευή του αρώματος

· Τα μυροδοχεία, τα αγγεία στα οποία συσκεύαζαν το έτοιμο προϊόν, τα οποία είχαν διάφορα σχήματα, ονόματα, αλλά και διακόσμηση

· Τα θυμιατήρια, τα λεγόμενα πύραυνα ή πυριατήρια

Σε σχέση με τις μεθόδους επεξεργασίας που πιθανόν χρησιμοποιούσαν οι αλοιφοποιοί της μινωικής και μυκηναϊκής εποχής, δεν έχουμε σαφείς γραπτές μαρτυρίες αλλά ούτε και άλλες αρχαιολογικές πληροφορίες. Ο Διοσκουρίδης του 1ου αι. μ.Χ. περιγράφει λεπτομερώς τη μέθοδο παρασκευής αρωματικών λαδιών, η οποία από τους ερευνητές θεωρείται πως θα πρέπει πιθανόν να ήταν ίδια με αυτή και των προγενέστερων εποχών (Demateria medica 1.43-55):

«Η επεξεργασία γινόταν σε δύο στύψεις. Σκοπός της πρώτης ήταν να καταστήσει το λάδι δεκτικό στο άρωμα των λουλουδιών και των φύλλων που θα προσέθεταν αργότερα. Κατά την πρώτη φάση λοιπόν παρασκεύαζαν μία αλοιφή από κονιορτοποιημένες ρίζες καλάμου, σχοίνου και κύπειρου, αναμεμειγμένες με νερό ή κρασί και την έβραζαν σε λάδι. Μετά σούρωναν το λάδι και το άφηναν να κρυώσει. Η δεύτερη στύψη αποτελούνταν από το βούτηγμα στο κρύο λάδι, εκείνων των λουλουδιών ή των φύλλων που θα έδιναν το τελικό άρωμα. Στο τέλος προσέθεταν τεχνικό χρώμα, αλάτι για τη συντήρηση ή μπαχαρικά.

Η απόσταξη στη αρχαιότητα

Η απόσταξη με τη σημερινή της έννοια δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Οι μέθοδοι για την εξαγωγή αρώματος ήταν η εξαγωγή αρώματος από λουλούδια με εμποτισμό και η έκθλιψη – στύψη.

Στην πρώτη περίπτωση τα πέταλα των λουλουδιών απλώνονταν σε ζωικό λίπος ή λάδι και αντικαθίσταντο με νέα μέχρι το λίπος να κορεστεί από το άρωμά τους. Μέσα σ’ αυτό το λάδι ή το λίπος, που πιθανόν να ήταν ζεστό, τα λουλούδια θα έπρεπε να παραμείνουν για να μουλιάσουν. Από αυτή τη διαδικασία προέκυπτε έπειτα μία μυραλοιφή στην οποία έδιναν σχήμα σφαίρας ή κώνου και τη χρησιμοποιούσαν στις γιορτές και τον καλλωπισμό.

Στην έκθλιψη ή στύψη τα άνθη ή οι σπόροι τοποθετούνταν σε λινά υφάσματα υπό μορφή σάκου με θηλιές στις δύο απολήξεις οι οποίες στρέφονταν αντιθετικά ή ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία του πιεστηρίου, όπως για την παρασκευή του κρασιού και του λαδιού.

Στην όλη διαδικασία θα χρησιμοποιούνταν επίσης η ρητίνη του λαδάνου, του στύρακος, της μαστίχας, του κέδρου και του πεύκου. Τα υλικά θα πρέπει να ανακατεύονταν στις κατάλληλες ποσότητες, στη σωστή σειρά και θερμοκρασία, ενώ στο μείγμα θα προστίθετο και μία ορυκτή χρωστική ουσία. Τις αλοιφές θα πρέπει να τις έβραζαν.

Οι Μινωίτες γνωρίζουμε πως εισήγαγαν κανέλα, βάλσαμο, μύρο, χέννα, νάρδο, βάλανα από την Αίγυπτο, τη Συρία, την Κύπρο και το Λίβανο, ενώ εξήγαγαν πρώτες ύλες, όπως ξύλα κυπαρισσιού, αλλά και έτοιμα προϊόντα όπως λάδι ελιάς, αμυγδάλου και λαδάνου. Πολλά μινωικά βάλσαμα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Αίγυπτο και αναφέρονται σε πολλά κείμενα της 18ης και 19ης Δυναστείας.

Στις πινακίδες της Γραμμικής Β αναφέρονται επίσης διάφορα καρυκεύματα, κάποια από τα οποία αναφέρεται ότι ζυγίζονταν και άλλα ότι μετριόταν σε όγκο. Προφανώς οι ουσίες που αποτελούνταν από μικρούς σπόρους ή μόρια με συμπαγή και ομογενή φυσιογνωμία καταγράφονται με βάση τις μετρήσεις όγκου, ενώ αυτές που αποτελούνταν από μόρια διαφορετικών διαστάσεων και δεν παρουσίαζαν συμπαγή όψη, καταγράφονται με βάση τις μονάδες βάρους.

Η αρωματοποιία αποτελούσε έναν κλάδο ξεχωριστό, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εφευρετικότητα, αλλά και την απαραίτητη μυστικότητα. Επρόκειτο για μια σπουδαία τέχνη για την οποία γράφτηκαν ποικίλα αρχαία συγγράμματα, με περιεχόμενο θεραπευτικό, καλλωπιστικό και επικουρικό. Οι αρχαίοι διέκριναν τα αρώματα σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά που βρίσκονταν σε υγρή κατάσταση, τα έλαια, και στα παχύρρευστα και στερεά, τις αλοιφές. Τα ρήματα που χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα ήταν το χρίω και το αλείφω, ενώ συναντάται επίσης το ξεραλοίφειν για επάλειψη σε στεγνό και όχι υγρό σώμα. Τα αρωματικά έλαια χαρακτηρίζονται ως ευώδη.

Οι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Αθήναιος, ο Ιπποκράτης, ο Ξενοφών, ο Ηρόδοτος, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος και άλλοι, αναφέρουν λεπτομέρειες σε σχέση με τα αρχαία αρώματα από λουλούδια, τα οποία έπαιρναν το όνομά τους είτε από το αρωματικό φυτό από το οποίο παράγονταν είτε από το όνομα του παρασκευαστή τους. Το μεγαλείον για παράδειγμα, διάσημο άρωμα της Εφέσου, πήρε το όνομά του από τον Μέγαλλο από τη Σικελία. Τα πιο γνωστά αρχαία ελληνικά αρώματα ήταν το ίρινον, ελαιόλαδο με εκχυλίσματα από ρίζες ίριδας, το νάρδον, το βάλσαμο, η στακτή το αυθεντικό βάλσαμο μύρου, το μελίνιο από κυδωνέλαιο, το ρόδιο μία διάσημη αλοιφή από τη Ρόδο από εκχύλισμα τριαντάφυλλου μαζί με άλλα αιθέρια έλαια, το τύλιον έλαιον και άλλα.

Πολλές πόλεις μάλιστα ήταν ταυτισμένες με την παραγωγή συγκεκριμένων αρωμάτων και αλοιφών, όπως η Κύζικος περίφημη για το άρωμα της ίριδας, η Κως για το άρωμα μαντζουράνας και μήλων, η Φάσηλης για το ρόδο της κ.τ.λ.

Παραγωγή αρωμάτων

Βασική πηγή πληροφοριών σε σχέση με τα αρχαία αρώματα αποτελεί το βιβλίο του Θεόφραστου, Περί Οσμών. Τα βασικά σημεία των όσων σχετικά αναφέρει ο Θεόφραστος, είναι ότι τα αρώματα γενικά οφείλονται στην ανάμειξη. Η μέθοδος για την παραγωγή αρωμάτων σχετιζόταν είτε με την ανάμειξη στερεού με στερεό, μέθοδος με την οποία παράγονταν διάφορες αρωματικές σκόνες, είτε μέσω της ανάμειξης στερεού με υγρό, μέθοδος η οποία ακολουθούνταν από τους αρωματοποιούς και έχει να κάνει με την παραγωγή όλων των αρωμάτων και αλοιφών. Φυσικά θα έπρεπε κανείς να ξέρει πώς να παράγει ένα καλό μείγμα.

Το λάδι

Ο Θεόφραστος δίνει μεγάλη σημασία στον παράγοντα του λαδιού. Το λάδι γενικά είναι δύσκολο να πάρει ένα άρωμα, εξαιτίας της λιπαρής του φύσης, με το σισαμέλαιο και το ελαιόλαδο να είναι τα δυσκολότερα ως προς την απόκτηση αρώματος. Το πιο σύνηθες γι’ αυτή τη δουλειά ήταν το λάδι βαλάνου από την Αίγυπτο ή τη Συρία, καθώς ήταν και το λιγότερο παχύρρευστο. Το ελαιόλαδο που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων, ήταν το ομφάκινο, από χοντρές ελιές σε ακατέργαστη κατάσταση. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, για τις αλοιφές ως καλύτερο λάδι χρησιμοποιούνταν το λάδι από πικραμύγδαλο. Γενικά το λάδι το οποίο ήταν το πιο δεκτικό, κρατούσε περισσότερο και ενοποιούνταν καλύτερα με τα υπόλοιπα συστατικά, παράγοντας μία ενιαία ουσία. Με βάση τον Πλίνιο φυτικά έλαια, εκτός από το ομφάκινον, ήταν το λάδι που παράγονταν από τα σταφύλια που μαζεύονταν στα μέσα του καλοκαιριού, το αμυγδαλέλαιο και το λάδι βαλάνου. Αναφέρει επίσης πώς έλαια παράγονταν από τον ασπάλαθο, από τον κάλαμο, το βάλσαμο, την ίριδα, το κάρδαμο, τη μαντζουράνα, τη ρίζα της κανέλας κ.τ.λ.

Τα μπαχαρικά

Για την παρασκευή όλων των αρωμάτων χρησιμοποιούνταν ποικίλα μπαχαρικά, ορισμένα για να λεπτύνουν το λάδι, ώστε να δεχτεί καλύτερα το άρωμα, ορισμένα για να μεταδίδουν τα ίδια το άρωμά τους. Συνήθως, τα λιγότερο έντονα μπαχαρικά χρησιμοποιούνταν για τη λέπτυνση του λαδιού και έπειτα σε επόμενο στάδιο τοποθετούνταν τελευταίο το μπαχαρικό του οποίου η μυρωδιά έπρεπε να διασφαλιστεί, καθώς αυτό που έμπαινε τελευταίο, κυριαρχούσε πάντα. Ο Θεόφραστος αναφέρεται στα καρυκεύματα που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή αρωμάτων. Τα καρυκεύματα αυτά ήταν όλα στεγνά, ζεστά, στυπτικά και δηκτικά. Κάποια ήταν επίσης πικρά, όπως η ίρις, η σμύρνα και το λιβάνι.

Η φωτιά

Τα περισσότερα αρώματα αποκτούν τις στυπτικές ιδιότητές τους εκτιθέμενα στη φωτιά, ενώ κάποια άλλα ακόμη και χωρίς να εκτεθούν σ’ αυτή. Πάντως σε κάθε περίπτωση η όλη διαδικασία σε σχέση με τη φωτιά πραγματοποιούνταν μέσα σε αγγεία με τη χρήση νερού, χωρίς άμεση επαφή του αρώματος με τη φωτιά, γιατί έτσι θα υπήρχε τεράστια σπατάλη αρώματος, ενώ παράλληλα το προϊόν θα κινδύνευε να πάρει και τη μυρωδιά του καμένου. Σε γενικές γραμμές υπήρχε πολύ λιγότερη απώλεια, όταν το άρωμα έπαιρνε τη σωστή οσμή μέσω της έκθεσής του στη φωτιά, παρά σε ψυχρή κατάσταση. Τα αρώματα αυτά που εκτίθεντο στη φωτιά, αρχικά τα βουτούσαν είτε σε αρωματισμένο κρασί είτε σε νερό. Στην περίπτωση του αρώματος της ίριδας η χρήση της ρίζας γινόταν σε στεγνή κατάσταση, χωρίς τη χρήση της φωτιάς, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η αρετή του αρώματος αναδεικνύονταν έτσι πολύ περισσότερο. Συχνά όταν τα αρώματα στύβονταν πρώτα, απορροφούσαν λιγότερο, οι αρετές τους χάνονταν σε μεγάλο βαθμό και γίνονταν στυπτικά.

Τα άνθη

Πολλά πράγματα σε σχέση με τα αρώματα έχουν να κάνουν με την εποχή κατά την οποία μαζεύονταν τα άνθη, αλλά και με το χρόνο και την ωρίμανσή τους. Όλα τα αρώματα τα οποία ήταν από λουλούδια είχαν λίγο σθένος, με το καλύτερό τους άρωμα να είναι αυτό μετά από δύο μήνες και έπειτα να αποσυντίθενται αρκετά γρήγορα. Τα αρχαία αρώματα γενικά καταστρέφονταν από την παραμονή τους σε ιδιαίτερα ζεστό μέρος, καθώς και με την έκθεσή τους στον ήλιο. Έτσι συνήθως για λόγους διατήρησης τοποθετούνταν σε δωμάτια που δεν τα έβλεπε ο ήλιος, σκιερά, μέσα σε δοχεία από μόλυβδο ή σε φιάλες από αλάβαστρο, υλικά κρύα, με πυκνή δομή, που διέθεταν τις επιθυμητές ιδιότητες.

Συνταγές – Χρώματα

Ο Θεόφραστος, ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης παραδίδουν διάφορες συνταγές για αρώματα. Επίσης ο Θεόφραστος παραδίδει και κάποια πράγματα σχετικά με το χρωματισμό των αρωμάτων, αλλά και των αλοιφών. Κάποια αρώματα, λέει, παράγονταν άχρωμα και κάποια με χρώμα. Για παράδειγμα η βαφή που χρησιμοποιούνταν για το χρωματισμό των κόκκινων αρωμάτων, ήταν η αλκαννίνη από το φυτό βούγλωσσο, ενώ το γλυκό άρωμα της μαντζουράνας βάφονταν με μια βαφή που ονομαζόταν χρώμα, από μία ρίζα εισαγόμενη από τη Συρία.

Ο Θεόφραστος αναφέρει πως όσο πιο πολλοί οι συνδυασμοί των πρώτων υλών, τόσο πιο ενδιαφέρον και ξεχωριστό το άρωμα που παράγονταν. Στα αναμεμειγμένα μάλιστα αρώματα στόχος δεν ήταν να παραχθεί ένα άρωμα με κυρίαρχη τη μυρωδιά ενός από τα υπάρχοντα συστατικά, αλλά ένα άρωμα που να προέρχεται απ’ όλα τα υλικά μαζί. Για το λόγο αυτό κατά τη διάρκεια της παραγωγής του αρώματος, ανοίγονταν το αγγείο και αφαιρούνταν το στοιχείο αυτό του οποίου η μυρωδιά κυριαρχούσε, ενώ προστίθεντο παράλληλα μικρές δόσεις από τα υλικά τα οποία ήταν λιγότερο κυρίαρχα. Στην όλη διαδικασία σύνθετων αρωμάτων τα καρυκεύματα που χρησιμοποιούνταν, υγραίνονταν με αρωματικό κρασί. Έτσι παράγονταν αρώματα τα οποία διαρκούσαν για περισσότερο καιρό. Γενικά ανάμεσα σε όλα τα αρώματα τα οποία χρησιμοποιούνταν, αυτό που προστίθετο στο τέλος ήταν και το πιο κυρίαρχο.

Αλοιφές

Με βάση τον Πλίνιο η συνταγή για την παραγωγή αλοιφών περιλαμβάνει δύο στοιχεία, τους χυμούς και το στερεό μέρος. Τους χυμούς αποτελούσαν ένα σύνολο από έλαια και τα στερεά ένα σύνολο από αρωματικές ουσίες. Το τρίτο στοιχείο που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή αλοιφών ήταν το χρώμα. Τα έλαια ραντίζονταν με αλάτι για τη διατήρησή τους.

Τα αρώματα και οι αλοιφές της αρχαιότητας γινόταν πιο παχύρρευστα, μέσω της θέρμανσης του λαδιού και των καρυκευμάτων μέσα σε μία δεξαμενή νερού, με την προσθήκη ρετσινιού και γόμμας. Στην τελική σύνθεση αρωμάτων και αλοιφών σημαντικό ρόλο έπαιζαν επίσης τα αρωματικά κρασιά, το νερό και το μέλι. Η λανολίνη χρησιμοποιούνταν μόνο από την εποχή του Πλίνιου και μετά αναμεμειγμένη με μέλι, ως αλοιφή για την απομάκρυνση των λεκέδων από το πρόσωπο.

Μυροδοχεία

Τα αρωματικά λάδια, τα καλλυντικά και τις αλοιφές οι αρχαίοι τα τοποθετούσαν μέσα σε μυροδόχα αγγεία, των οποίων το σχήμα, το μέγεθος και η διακόσμηση εξελίσσονταν μέσα στα χρόνια. Στη μινωική και τη μυκηναϊκή περίοδο χαρακτηριστικό μυροδοχείο ήταν ο ψευδόστομος αμφορέας, ενώ υπήρχαν επίσης ληκύθια, φλασκιά, αλάβαστρα, αλαβαστροειδή και σταμνίσκοι. Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή χρησιμοποιούνταν το αλάβαστρο, ο αρύβαλλος, η λύκηθος, ο ασκός και τα εξάλειπτρα, καθώς και ένα σύνολο πλαστικών αγγείων με τη μορφή ανθρώπινων κεφαλών ή ζώων. Για την κατασκευή των αγγείων αυτών χρησιμοποιούνταν υλικά όπως ο πηλός, το αλάβαστρο, ο λίθος, το γυαλί και ακόμη πιο σπάνια ο χρυσός και ο άργυρος. Το αλάβαστρο, η φαγεντιανή, η υαλόμαζα και το μάρμαρο ως «ψυχρά» υλικά, ευνοούσαν τη διατήρηση των ευπαθών αρωμάτων.

Η αποθήκευση των αλοιφών και των αρωμάτων ήταν γενικά μία σημαντική υπόθεση που ήθελε πολύ προσοχή. Σύμφωνα με τον Πλίνιο μέσα στα αλαβάστρινα σκεύη όπου φυλάσσονταν, τα αρώματα αναμειγνύονταν με το λάδι για τη διατήρησή τους. Ιδιαίτερα επιβλαβής για όλα αυτά τα προϊόντα ήταν ο ήλιος. Οι αλοιφές βελτιώνονταν με το πέρασμα του χρόνου και φυλάσσονταν μέσα σε μολύβδινα δοχεία σε σκιερό μέρος. Όταν δοκιμάζονταν, τοποθετούνταν στην πίσω πλευρά του χεριού για να μην επηρεαστούν από τη θερμοκρασία του δέρματος.

Εμπόριο Αρωμάτων

Τα αρώματα και τα καλλυντικά κατασκευάζονταν από τους μυρεψούς ή μυροποιούς και πωλούνταν από τους μυροπώλες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποκλειόταν και η ταυτόχρονη άσκηση των επαγγελμάτων αυτών από το ίδιο άτομο. Στην Αγορά της Αθήνας υπήρχε μάλιστα ειδικός χώρος για την πώληση των εγχώριων αλλά και ξένων αρωμάτων, ενώ στην αττική ύπαιθρο καλλιεργούνταν διάφορα αρωματικά και καλλωπιστικά φυτά όπως δάφνες, κισσοί, τριανταφυλλιές, ίριδες, βιολέτες κτλ. που πωλούνταν έπειτα στην Αγορά. Στην αρχαιότητα υπήρχαν επίσης οι φαρμακίδες οι οποίες έφτιαχναν αρώματα και φίλτρα, φάρμακα και έμπλαστρα, τα οποία πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα.

Σκηνές αγοραπωλησίας απλού ή αρωματικού λαδιού συναντούμε σε διάφορα αρχαία αγγεία. Από τις παραστάσεις αυτές βλέπουμε ότι τα υγρά ήταν αποθηκευμένα σε αμφορείς και πελίκες απ’ όπου ο πωλητής τα μετάγγιζε με τη βοήθεια ενός ηθμού, χωνιού δηλαδή, σε μικρότερα μυροδοχεία, αλάβαστρα ή ληκύθους. Σε μία μελανόμορφη πελίκη μάλιστα του Ζωγράφου του Αχελώου σώζεται επιγραφή η οποία μας μεταφέρει τα λόγια του μυροπώλη: «Ω Δία πατέρα, μακάρι να γίνω πλούσιος!», ευχή που σχετίζεται με το πραγματικά προσοδοφόρο επάγγελμά του, ενώ στην άλλη όψη του αγγείου ο νεαρός πωλητής, μιλώντας στον πελάτη αναφέρει «είναι και με το παραπάνω εντάξει!». Η αγγειογραφία μας παρουσιάζει επίσης το εσωτερικό των εργαστηρίων και των πρατηρίων αρωμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη μελανόμορφη λήκυθο του Ζωγράφου της Γέλας, όπου μία σειρά από ληκύθους κρέμονται στον τοίχο και στο έδαφος παρατάσσονται τα αποθηκευτικά αγγεία. Στις παραστάσεις οι μυρεψοί καθισμένοι στα σκαμνιά περιμένουν πελάτες, δουλεύοντας

Αρώματα – Έλαια

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τα αρώματα για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος, για τον αρωματισμό των κατοικήσιμων χώρων, των ρούχων και των επίπλων. Παράλληλα, αρωμάτιζαν το κρασί, το λάδι, τους λύχνους και σε ορισμένες περιπτώσεις και το νερό. Η χρήση αρωματικών ελαίων και αλοιφών μετά το μπάνιο ήταν κάτι γνωστό ήδη από την εποχή του Ομήρου. Γενικώς το άλειμμα ήταν συμπλήρωμα της ιεροτελεστίας του πλυσίματος, είτε για λόγους προσωπικής υγιεινής και χαλάρωσης, είτε για λόγους τελετουργικούς, όπως το πλύσιμο των νεκρών.

Αρώματα χρησιμοποιούνταν επίσης κατά τη διάρκεια του συμποσίου. Ο Σωκράτης απέρριπτε τη χρήση αρωματικών ελαίων και προτιμούσε το απλό ελαιόλαδο που κατά τη γνώμη του άρμοζε στους άντρες, με το οποίο αλείφονταν και οι νέοι στις παλαίστρες. Το ελαιόλαδο αποτελούσε ένα βασικό μέσον καθαρισμού, κάτι σαν το σύγχρονο σαπούνι. Παραστάσεις απεικονίζουν αθλητές να χύνουν λάδι στο χέρι τους από αρύβαλλο που κρέμονταν στον καρπό τους, για να αλείψουν το σώμα τους και να το καθαρίσουν στη συνέχεια με τη στλεγγίδα. Στην Ιλιάδα (Κ 577) ο Οδυσσέας και ο Διομήδης πλένονται πρώτα με ζεστό νερό και έπειτα αλείφονται με λάδι, ενώ στην Οδύσσεια (Δ 49) την ίδια διαδικασία ακολουθεί και ο Τηλέμαχος. Στην Οδύσσεια αναφέρονται επίσης ρούχα που γυαλίζουν, ενώ ο Πλούταρχος (Βίος Αλέξανδρου 35) λέει για το ελαιόλαδο ότι δίνει λάμψη στα λευκά υφάσματα.

Πέρα από το σώμα, με αρώματα και αρωματικά έλαια οι αρχαίοι αρωμάτιζαν επίσης τα ενδύματα και τα μαλλιά τους, γεγονός που απεικονίζεται στην αγγειογραφία. Τα αρώματα και τα καλλυντικά αποτελούσαν ένα δημοφιλές ερωτικό δώρο, ενώ η χρήση τους ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στις θρησκευτικές τελετές, αλλά και στη λατρεία των νεκρών. Οι αρωματικές ουσίες έκαιγαν μέσα στα θυμιατήρια, ενώ με αρωματικά λάδια ράντιζαν τους τάφους στους οποίους άφηναν και διάφορα αγγεία με έλαια και αρώματα. Η σημασία των αρωμάτων και των μυροδοχείων στον κόσμο των γυναικών φανερώνεται μέσα από ένα πλήθος παραστάσεων που απεικονίζουν σκηνές γυναικωνίτη, λουτρού, γάμου ή καλλωπισμού. Στο αγγείο για παράδειγμα από το Μόναχο απεικονίζεται λουόμενη η οποία πίσω από ένα μεγάλο λουτήριο έχει αντλήσει άρωμα από το αλάβαστρο που είναι κρεμασμένο απ’ τον καρπό της και αρωματίζει τα φρεσκοπλυμένα μαλλιά της. Αρωματικές σκόνες χρησιμοποιούνταν για την κλινοστρωμνή, ώστε να έρχονται έτσι και σε επαφή και με το δέρμα. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιούνταν και από τους άντρες αντί να αρωματίζουν απευθείας το σώμα τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αντί να ρίχνουν απευθείας τη σκόνη επάνω στην κλινοστρωμνή, τη διαπότιζαν πρώτα με αρωματικό κρασί, ώστε να αποκτήσει τη μυρωδιά του. Μερικές σκόνες πάλι τις αρωμάτιζαν ανακατεύοντάς τες με υδρόμελι και κρασί ή απλώς με υδρόμελι. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι στους προθαλάμους των διαμερισμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκαιγαν πάντα μύρα και αρωματικές ουσίες.

Μαλλιά

Τα μαλλιά χρωματίζονταν μαύρα με διάφορα εκχυλίσματα λαχανικών ή με λειχήνες σε αποσύνθεση. Από τις πηγές μαθαίνουμε για τους μπλε καρπούς της μυρτιάς ή την τριμμένη κουφοξυλιά ή τους καρπούς βάτου ή τα βρασμένα φύλλα φασκομηλιάς για το μαύρο χρώμα. Τα ξανθιά μαλλιά ήταν επίσης δημοφιλή στην αρχαία Ελλάδα και έτσι ο Μένανδρος αναφέρεται στη σχετική διαδικασία που προϋπέθετε την έκθεση στον ήλιο για κάποιες ώρες ώστε να ξανθύνει το μαλλί, μετά από λούσιμο με μία συγκεκριμένη αλοιφή.

Ο Μένανδρος δεν μας παραδίδει την εν λόγω συνταγή, αλλά ίσως να ήταν η ίδια μ’ αυτή που διασώζεται από τον 1ο αι. π.Χ., η οποία παραπέμπει πιθανόν σε συνταγή της αρχαιότητας:

«Πάρε στεγνά cauls από την Ανατολή, τρίψ’ τα μέχρι να γίνουν σκόνη και ανακάτεψε με ίση ποσότητα κρόκου βρασμένου αβγού και αφού ολοκληρώσεις ανακάτεψε με άγριο μέλι. Άπλωσέ το στο κεφάλι το απόγευμα και τύλιξε το κεφάλι με ένα μαντήλι. Το επόμενο πρωί λούσε τα μαλλιά με ελαιόλαδο και σαπούνισε με καθαρό νερό. Όλα με προσοχή για να μην πάθεις έγκαυμα από τον ήλιο».

Για την τριχόπτωση χρησιμοποιούσαν αλόη αναμεμειγμένη με κρασί ή τιθύμαλλο δενδρίτη, ενώ χυμό καπνού χρησιμοποιούσαν για να εμποδίσουν το ξαναφύτρωμα των βγαλμένων φρυδιών και στάχτη τριανταφυλλόμηλου με μέλι για τη φαλάκρα. Γενικά για την περιττή τριχοφυΐα χρησιμοποιούνταν τα τσιμπιδάκια.

Η τριχόπτωση προλαμβάνονταν μέσω ενός μείγματος από λάδανο και σμύρνα, ενώ το γκριζάρισμα του μαλλιού με συχνό μασάζ με λίπος αρκούδας ή με αλοιφές που παράγονταν από σκουλήκια. Τα ψεύτικα μαλλιά εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, αλλά δεν ήταν συνήθη μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.

Δέρμα

Τα αιθέρια έλαια και οι διάφορες κρέμες προστάτευαν το σώμα από ρυτίδες, δερματοπάθειες, ξηρασία, με στόχο μία ελκυστική αλλά και περιποιημένη εμφάνιση. Οι αρχαίες Ελληνίδες έβαζαν στο πρόσωπό τους μάσκα κυρίως αποτελούμενη από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα. Τέτοιου είδους μάσκες χρησιμοποιούνταν για να αφαιρέσουν κάθε είδος κηλίδας από το πρόσωπο, όπως και χυμό από αγριοστάφυλλα για τις φακίδες και τους λεκέδες του δέρματος. Ο Διοσκουρίδης προτείνει μάσκα από Χιώτικη γη, κυρίως καολίνη, την οποία ανακάτευαν με ίση ποσότητα από κολοφώνιο και telinon από αλοιφές τριαντάφυλλου που είχε αποχρωματιστεί στον ήλιο. Το μείγμα αυτό απομάκρυνε τις φακίδες και τα σημάδια. Κάποιες φορές προστίθετο μέλι, το ασπράδι του αβγού, τα ψίχουλα του ψωμιού ή του ζυμαριού, traganth ρετσίνι και γάλα γαϊδούρας. Οι αρχαίες Ελληνίδες ήταν οι πρώτες που υιοθέτησαν άσπρο μόλυβδο για να λευκαίνουν το πρόσωπό τους. Και παρότι κατά καιρούς σ’ αυτό οφειλόταν διάφοροι θάνατοι από δηλητηριάσεις, ο μόλυβδος παρέμεινε δημοφιλής για πολλούς αιώνες. Μάλιστα άσπρος μόλυβδος έχει έρθει στο φως με τη μορφή στρόγγυλων δισκίων σε αθηναϊκούς τάφους του 3ου αι. π.Χ. Οι άσπρες κηλίδες των νυχιών καταπολεμούνταν με καταπλάσματα από φύλλα κηρίθνου ελάσσονα ανακατεμένα με ξύδι, ενώ για τον ιδρώτα χρησιμοποιούσαν χυμό από ρίζες χρυσάγκαθου βρασμένες με κρασί για μετά το μπάνιο.

Βάψιμο

Για τον καλλωπισμό των ματιών χρησιμοποιούσαν χυμό από καρπούς ευθαλείας, εκχύλισμα από φύλλα χέννας για το βάψιμο των χεριών, ενώ από την άγχουσα έφτιαχναν το κοκκινάδι για το βάψιμο του προσώπου. Μετά την απομάκρυνση της μάσκας από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα, έβαζαν άσπρη σκόνη από μόλυβδο, έπειτα ρουζ, σκιές για τα μάτια και τα φρύδια. Η περιποίηση των νυχιών στα χέρια και τα πόδια έπαιζε επίσης ένα σημαντικό ρόλο, καθώς μάλιστα δεν φοριόταν γυναικείες κάλτσες. Στην πυξίδα, το καλλυντικό αυτό αγγείο, έχουν βρεθεί ίχνη ρουζ, το οποίο στην πρώιμη ελληνική αρχαιότητα προέρχονταν από εκχυλίσματα διαφόρων φυτών, μεταξύ των οποίων τα φύκια, ένα είδος λειχήνας, αλλά και το εκχύλισμα από την πορφύρα. Αργότερα για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούνταν διάφορα ορυκτά, όπως η κιννάβαρις.

Οι βαφές των ματιών παράγονταν από γαληνίτη και subnite, αλλά ιδιαίτερη προτίμηση υπήρχε στη στάχτη, κυρίως αυτή που προέρχονταν από ψίχα καρυδιού, αμυγδάλου ή φύλλων τριαντάφυλλου. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι φρύδια που ενώνονται, αποτελούν ένδειξη μίας εκρηκτικής προσωπικότητας και έτσι κάτι τέτοιο διαμορφώνονταν μέσω του βαψίματος.

Στην Ελλάδα αυτές οι διαδικασίες ομορφιάς υλοποιούνταν βασικά από τους σκλάβους υπηρέτες του σπιτιού, αλλά με το πέρασμα των χρόνων, όσο η τρυφή και η πολυτέλεια αυξάνονταν, απαιτούνταν και ένα σύνολο σκλάβων ειδικών στις περιποιήσεις του είδους.

Χρήση των αρωμάτων, ελαίων και βοτάνων στη λατρεία

Σημαντικό ρόλο στην αρχαία λατρεία έπαιζε το λιβάνι ή λιβανωτός, το θυμίαμα δηλαδή, ένα είδος αρωματικού ρετσινιού, το οποίο αποτελούνταν από ρετσίνι, μαστίχη και άχρωμα αιθέρια έλαια με ελαφρύ άρωμα λεμονιού. Η παραγωγή του θεωρούνταν προερχόμενη από τη Συρία και την Αραβία, ενώ το ρετσίνι του παράγονταν καθώς χαράσσονταν τα κλαδιά και ο κορμός του φυτού. Το ρετσίνι που προέρχονταν από νεαρά δέντρα είχε λευκό χρώμα και λιγότερο έντονη μυρωδιά, ενώ εκείνο από τα μεγαλύτερα σε ηλικία δέντρα ήταν κιτρινωπό και με δυνατό άρωμα. Για το λιβάνισμα οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα θυμιατήρια τα οποία ήταν κατασκευασμένα από πηλό, χαλκό, πολύτιμα μέταλλα και πιο σπάνια από λίθο. Συνήθως έφεραν κάλυμμα σε σχήμα διάτρητου κώνου, ώστε να διαχέεται η ευωδιά του λιβανιού και στέκονταν επάνω σε ψηλό πόδι. Το σκεύος όπου φυλάσσονταν το θυμίαμα, ήταν η κυλιχνίδα ή λιβανωτρίδα, αγγείο με πλατύ στόμιο και διακοσμητικές ραβδώσεις στο σώμα. Οι πηγές αναφέρουν συχνά λιβανωτρίδες από χρυσό και μάρμαρο, ενώ υπήρχαν επίσης από πηλό και χαλκό. Το σχήμα τους ήταν κυκλικό ή τετράπλευρο, ενίοτε με ποδαράκια, ενώ έφεραν κωνικό κάλυμμα για να προστατεύονται οι κόκκοι του λιβανιού στο εσωτερικό.

Μυθολογία και Αρώματα

Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά σε σπάνια αρωματικά έλαια σε σχέση με την εμφάνιση των θεών, των θεαινών και των νυμφών, ενώ γενικά πολλές είναι και οι αναφορές που κάνει σε σχέση με την προσωπική περιποίηση, κάτι στο οποίο οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη σημασία. Γενικά οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πώς τα αρώματα είχαν θεϊκή προέλευση και ότι ήταν σύμβολα των θεών. Σύμφωνα μάλιστα με τη μυθολογία, τα αρώματα τα παρασκεύαζαν συνήθως γυναίκες που τις θεωρούσαν μάγισσες, όπως η Μήδεια, η Κίρκη και η Ωραία Ελένη. Στη μυθολογία αναφέρεται ότι η νύμφη Οινώπη αποκάλυψε στον Πάρη τα μυστικά της ομορφιάς της Αφροδίτης και αυτός τα μετάφερε στην Ελένη η οποία όταν επέστρεψε από την Αίγυπτο στη Σπάρτη, τα δίδαξε στους συμπατριώτες της και έτσι ξεκίνησε η ελληνική αρωματοποιία.

Θεός των αρωμάτων στην κλασσική Ελλάδα θεωρούνταν ο Άδωνης, προς τιμήν του οποίου γίνονταν τα Αδώνια. Κατά τη διάρκεια των Αδωνίων οι γυναίκες φύτευαν σε αγγεία σπόρους μάραθου, σταριού, κριθαριού και μαρουλιού, ανέβαιναν σε μια σκάλα, τα εξέθεταν στον ήλιο και στη συνέχεια έκαιγαν σε θυμιατήρια αρωματικούς σπόρους και προσέφεραν στο θεό αρώματα και αλοιφές.

eleysis-ellinwn.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: