Δεν είναι μυστικό ούτε αποκάλυψη ότι στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο οι “λομπίστες” προσπαθούν με κάθε τρόπο να επηρεάσουν τους βουλευτές και τους “εισηγητές” των γνωμοδοτικών (αρχικά) εκθέσεων που έρχονται στην Ολομέλεια και διαμορφώνουν την κοινοτική νομοθεσία. Κυρίως τους εισηγητές, καθώς πίσω από μια τροπολογία πολλές φορές μπορεί να κρύβονται δισεκατομμύρια. Και οι ευρωπαϊκά μυημένοι γνωρίζουν ακόμη καλύτερα ότι το ισχυρότερο λόμπι είναι εκείνο των φαρμακοβιομηχανιών.
Μόνο το 2015 είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 100 “λομπίστες” από τον κλάδο του Φαρμάκου στις λίστες του Ευρωκοινοβουλίου. Η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς διέθεταν κάρτα εισόδου και δικαιώματα να παρακολουθούν δεκάδες Επιτροπές και άλλες υπηρεσίες παρέχοντας γραπτές προτάσεις και “συμβουλές” πριν τα πρώτα draft των Εκθέσεων . Και πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα των εταιρειών που εκπροσωπούν.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι μεταξύ των “διαπιστευμένων” από τις λεγόμενες “Ομάδες Πίεσης” η Novartis, η Roche η Pfizer διατηρούν τον μεγαλύτερο αριθμό από τους ανθρώπους με σταθερές σχέσεις με τα κοινοτικά όργανα. Δηλαδή ζουν και εργάζονται στο τρίγωνο Βρυξέλλες-Λουξεμβούργο-Στρασβούργο. Η εντολή που τους έχει δοθεί είναι να μην υπάρξει καμία απόφαση ακόμη και από παρατυπία, ενάντια στα ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα των εταιρειών τους.
Η “ταρτ φλαμπέ” και το Αλτσχάιμερ
Το γραφικό εστιατόριο κοντά στον καθεδρικό ναό του Στρασβούργου σε κάθε ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γεμίζει ασφυκτικά. Θεωρείται από τα πιο παραδοσιακά στην αλσατική κουζίνα με σπεσιαλιτέ στην φημισμένη “ταρτ φλαμπέ”.
Στο δεύτερο όροφο, εκείνο το βράδυ, μια από τις μικρές ιδιωτικές αίθουσες του εστιατορίου ήταν αυστηρά “ρεζερβέ” σε μια ομάδα 10 ατόμων. Μόνο ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα τους κάποια στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών να συντρώγουν με τους βοηθούς μιας Γαλλίδας ευρωβουλευτού, γνωστής για το πλούσιο κοινοβουλευτικό της έργο στο χώρο της υγείας. Η Φρανσουάζ Γκροστέτ -αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος από το 2000 υπήρξε εισηγήτρια για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Κανονισμού για τα “ορφανά” φάρμακα, εισηγήτρια για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας (τόσο για ανθρώπινη χρήση όσο και στην κτηνιατρική) αλλά ήταν εισηγήτρια και για τον Κανονισμό σχετικά με τα φάρμακα στην παιδιατρική, ή τη δημιουργία κοινής επιχείρησης για την πρωτοβουλία αναφορικά στα καινοτόμα φάρμακα. Η Φρανσουάζ Γκροστέτ μάλιστα εκπροσωπεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο λεγόμενο “Forum Pharma” όπου συμμετέχουν εκτός από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη- μέλη, οι φαρμακοβιομηχανίες αλλά και οι επαγγελματικές Ενώσεις της υγείας.
Συνεπώς τι πιο “νορμαλ” θα έλεγε κανείς αν οι βοηθοί ενός εισηγητή με τόσο πλούσιο παρελθόν στις εξελίξεις της νομοθεσίας για το φάρμακο μέσα στην ΕΕ, και όταν συνήθως αυτοί οι ίδιοι βοηθοί-υπάλληλοι προετοιμάζουν τη μεγάλη και ερευνητική εργασία των Εκθέσεων, από το να βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με εκπρόσωπους της βιομηχανίας φαρμάκων. Είναι κάτι που συνηθίζεται και κυρίως δεν καταγράφεται. Αυτή, όμως, ή κάποιες άλλες ενδεχομένως συναντήσεις των συνεργατών της Γαλλίδας ευρωβουλευτού έγιναν γνωστές σε μερίδα του γαλλικού Τύπου και αποτέλεσαν αφορμή για να γραφτεί ότι η Φρανσουάζ Γκροστέτ, η οποία «είναι και πρόεδρος της “Ευρωπαϊκής Συμμαχίας” ενάντια στην ασθένεια του Αλτσχάιμερ, περιβάλλεται από ομάδες πίεσης των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών που χρηματοδοτούν σε ποσοστό 30% τη συγκεκριμένη Ένωση». Η κριτική που δέχθηκε είναι ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μη συμβατή με την ιδιότητα της ενώ τέθηκε και θέμα ηθικής για τους τέως κοινοβουλευτικούς βοηθούς της.
Ας σημειωθεί ότι Η Ευρωπαϊκή Συμμαχία για την ασθένεια του Αλτσχάιμερ έχει δείξει σημαντικό έργο και σε αυτήν συμμετέχουν ευρωβουλευτές από πολλές χώρες και την Ελλάδα, μάλιστα από όλα τα κόμματα.
Σύλλογοι ασθενειών “δούρειος ίππος” των φαρμακοβιομηχανιών
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ωστόσο, η αντιπρόεδρος σήμερα του ΕΛΚ στα 10 χρόνια δράσης της πέτυχε να αυξηθεί η χρηματοδότηση της Έρευνας για το Αλτσχάιμερ με χρήματα που δόθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, αλλά και να προωθηθούν μια σειρά από προγράμματα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε στο παρελθόν στην καμπάνια του Νικολά Σαρκοζί κατά της ασθένειας, με προϋπολογισμό 165 εκατομμύρια ευρώ για τον μεγάλο αγώνα της, αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία της θεωρείται «η συνεισφορά της για την αναγνώριση της ασθένειας Αλτσχάιμερ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μια μεγάλη προτεραιότητα της δημόσιας υγείας», γεγονός που άνοιγε τις δυνατότητες πλέον χρηματοδότησης και της εξεύρεσης νέων πόρων για να διατεθούν στα εργαστήρια και τις φαρμακοβιομηχανίες που αναζητούν καινοτόμα φάρμακα. Υπολογίζεται ότι μόνο σε ένα χρόνο δόθηκαν 100 εκατομμύρια για την ενίσχυση 10 πρόζεκτ για το Αλτσχάιμερ και άλλα 50 απευθείας σε συγκεκριμένες φαρμακοβιομηχανίες μόνο από ένα ταμείο. Γι΄ αυτή την προσφορά της η EFPIA (European Federation of Pharmaceutical Industries & Associations) της έχει απονείμει το βραβείο του καλύτερου μέλους του Ευρωκοινοβουλίου στο χώρο της υγείας.
Σήμερα πολλές ευρωπαϊκές Ενώσεις ασθενών αποτελούν έναν “δούρειο ίππο” για τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Ακολουθούν την κλασική μέθοδο να παράγονται Εκθέσεις που κινδυνολογούν και διαμορφώνουν ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό δίκτυο που λειτουργεί το ίδιο ως λόμπι. Έχουν τους ίδιους στόχους με τα φαρμακευτικά εργαστήρια καθώς προβάλλουν την αρρώστια, δίνουν τον τόνο στην πρόγνωση και ζητούν μεγάλα ποσά για την Έρευνα στον ιδιωτικό τομέα και για διαγνωστικά πειράματα. Είναι και αυτός ένας νέος τρόπος δράσης των φαρμακευτικών λόμπι μεγάλων εταιρειών. Δηλαδή να κρύβονται πίσω από Συλλόγους ιδιαίτερων ασθενειών ώστε να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Τοποθετούν δικούς τους ανθρώπους
Για παράδειγμα στους κόλπους της Ένωσης “Αλτσχάιμερ Ευρώπη” οι φαρμακοβιομηχανίες τοποθέτησαν δικούς τους ανθρώπους. Η Ανέτ Ντιμά, η υπεύθυνη των δημοσίων σχέσεων είναι πρώην συνεργάτης τής MSD (Merch Sharpe & Dohme) αλλά παράλληλα και μέλος του think tank της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Φαρμακοβιομηχανιών. Ο Ζαν Ζόρζ, ο γενικός διευθυντής είναι και μέλος της συμβουλευτικής Επιτροπής Υγείας της Glaxo Smithkline.
Η ίδια η Φρνασουάζ Γκροστέτ παραδέχεται ότι η Συμμαχία κατά του Αλτσχάιμερ αποτελεί μια ομάδα πίεσης, είναι λόμπι, τονίζοντας ότι ο ρόλος της είναι “να ταρακουνήσει τους υπουργούς” και ότι το κάνει χωρίς οικονομικό όφελος, «Ναι είμαστε ομάδα πίεσης, αλλά τέτοια είναι και η Greenpeace», απαντά χαρακτηριστικά στις κατηγορίες ότι την διαχειρίζονται τα λόμπι υπέρ των συμφερόντων τους. Ωστόσο στο θέμα της χρηματοδότησης της Ένωσης από τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες απέφυγε να απαντήσει.
Το κόστος του λόμπι
Σε μία Έκθεση που δημοσίευσαν η Health Action International και η Corporate Europe Observatory (CEO), δύο ανεξάρτητοι οργανισμοί που μελετούν θέματα λόμπι και δημοκρατίας αλλά και την πρόσβαση στην υγεία, υποστηρίζεται ότι κάθε χρόνο το φαρμακευτικό λόμπι δαπανά 40 εκατομμύρια ευρώ μόνο στις Βρυξέλλες.
Αν και πολλές εταιρείες δουλεύουν με μαύρα χρήματα και οι περισσότερες δεν δίνουν στοιχεία, υπολογίζεται ότι το 2015 η Bayer δαπάνησε 2,5 εκατομμύρια, η GSK μεταξύ 800-900 χιλιάδες, η Sanofi 700 χιλιάδες, το ίδιο και η Lundbeck. H Novartis άγγιξε το ένα εκατομμύριο.
Αλλά επειδή μιλήσαμε για τη Γαλλίδα ευρωβουλευτή ας σημειώσουμε και τα εξής: Ο Ζερεμί Μισέλ, βοηθός της Φρανσουάζ Γκροστέτ το 2000-2006, πέρασε στον ιδιωτικό τομέα χωρίς δυσκολία. Έναν μήνα αφού έφυγε από το γραφείο της Ευρωβουλής προσελήφθη από την Sanofi ως διευθυντής των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, δηλαδή ως λομπίστας που πιέζει για την υιοθέτηση τροπολογιών σε έναν πλέον γνωστό του χώρο.
Αλλά η ιστορία πάει πιο μακριά. Σε μια έκθεση της CEO αναφέρεται ότι την εποχή που ο Ζερεμί Μισέλ εργαζόταν στο Ευρωκοινοβούλιο συνεργαζόταν με την Ζεραλντίν Φιλιμπέρτ επίσης συνεργάτριας της Φρανσουάζ Γκροστέτ. Αφού λοιπόν πέρασε στην Sanofi στέλνει ένα e-mail στην Φιλιμπέρτ που επεξεργάζεται μια εισήγηση για τις επιδράσεις των φαρμάκων, εξηγώντας της τις θέσεις της Sanofi σε μια τροπολογία του εισηγητή. Μέσα στην πολλή δουλειά -εξήγησε αργότερα η βοηθός- (προφανώς δεν είχε χωνέψει την “ταρτ φλαμπέ”) έστειλε από την πλευρά της ένα mail με άλλη τροπολογία στον Εισηγητή … πιστή αντιγραφή των θέσεων που πρότεινε ο Ζ. Μισέλ της Sanofi.
Αντιδρώντας σε αυτή την πρακτική η Φρανσουάζ Γκροστέτ βεβαιώνει ότι η φαρμακευτική βιομηχανία δεν έχει ανάγκη «την προσωπική πληροφόρηση την έχει έτσι και αλλιώς». Δήλωσε όμως ιδιαίτερα θυμωμένη καθώς -όπως είπε- η φαρμακευτική εταιρεία «του έδωσε μεγαλύτερο μισθό από εκείνο που του έδινα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη διότι πράγματι ήταν ένας συνεργάτης με πολύ μεγάλες ικανότητες»…
πηγη: ΑΠΕ-ΜΠΕ