Απόφαση-σταθμό που δικαιώνει δανειολήπτες που είχαν λάβει δάνεια σε ελβετικό φράγκο έλαβε το Τριμελές Εφετείο του Πειραιά υποχρεώνοντας την τράπεζα να δέχεται την εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων των πελατών της με την παλιά ισοτιμία. Η απόφαση, που είναι άμεσα εκτελεστή, είναι η πρώτη εφετειακή που δικαιώνει τους προσφεύγοντες δανειολήπτες, γεγονός που θεωρείται πολύ σημαντικό.
Το Εφετείο του Πειραιά, εξέδωσε κατά πλειοψηφία, δύο ημέρες πριν τον νέο χρόνο μία πολυσέλιδη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση της τράπεζας, κρίνοντας ουσιαστικά ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι επενδυτικά προϊόντα, για τους κινδύνους των οποίων ο καταναλωτής όφειλε να ενημερώνεται λεπτομερώς, πράγμα που δεν έγινε από τους υπαλλήλους της τράπεζας.
Ως αποτέλεσμα, όταν η ισοτιμία ευρώ- ελβετικού φράγκου κατέγραψε μεγάλη μείωση έναντι του ευρώ, οι δανειολήπτες αποπλήρωναν μεν τις δόσεις, το κεφάλαιο όμως παρέμενε “ανέπαφο”, ή και αυξανόταν.
Οι δικαστές του Εφετείου, μελετώντας τους όρους της δανειακής σύμβασης των δύο προσφευγόντων έκριναν στην απόφαση τους ότι ο επίμαχος όρος της ισοτιμίας αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας, αφού δεν «περιείχε το σ’ αυτόν καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν αποκλειστικά και μόνο οι εφεσίβλητοι και τούτο διότι, δεν αποκαλύπτει στους εφεσίβλητους τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του ως άνω μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής ξένου νομίσματος καθώς και τη σχέση του μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε οι εφεσίβλητοι να μπορούν να προβλέψουν βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που συνοδεύει τις ένδικες δανειακές συμβάσεις, που έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Επομένως ο όρος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της διαφάνειας».
Σύμφωνα μάλιστα με το σκεπτικό της απόφασης, οι επιστολές που εστάλησαν από την τράπεζα προς τους δανειολήπτες με αναφορές στον συναλλαγματικό κίνδυνο εστάλησαν μετά την υπογραφή των συμβάσεων, και συνεπώς οι οφειλέτες δεν είχαν την δυνατότητα να αντιληφθούν την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος.