Ο νέος Αντιπεριφερειάρχης Νήσων Αττικής Π. Χατζηπέρος επισκέφθηκε την Μεγαλόνησο ως εκπρόσωπος του ΣΦΕΑ (Σύνδεσμος Φυλακ. Εξορισθέντων Αγ.), προσκεκλημένος των Κύπριων Αγωνιστών για την επέτειο των 40 ετών από την Τουρκική εισβολή-κατοχή.
Κατά την παραμονή του στην μαρτυρική Μεγαλόνησο συναντήθηκε με τον αιώνιο έφηβο Βάσο Λυσσαρίδη, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας κλπ.
Επισκέφθηκε τα φυλακισμένα μνήματα και τον τόπο εκτέλεσης των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τον τάφο του Μακάριου στο Θρονί, τον τύμβο της Μακεδονίτισσας και την πράσσινη ζώνη.
Πριν από 40 χρόνια, θυμάται ο Π. Χατζηπέρος, τότε εξόριστος Σημαιοφόρος μετά την ανταρσία του Α/Τ Βέλος, υπηρετούσε σαν Γ’ Μηχανικός στο Π/Φ Θηρεσία Βενιζέλος.
Τις ήμερες της εισβολής βρισκόταν στο λιμάνι της Μίνα Αλ Αχμάντι του Κουβέιτ.
Όπως κάθε βράδυ, μετά την βάρδια, ανέβηκε στον ασύρματο του πλοίου για ν’ ακούσει τα νέα από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ψάχνοντας τους σταθμούς στα βραχέα, έπεσε τυχαία στην ΥΕΝΕΔ, όπου άκουσε για την εισβολή των Τούρκων στο μαρτυρικό νησί και την επιστράτευση στην Ελλάδα.
Στις 21/7/73 το πρωί το πλοίο έφευγε για ΗΠΑ.
Χωρίς να το σκεφθεί καθόλου, πήγε στην γέφυρα κι είπε στον καπετάνιο ότι πρέπει να φύγει (ξεμπαρκάρει) αμέσως για να πάει να πολεμήσει για την Κύπρο.
Όπως ήταν φυσικό ο καπετάνιος αρνήθηκε γιατί υπήρχε πρόβλημα αντικαταστάτη.
Η κουβέντα με τον καπετάνιο οξύνθηκε έντονα και τότε μπήκε στην μέση ο Αιγύπτιος Πιλότος, που είχε επιβιβασθεί για να βγάλει το πλοίο από το λιμάνι, ρωτώντας τι συμβαίνει.
Τότε του εξήγησε ότι έχει γίνει Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και σαν Έλληνας Αξιωματικός είχε καθήκον κι υποχρέωση να πάει να πολεμήσει για την πατρίδα, αλλά ο καπετάνιος δεν του το επέτρεπε.
Αμέσως προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει.
Ακολούθησε σύσκεψη Αξιωματικών του πλοίου, κατά την διάρκεια της οποίας, μετά από απειλές του τότε Γ’ Μηχ. Π. Χατζηπέρου, αποφασίσθηκε να του δοθεί η έγκριση να ξεμπαρκάρει, αφού πρότεινε έναν καλά εκπαιδευμένο Λαδά γι’ αντικαταστάτη.
Όταν είχε λάβει την θετική απάντηση «ξεφούρνισε» ότι έχει κι άλλους δύο Υπαξιωματικούς, τον αείμνηστο Γ. Γούτσο και τον Δ. Μητακάκη, τους οποίους έπρεπε να πάρει μαζί του.
Υπήρξε νέα εμπλοκή αλλά και πάλι το συμβούλιο των Αξιωματκών υπεχώρησε.
Αμέσως πήγε και τους ξύπνησε, τους ανακοίνωσε τα συμβάντα και τους είπε να ετοιμασθούν γιατί σε τρείς ώρες το καράβι απέπλεε.
Έτσι κι έγινε.
Την ώρα που έφευγε το πλοίο, πήδηξαν στην πιλοτίνα μαζί με τον Αιγύπτιο πιλότο.
Ο ηλικιωμένος καραβομαραγκός του πλοίου, την ώρα που τους έδινε τις βαλίτσες τους, τους είπε με δάκρυα στα μάτια: «αχ ρε παιδιά να είχα κι εγώ τα νιάτα σας και να ρχόμουνα μαζί σας να πολεμίσω για την πατρίδα».
Έτσι βγήκαν στην ξηρά και μετά από αρκετές περιπέτειες, λόγω των διαβατηρίων πολιτικού πρόσφυγα χωρίς βίζα και πολύωρης ταλαιπωρίας κάτω από αφόρητες θερμοκρασίες 55 o C με αμμοθύελλα μέσα στην έρημο, έφτασαν στο Α/Ε του Κουβέιτ χωρίς καθόλου χρήματα, βιβλιάριο εμβολίων και με διαβατήρια πολιτικού πρόσφυγα, με την φιλοδοξία να επιστρέψουν στην πατρίδα για να πολεμήσουν στην Κύπρο.
Μετά από πολύωρη αναμονή γεμάτη αγωνία, εμφανίσθηκε ο Αιγύπτιος πιλότος, ο οποίος τους ανακοίνωσε ότι δεν μπορούν να πάνε στην Ελλάδα, λόγω του πολέμου κι έτσι τους έβγαλε εισιτήρια για Αγγλία και τους έδωσε και 20$ για χαρτζιλίκι.
Μετά από 14 ώρες ταξίδι,έφτασαν στο Λονδίνο και ώ του θαύματος, τους επέτρεψαν να μπούν στην χώρα, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Εκεί συνάντησαν τον αείμνηστο Καπετάνιο Νίκο Παππά και μερικούς από τους συντρόφους τους.
Ο Καπετάνιος τους ανακοίνωσε ότι το χουντικό καθεστώς δεν τους επέτρεπε να πάνε να πολεμήσουν γιατί είναι προδότες.
Έτσι επέστρεψαν μετά την επάνοδο Καραμανλή, αλλά και πάλι δεν τους επέτρεψαν να πάνε να πολεμήσουν στην Κύπρο.
Γι αυτό το προσκύνημα αυτό, μετά από 40 χρόνια, ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο για τον τότε Σημαιοφόρο και σημερινό Αντιπεριφερειάρχη.