Ο έρωτας του Γιάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας είναι μια ιδιαίτερη ιστορία αγάπης στα χρόνια του πόλεμου του ’40, που αποκαλύφθηκε, πρόσφατα, μέσα από τα δεκάδες γράμματα που βρήκε η κόρη του ζευγαριού, Ελένη Χαλκουτσάκη.
Για πρώτη φόρα, η Ελένη Χαλκουτσάκη αρχιτέκτονας, που ζει σε Αθήνα και Τήνο, μίλησε για την αγάπη των γονιών της στο 2ο Διεθνές φόρουμ Ρώσων συγγραφέων της Τήνου, όπου συμμετείχε με αφορμή βιβλίο που ετοιμάζεται να εκδώσει.
Ο ήρωας της ιστορίας ήταν σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο. Και η ηρωίδα, μία από τις πρώτες Ελληνίδες επαγγελματίες σολίστ βιολιού και βιόλας, με πλούσια προσφορά στον τόπο της και το εξωτερικό. Ο έρωτας τους βρήκε πριν από τον πόλεμο, κράτησε 9 χρόνια με αλληλογραφία, μέχρι το 1948, και ολοκληρώθηκε με έναν ευτυχισμένο γάμο, με παιδιά και μια ευτυχισμένη κοινή ζωή ως τα γεράματα. Ο Γιάννης και η Τιτίκα μπορεί να μην ζουν πια, αλλά υπάρχουν τα γράμματα και τα έργα τους, που τους καθιστούν …«αθάνατους».
«Το χρονικό της αλληλογραφίας των γονιών μου, που τους χώρισε ο πόλεμος του ’40, είναι μία εννιάχρονη περιπέτεια που, κατά περίεργο τρόπο, κράτησε τον πόλεμο μακρυά τους, οδηγώντας τους σ” έναν κόσμο δικό τους- όπου κατοικούσαν μόνο οι δυο τους, αφήνοντας απ” έξω τη δίνη του πολέμου (τόσο του Β΄ Παγκόσμιου όσο και του Εμφύλιου, αμέσως μετά). Αυτό το γεγονός το διαπίστωσα, όταν με συγκίνηση αρχειοθετούσα τα γράμματά τους, που είναι από το 1939 (με τη μητέρα μου δεκαεξάχρονη) ως το 1948» είπε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η κόρη τους Ελένη Χαλκουτσάκη.
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίσει το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκιά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου …»
Στα ερωτικά γράμματα του Ιωάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας Μότσιου δεν υπήρχε ίχνος πολέμου σαν αυτοί οι δυο να ζούσαν σε μια εποχή ειρήνης. Οι δύο τόσο διαφορετικοί αυτοί άνθρωποι παρέμειναν σ” όλη τους τη ζωή ερωτευμένοι. Υπέφεραν τα πάνδεινα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η μάνα μου αναγκάστηκε να καταφύγει για μερικά χρόνια σε ένα χωριό, κοντά στη γενέτειρά της, τη Λάρισα, η οποία βομβαρδιζόταν ανηλεώς. Από “κει του έγραφε τρυφερά γράμματα αγάπης και ποιήματα (μόνο για εκείνον). Είχαμε ανακαλύψει παλιότερα και μια αξιοπρόσεκτη συλλογή ποιημάτων της που ήθελε να εκδώσει, αλλά όταν τελείωσε ο Πόλεμος την κέρδισε οριστικά η κλασσική μουσική. Ο πατέρας μου συμμετείχε σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο, που ανέλαβε να διοχετεύει στο Στρατηγείο των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή, όντας υπολοχαγός Πυροβολικού, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Γερμανών.
Στη συνέχεια πήρε μέρος στον αγώνα του Ιερού Λόχου (Ελληνικών “Κομμάντος’) για την εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων, που παρέμειναν οχυρωμένοι και μαχόμενοι αρκετούς μήνες μετά την ήττα των Ναζί, και τους οποίους ο Ι.Λ. κατάφερε να εκδιώξει από τη Μήλο στις 9/5/45, με μικρή συμμαχική συνδρομή, ακριβώς την ίδια μέρα που γιορτάζουν και οι Σοβιετικοί τη νίκη τους. Σ” αυτόν παραδόθηκαν επίσημα οι Γερμανοί της Μήλου, όταν τη μέρα αυτή τους αποκαλύφθηκε η πραγματική του ιδιότητα!».
Σήμερα, η Ελένη Χαλκουτσάκη, με σκοπό να γίνει -μέσω του διαδικτύου- παγκόσμια γνωστός ο αγώνας για την εκδίωξη των Γερμανών από τη Μήλο, μεταφράζει στα αγγλικά το βιβλίο του πατέρα της, Γιάννη Χαλκουτσάκη «Η Μήλος στην Κατοχή». Ο νέος τίτλος του θα είναι «The venue of Milos».
Ως μέλος του ελληνικού στρατού, που αντιστάθηκε συνολικά για ένα διάστημα πολύ μεγαλύτερο απ” ό,τι οι άλλες δυτικές χώρες, μετά τη δραματική υποχώρηση ο Ιωάννης Χαλκουτσάκης κατέφυγε στη γενέτειρά του τη Μήλο, το γνωστό νησί της Αφροδίτης. Προσπαθούσε να βγάζει το άγχος της ήττας, φροντίζοντας τα δέντρα του περιβολιού του και κτίζοντας εκεί ένα μικρό σπιτάκι για να στεγάσει την αγάπη του…
Την πιο μαύρη εποχή, δηλ. στις 22 Νοεμβρίου 1942, σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και αθέλητης απραξίας συνέχιζε να γράφει ερωτικά γράμματα στην αγαπημένη του Τιτίκα :
«…εν τω μεταξύ βράδιαζε. Άναψα το τζάκι (τώρα τελευταία έκαμα και τζάκι στο σπιτάκι ΜΑΣ) ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα και σου αφιέρωσα δυοολόκληρες ώρες σκέψης και προσήλωσης. Κρατούσα τη φωτογραφία σου, σε κυτούσα και σου μιλούσα. Δεν είναι δυνατόν, κάτι θάνοιωσες χθες Σάββατο 6-9 το βράδυ. Κάποιο ψυχικό φαινόμενο θα σούφερε τον παλμό της αγάπης μου. Μέσα από το παίξιμο της φλόγας, όπως την κυτούσα, σχημάτισα την μορφή σου. Δυό μάτια, τα μάτια σου, πότε-πότε με κύταζαν γλυκά και παραπονεμένα. Το παράπονο του χωρισμού. Το ξέρω, Τιτίκα μου, το έχω χορτάσει πιό αυτό το πικρό παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε και η δεύτερη. Είναι όμως η τελευταία. Λίγος καιρός ακόμη μας μένει, λίγοι μήνες. Και έπειτα πιά θα ενωθούμε για πάντα. Προετοιμάζω ψυχικά τον εαυτό μου για την ανύψωσι. Νοιώθω την αγιότητα της στιγμής που δυό υπάρξεις πλασμένες για να ζήσουν μαζί θα ανεβούν στον Παράδεισο της αγάπης των. Θάναι μεγάλη, Τιτίκα μου, απέραντα μεγάλη η στιγμή εκείνη, η αγία που τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Όσα κι” άν διάβασα, και διαβάζω πολύ τώρα τελευταία, σε κανένα στίχο, σελίδα ή βιβλίο δεν βρήκα την περιγραφή που της αξίζει…».
Και στη συνέχεια στο ίδιο γράμμα:
«…Περιφέρω τον αηδηασμένο εαυτό μου χωρίς κανένα ενδιαφέρον εδώ και εκεί. Μόνο στα Βούρλα (σ.σ. στο περιβόλι) αναπνέω. Χωρίς να κάνω τίποτα απλώς να γυρίζω και να μιλώ με τα δέντρα και τα λουλούδια ξεσπώ. Μιλούμε μιά πολύ παράξενη γλώσσα. Ένας που αδιάκριτα θα με παρακολουθούσε δεν θάξερε τι κάνω. Πηγαίνω κοντά σ” ένα δένδρο, απλώνω το χέρι και το χαϊδεύω. Εκείνο νοιώθει, νοιώθω κάτω από τη σκληρή του φλούδα να κυλούνε οι χυμοί του τώρα που χειμωνιάζει αργά-αργά. Την άνοιξι νοιώθω και τη ζέστη ακόμη της ζωής που ξαναγύρισε. Τους μιλώ και μου μιλούνε και όμως τίποτα δεν ακούγεται. Είναι παράξενη πολύ αυτή η κουβέντα μας. Όταν πιάνω το κλαδευτήρι να τους κόψω κανένα ξερόκλαδο τα νοιώθω να μου λένε σαν τον άρωστο που παρακαλεί τον γιατρό να μην τον πονέσει…».
Μετά την αναγκαστική αδράνεια, ήρθε η ένταση της επικίνδυνης αποστολής που του ανέθεσαν μυστικές ελληνικές οργανώσεις. Ο Γιάννης Χαλκουτσάκης οργώνει ακούραστος το νησί με τα πόδια, εκτελώντας την κατασκοπευτική του αποστολή στη Μήλο και το γειτονικό νησί την Κίμωλο, όπου δεν υπήρχαν Γερμανοί. Δίπλα του είχε μερικούς νέους πατριώτες, που διακινδύνευσαν κι αυτοί τη ζωή τους. Διεκπεραίωνε μεταφορές άλλων κατασκόπων προς και από το νησί, των ασυρμάτων και εφοδίων τους, τους έβρισκε κρυψώνες, αλλά κυρίως έστελνε χάρτες, λίστες, περιγραφές κ.λπ. προς τον Πειραιά με καΐκια, αλλά και σαν μηνύματα ασυρμάτου προς τη Μέση Ανατολή. Όσο για τα γράμματά του στη Τιτίκα του, τα έστελνε μυστικά σε έναν θείο του τραπεζικό στον Πειραιά κι από “κει αυτός τα έστελνε στη Λάρισα.
«Μετά την απελευθέρωση, ήρθε το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου των γονιών μου, τον Οκτώβρη του 1945, μετά από πολλές αντιδράσεις των στρατιωτικών αρχών (που δεν τους έδιναν άδεια γάμου, λόγω της αντιστασιακής δράσης συγγενών της μητέρας μου, αλλά και της ίδιας)» αφηγείται η Ελένη Χαλκουτσάκη. Απέκτησαν ένα κοριτσάκι το 1946, (την Ελένη) αλλά ο Εμφύλιος χώρισε ξανά τον Γιάννη και τη Τιτίκα. «Τώρα πλέον οι αποστολές του πατέρα έχουν μία μυστικότητα άλλης αιτιολογίας, βασισμένη στην έχθρα που δημιούργησε ο Εμφύλιος» λέει.