Γιατί κατηγορούν τη Μαδρίτη;
Κοινή επιστολή προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλτ Τουσκ, αναφορικά με την κατασταλτική πολιτική της ισπανικής κυβέρνησης στην Καταλονία και την παραβίαση των άρθρων 2 και 6 της Συνθήκης της Λισαβόνας για την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απέστειλαν ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, μαζί με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, Κώστα Δουζίνα, και 186 ευρωβουλευτές, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους.
Στην επιστολή γίνεται αναφορά σε τέσσερις περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου από την ισπανική κυβέρνηση, κατά παράβαση τόσο του ισπανικού Συντάγματος, όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου: «Στην απαγόρευση από το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο του δικαιώματος ειρηνικών συγκεντρώσεων και της ελευθερίας του λόγου στην Καταλονία, στην εκτεταμένη χρήση αστυνομικής βίας, στην αδικαιολόγητη, δυσανάλογη και εκτεταμένη χρήση αστυνομικής βίας την ημέρα του δημοψηφίσματος, εναντίον πολιτών και ψηφοφόρων και στη σύλληψη και φυλάκιση των ακτιβιστών Jordi Cuixart και Jordi Sànchez με την κατηγορία της «στάσης και υποκίνησης εξέγερσης»».
Στην επιστολή υπογραμμίζεται επίσης πως «η ισπανική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να διαφυλάξει την εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της χώρας, προέβη σε παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αλλά και από το ίδιο το ισπανικό Σύνταγμα», με τους υπογράφοντες να καλούν την Κομισιόν να «αξιολογήσει την κατάσταση στην Ισπανία αναφορικά με τον σεβασμό του κράτους δικαίου, όπως οφείλει να κάνει για κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ».
Τέλος, οι υπογράφοντες σημειώνουν ότι «η ηγεσία της ΕΕ πρέπει να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες που θα αποκαθιστούν το κράτος δικαίου στην Ισπανία και να αναλάβει την ευθύνη για «πολιτική διαμεσολάβηση», που θα είναι προς όφελος όλων των πλευρών, αλλά και της ΕΕ συνολικά» προκειμένου, όπως αναφέρεται, «να μην χάσει η ΕΕ την εμπιστοσύνη των πολιτών της».