Ο γιος ενός εμπόρου από το Τεπελένι, την πατρίδα του Αλή Πασά, γίνεται υπασπιστής του Μάρκου Μπότσαρη και ρίχνεται με τα μούτρα στα πρώτα πολεμικά ξεσπάσματα του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα.
Όταν χάνεται ο Μάρκος, ο νεαρός Ευαγγέλης συνεχίζει τον αγώνα στο πλευρό του Μακρυγιάννη, του Νοταρά, του Πανουργιά και πολεμά επίσης δίπλα στον Βέικο και τον Γκούρα. Ταξίαρχος μέχρι το 1824, τώρα μάχεται πλάι στον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο και καταφέρνει αυτό που φάνταζε μέχρι πρότινος ως καθαρή αποκοτιά.
Αυτός πολεμά ωστόσο αποκλειστικά για τη σκλαβωμένη πατρίδα και αποζημίωση δεν θέλει. Όταν το νεοσύστατο κράτος χορηγεί τιμητική σύνταξη στους ήρωες της Επανάστασης του 1821, εκείνος δεν παίρνει γρόσι, ούτε και κάνα χωράφι ως αποκούμπι. Μετακομίζει αντιθέτως στο Βουκουρέστι και εγκαθίσταται τελικά στη Βλαχία για να γίνει έμπορος σαν τον πατέρα του.
Τώρα διαχειρίζεται τα μοναστηριακά κτήματα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, γίνεται εξπέρ στις δημόσιες σχέσεις και πιάνει την καλή. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, έχει τόσα λεφτά που δεν σώνονται με τίποτα!
Τον τρώει όμως το σαράκι του νόστου και η αγωνία για την πατρίδα. Τον νοιάζει όμως και η νέα του πατρίδα, καθώς έχει ριζώσει στη βλάχικη κοινωνία και πονά τους ανθρώπους της. Έχει όμως ευτυχώς τόσα πολλά που δεν μπαίνει σε δίλημμα σε ποιον να τα δώσει. Φτάνουν και περισσεύουν για όλους.
Η διάθεσή του να ευεργετήσει και τις δύο πατρίδες του θα τον καταστήσει μεγάλο ευεργέτη και εκεί και εδώ. Αν και ο κύριος αποδέκτης της αγαθοεργίας του ήταν η Ελλάδα. Ο αγωνιστής του 1821 μετατρέπεται σε εθνικό ευεργέτη καθώς έχει ένα όραμα: την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στο λίκνο τους. Αυτή είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή εκδήλωση της προσφοράς του Ευαγγέλη Ζάππα στον τόπο του, κάτι που θα του αναγνωρίσει ευτυχώς νωρίς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και θα τον τιμήσει ως εθνικό ευεργέτη ήδη από το 1859 (συνάμα με τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα).
Το ξακουστό Ζάππειο Μέγαρο των Αθηνών φέρει τη σφραγίδα του Ζάππα, καθώς ήθελε να φτιάξει έναν χώρο για να στεγάσει εκεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας! Έθεσε έτσι τις βάσεις του μεγάρου, επισκεύασε και ένα καλό τμήμα του Παναθηναϊκού Σταδίου και έκανε όλες τις συνεννοήσεις με τους ιθύνοντες για την προώθηση του οράματός του. Η ανά τετραετία τέλεση των «Ολυμπίων» στην Αθήνα σε «αξιοπρεπές και ευρύχωρο κατάστημα», σύμφωνα με το σχέδιό του, ήταν γεγονός.
Το οποίο δεν θα προλάβαινε ωστόσο να αντικρίσει ολοκληρωμένο, καθώς το 1863 προσβάλλεται από ψυχική νόσο και πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα τρελός στο Μπροστένι. Το όνειρό του δεν θα πέθαινε ωστόσο, καθώς είχε εξουσιοδοτήσει με όρκο ιερό τον ξάδελφο Κωνσταντίνο να κινήσει γη και ουρανό για να φτιαχτεί το Ζάππειο και να αναβιώσουν τελικά οι Ολυμπιακοί της Αθήνας.
Αν και ο Κωνσταντίνος θα πέθαινε τελικά κι αυτός το 1892, τέσσερα χρόνια αργότερα οι Ολυμπιακοί της Αθήνας θα ήταν γεγονός και οι διεθνείς αγώνες ξιφασκίας θα πραγματοποιούνταν στο Ζάππειο Μέγαρο, το οποίο στέγαζε εντός του την κεφαλή του εθνικού μας ευεργέτη.
Ο οποίος έκανε πολλά ακόμα καλά τόσο σε Ελλάδα όσο και Ρουμανία…
Πρώτα χρόνια
Ο Ευαγγέλης (Ευάγγελος) Ζάππας γεννιέται στις 23 Αυγούστου 1800 στο Λάμποβο της Βόρειας Ηπείρου, στην επαρχία του Τεπελενίου, ως ο δεύτερος γιος ενός μεγαλέμπορου της περιοχής. Σε ηλικία 13 ετών, έχοντας μάθει τα στοιχειώδη γράμματα, θα βρεθεί στο στράτευμα του Αλή Πασά να υπηρετεί ως στρατιώτης σε φρούριο κοντά στα Ιωάννινα, αν και μετά τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά, θα μεταπηδήσει στη δούλεψη του Μάρκου Μπότσαρη.
Ο Ζάππας πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου σε όλες τις περιπέτειες των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά και τα σουλτανικά στρατεύματα και μετά την πτώση του Σουλίου ρίχτηκε με τα μούτρα στην Επανάσταση του 1821. Πολέμησε όπου πολέμησε και ο Μπότσαρης (στο Κομπότι της Άρτας, στη Μάχη του Πέτα, στην πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου), έγινε υπασπιστής του και ήταν παρών στη Μάχη του Κεφαλόβρυσου το καλοκαίρι του 1823, όπου και θα έτρωγε το βόλι στον κρόταφο ο Μάρκος.
Πλέον αγωνιζόταν στο πλευρό πολλών μεγάλων οπλαρχηγών και πολέμησε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εθνεγερσίας, φτάνοντας τελικά στον βαθμό του ταξίαρχου το 1824 και του διοικητή των Βλαχοχωριών των Σαλώνων. Η πολεμική ικανότητα του Ζάππα ήταν γνωστή στους Τούρκους, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν αιχμαλώτισαν τη μητέρα του, Σωτηρία Μέξη, στα Γιάννενα και άρπαξαν όλη την περιουσία της οικογένειας.
Ο Ευαγγέλης πολεμούσε σαν σκυλί δίπλα στον αδερφό του Μάρκου, Κωνσταντίνο Μπότσαρη, και κατά καιρούς θα βρεθεί δίπλα δίπλα με τον Νικόλαο Ζέρβα, τον Γκούρα, τον Βέικο, τον Πανουργιά και άλλους σημαντικούς αγωνιστές του 1821. Υπάρχουν μάλιστα πηγές που τον θέλουν μέλος των αποσπασμάτων του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου και του Κολοκοτρώνη, η ακρίβειά τους ελέγχεται ωστόσο.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι ο Ζάππας αφιερώθηκε στον αγώνα της λευτεριάς με αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, γεγονός που θα αποδείκνυε ακόμα μια φορά μετά το τέλος της Επανάστασης, όταν αρνήθηκε να λάβει πολεμική αποζημίωση ως ήρωας του Αγώνα. Ούτε χρήματα δέχτηκε ούτε κομμάτι από τα εθνικά κτήματα! Αυτός ήταν αγωνιστής και μερτικό από την πίτα δεν ήθελε…
Μετεπαναστατικές δραστηριότητες
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Ζάππας ήθελε να προκόψει οικονομικά, καθώς ο πόλεμος και η τουρκική εκδικητική μανία του είχαν στερήσει κάθε πόρο. Μετακομίζει λοιπόν στη Βλαχία περί το 1831 και επιδίδεται στο εμπόριο, νοικιάζοντας μοναστηριακά κτήματα ως αγροκτήματα σε καλλιεργητές.
Στο Βουκουρέστι ανθούσε άλλωστε το ελληνικό στοιχείο και εκείνος γινόταν πάντα αρεστός με τους καλούς του τρόπους και την ντομπροσύνη του. Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν τόσο οι τοπικοί άρχοντες όσο και οι ηγούμενοι των ελληνικών μοναστηριών, που του νοίκιαζαν τα κτήματά τους κι εκείνος τα υπενοικίαζε σε ντόπιους καλλιεργητές, δραστηριότητα που του απέφερε ικανοποιητικότατα κέρδη.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος που εκμεταλλεύτηκε εμπορικά τα τεράστια μοναστηριακά κτήματα, το έκανε όμως καλύτερα από τους άλλους. Η αγροτική περιοχή έξω από το Βουκουρέστι τού ανήκε πια εμπορικά και μέσα σε τρεις δεκαετίες ήταν πιο πλούσιος απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί.
Ο Ευαγγέλης ήταν πια ένας από τους σημαντικότερους γαιοκτήμονες της Βλαχίας, αν και δεν έμεινε αποκλειστικά στην εκμετάλλευση της γης. Κατά καιρούς ασχολήθηκε με πολλές και διάφορες δραστηριότητες, έχοντας στην κατοχή του από ξενοδοχεία, μύλους και οινοπνευματοποιεία μέχρι και ατμοπλοϊκή εταιρία (Εθνική Ατμοπλοΐα). Και τεράστια ακίνητη περιουσία φυσικά.
Και τώρα θέλει να δώσει μερικά πίσω στην κοινωνία…
Ο μεγάλος ηπειρώτης οραματιστής και ευεργέτης
Ο Ζάππας ξεκινά τις ευεργεσίες τόσο προς την Ελλάδα όσο και τη Βλαχία (Ρουμανία). Εκδίδει, πρώτα και καλύτερα, ένα πλήρες λεξικό και μια γραμματική της ρουμανικής γλώσσας και χρηματοδοτεί φιλανθρωπικές δράσεις στο Βουκουρέστι και αλλού στη χώρα, ιδρύοντας σχολεία με το τσουβάλι. Μετά βάζει σκοπό να αλλάξει τη μοίρα της ιδιαίτερης πατρίδας του, επισκευάζοντας το μοναστήρι του Λαμπόβου, ιδρύοντας σχολείο, βιβλιοθήκη, ακόμα και κατοικίες για τους δασκάλους του χωριού.
Και μετά στρέφεται στην Ελλάδα, ενισχύοντας με παχυλά ποσά το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και χρηματοδοτώντας την πρώτη ποτέ αναμόρφωση των κερκίδων του Παναθηναϊκού Σταδίου. Γιατί το Καλλιμάρμαρο, όπως προέβλεπε το μεγαλόπνοο όραμά του, θα γινόταν το στάδιο όπου θα τελούνταν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες!
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1850, όταν αλληλογραφεί με τον βασιλιά Όθωνα για να του εκμυστηρευτεί τον πόθο του. Δεν μένει φυσικά μόνο στα λόγια, καθώς είναι άνθρωπος των πράξεων. Το 1856 προσφέρει στον Όθωνα 400 μερίσματα της Εθνικής Ατμοπλοΐας του με την προϋπόθεση τα κέρδη να κατευθυνθούν στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι και καταπίστευμα για τα βραβεία των νικητών των Αγώνων αφήνει στο ελληνικό κράτος.
Το 1857, ο υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, πρότεινε μια μεικτή εκδήλωση με έκθεση γεωργικών προϊόντων και διεξαγωγή αγώνων, την οποία ο Ζάππας χρηματοδότησε πρόθυμα θεωρώντας τη προοίμιο των Ολυμπιακών. Και το 1859 κατάφερε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας! Ήταν μια διεθνής αθλητική διοργάνωση με έλληνες και οθωμανούς αθλητές που είναι μέχρι και σήμερα γνωστή ως «Ζάππειοι Αγώνες», αν και τότε τους έλεγαν «Ολύμπιους Αγώνες». Από κείνη τη χρονιά (1859) τόσο ο Ευαγγέλης όσο και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τιμούνται ως εθνικοί ευεργέτες του τόπου μας.
Αυτοί οι αγώνες επαναλήφθηκαν -με δική του πάλι δωρεά- το 1870 και το 1875 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο είχε όπως είπαμε αναστυλώσει μερικώς, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε ο Ευαγγέλης δεν θα ήταν στη ζωή. Παρά ταύτα, είχε θέσει τις βάσεις για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, καθώς τα πρώτα «Ολύμπια» του 1859 δεν ήταν μια απλή έκθεση αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, αλλά μια μείζονα αθλητική και πολιτιστική δράση που θα άφηνε γερή κληρονομιά στον τόπο μας.
Η δεύτερη μάλιστα διοργάνωση του 1870 έδωσε το σύνθημα για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και τα τρίτα «Ολύμπια» του 1875, μέσω της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων πια, ιδρύουν ένα ευρύ δίκτυο δημοτικών επιτροπών που προωθούν την ιδέα του ολυμπισμού τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και το εξωτερικό.
Ανάχωμα στο όραμα του μεγάλου ευεργέτη στάθηκαν τόσο οι ακατανόητες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του Ζαππείου Μεγάρου όσο και οι επαγγελματικές και πολιτικές έριδες του καιρού, που δημιούργησαν ένα κενό 13 ετών μεταξύ τρίτων και τέταρτων «Ολυμπίων». Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 1896 δεν ήταν έτσι παρά η οργανική μετεξέλιξη των «Ολυμπίων», έτσι ακριβώς όπως οραματίστηκε ο Ζάππας το διεθνές αθλητικό γεγονός…
Το Ζάππειο Μέγαρο
Όντας στη Ρουμανία, ο Ευαγγέλης Ζάππας προβληματίζεται για το πώς θα μπορούσαν να αναβιώσουν στις μέρες του οι αθλητικοί θεσμοί της αρχαίας Ελλάδας. Επιμένει μάλιστα οι αγώνες που θέλει να φτιάξει να ονομαστούν «Ολυμπιακοί»! Επιθυμία του Ζάππα ήταν να ενισχύσει την πατρίδα του λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του αυτό το «έκαστος δέον τη πατρίδι χρήσιμος γενέσθαι και ουδέποτε άχθος αυτής».
Ο Ζάππας επηρεάστηκε εδώ από τον Παναγιώτη Σούτσο, τον θεμελιωτή ουσιαστικά της σύγχρονης ελληνικής ολυμπιακής ιδέας, ο οποίος είχε ως πρότυπό του την Α’ Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου (1851). Ο Ζάππας, γνωρίζοντας τις αποτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος, προχώρησε στη σύνταξη υπομνήματος για την καθιέρωση ενός θεσμού, ο οποίος θα βοηθούσε την Ελλάδα να ακολουθήσει τους ρυθμούς της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Το υπόμνημα εστάλη πράγματι στις αρχές του 1856 και διατύπωνε την πρόταση για διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου 1857. Ο Ευαγγέλης αναλάμβανε μάλιστα εξολοκλήρου όλα τα έξοδα αυτών, καθώς και την ανέγερση ενός Ολυμπιακού Κτιρίου, όπου θα γινόταν η έκθεση των δειγμάτων της ελληνικής τέχνης και βιομηχανίας και θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει και ως μουσείο με αρχαιότητες για τους ξένους επισκέπτες. Έσπευσε επίσης να στείλει και 2.000 αυστριακά φλορίνια για τα έξοδα των πρώτων «Ολυμπίων».
Τα επόμενα δύο χρόνια διατηρεί τακτική επαφή με τον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης, τον υπουργό Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή, ο οποίος συνέτεινε και αυτός στην τελική διαμόρφωση του θεσμού. Ο Ζάππας ήταν οραματιστής, ήταν όμως και πραγματιστής ως πετυχημένος επιχειρηματίας. Όλα αυτά αποκαλύπτονται στη διαθήκη του, την οποία συντάσσει τον Νοέμβριο του 1860, έναν μόλις χρόνο μετά τα πρώτα «Ολύμπια», και φαίνεται πώς όχι μόνο έχει κατανοήσει πλήρως την αναγκαιότητα των εμποροβιομηχανικών εκθέσεων, αλλά διατυπώνει και εμπεριστατωμένη άποψη αναφορικά με την προστασία και την αναβάθμισή τους.
Άκληρος και σχετικά ιδιότροπος, έχει πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της πράξης του. Αλλά διορατικός και έμπειρος καθώς είναι, γνωρίζει εκ των προτέρων, περισσότερο ίσως από όλους όσοι ενεπλάκησαν με τη χορηγία του, την εμβέλεια του θεσμού που καθιέρωνε. Γι’ αυτό και φροντίζει στη διαθήκη του να τονίσει ότι όχι μόνο οι συγγενείς του, αλλά και «πας Έλλην, χωρίς εξαίρεσιν, έχει το δικαίωμα να επαγρυπνήση εις την εκτέλεσιν των διατάξεων της παρούσης διαθήκης μου και τους εναντίους αυτής να τους υποχρεώση διά του νόμου προς αποζημίωσιν και αποκατάστασιν των ειρημένων διατάξεων» (όλη του η διαθήκη εδώ).
Η βούληση του Ζάππα αποτυπώθηκε με σαφήνεια στην εντολή που άφηνε στον ξάδελφό του Κωνσταντίνο: «Να κτίση το κατάστημα των Ολυμπίων μετά του σταδίου αυτού αξιοπρεπές και ευρύχωρον, κατά το σχέδιον όπου έχω στείλει του κ. Ραγκαβή». Σύμφωνα επίσης με την ίδια διαθήκη, το λείψανο της κεφαλής του εθνικού μας ευεργέτη, «εγκλεισμένον εντός αργυράς θήκης εν σχήματι ναΐσκου», εντοιχίστηκε στον αριστερό τοίχo του κυκλικού σχήματος Περιστυλίου του Μεγάρου την ημέρα των εγκαινίων του (1888). Μια αναμνηστική πλάκα απομένει για να θυμίζει τον χώρο όπου βρίσκεται ως σήμερα η κεφαλή του Ζάππα.
Οι πρώτες σκέψεις σχετικά με την επιλογή του χώρου για την ανέγερση του μεγάρου των Ολυμπίων το τοποθετούσαν στην κορυφή του Παναθηναϊκού Σταδίου, από όπου «η Αυλή και οι Ελλανοδίκαι θα ηδύναντο από ευρέος εξώστου να επιβλέπωσι τους αγώνας και τας μυριάδας των περικαθημένων θεατών». Το 1869 όμως η Βουλή των Ελλήνων διέθεσε περίπου 80.000 τετραγωνικά μέτρα δημόσιας γης μεταξύ του Ναού του Ολυμπίου Διός και του τότε Ανακτορικού Κήπου, λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του Ζάππα να βρίσκεται το κτίριο όσο γίνεται κοντύτερα στο Καλλιμάρμαρο. Ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Θεοφιλάς επιστρατεύεται να αλλάξει το αρχικό σχέδιο που είχε ήδη εκπονήσει ο Μπουλανζέ.
Ύστερα από τις γνωστές καθυστερήσεις, στις 20 Ιανουαρίου 1874 κατατίθεται ο θεμέλιος λίθος του Μεγάρου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο Κωνσταντίνος Ζάππας αναθέτει στον Θεόφιλο Χάνσεν τη σύνταξη καινούριου σχεδίου, έχοντας τώρα απέναντι τους λυσσαλέους ανταγωνισμούς των γνωστότερων αρχιτεκτόνων της εποχής. Τόσο αυτοί όσο και οι σοβαρές υπόνοιες για οικονομικές ατασθαλίες οδηγούν σε νέες καθυστερήσεις και δύο φορές μάλιστα στη διακοπή των εργασιών! Τα εγκαίνια τελούνται τελικά με κάθε επισημότητα στις 20 Οκτωβρίου 1888.
Το Ζάππειο Μέγαρο ήταν το πρώτο κτίριο που ανεγέρθηκε παγκοσμίως για την εξυπηρέτηση ολυμπιακών αναγκών! Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τον νεοκλασικό ρυθμό, με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού, και σε συνδυασμό μάλιστα με την τριτοξωτή λίθινη γέφυρα του Ιλισσού -η οποία κατασκευάστηκε πάλι με γενναία χορηγία του Ευαγγέλη Ζάππα- και τους πέριξ κήπους, συνέθεταν την εικόνα της Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κι έτσι στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 φιλοξενούνται στην κυκλική αίθουσά του τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, ενώ στους δεύτερους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906 η έλλειψη υποδομών και εγκαταστάσεων οδήγησε στη χρήση του ως «Ολυμπιακού Χωριού»…
Το τέλος
Το 1863 ο Ευαγγέλης Ζάππας προσβάλλεται από αδιευκρίνιστη ψυχική νόσο. Ο έλληνας πρόξενος στο Βουκουρέστι την περιγράφει πάντως ως «φρενιτίαση» ή «κάποιου είδους μονομανία». Δύο χρόνια αργότερα, στις 18 (ή 19) Ιουνίου 1865, ο Ζάππας εγκαταλείπει τα εγκόσμια αφήνοντας διαχειριστή της περιουσίας του τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, δεσμεύοντάς τον για την ολοκλήρωση του ολυμπιακού του οράματος.
Ήταν όμως και κάτι ακόμα: ο Ευαγγέλης είχε ζητήσει όλη του η χρηματική περιουσία, κοντά στα 6 εκατομμύρια δραχμές, να περάσει μετά και τον θάνατο του ξαδέλφου του Κωνσταντίνου (πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 1892) στην «Επιτροπή των Ολυμπίων», αλλά τελικά μόνο ένα μικρό μέρος της έφτασε στην Ελλάδα. Το ρουμανικό Δημόσιο στάθηκε εμπόδιο στην ολοκλήρωση αυτής του της επιθυμίας, παρά τα όσα είχε κάνει ο Ζάππας για το εκπαιδευτικό σύστημα της δεύτερης πατρίδας του.
Αδριάντες του Ευαγγέλη και του Κωνσταντίνου στέκουν μπροστά από το Ζάππειο Μέγαρο…