Η δεκαετία του 1920 ήταν μια δύσκολη περίοδος για το δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ. Το 1921 μια ολόκληρη ομάδα ράγκμπι του Σικάγο κατηγορήθηκε πως είχε στήσει το πρωτάθλημα, η υπόθεση των Σάκο και Βανζέτι μονοπωλούσε για χρόνια τα δικαστήρια και μια μακρά σειρά ακόμα από προβεβλημένες δίκες χώριζαν το έθνος σε παρατάξεις.
Οι δικαστικές αίθουσες θα είχαν γίνει σαφώς πιο διασκεδαστικές όμως αν είχαν υιοθετήσει τη συμβουλή της Helene Adelaide Shelby από το Όκλαντ της Καλιφόρνια. Ποια ήταν η καινοτόμα ιδέα της; Τι θα γινόταν αν κάποιος άλλος, αντί για τους αστυνομικούς, βρισκόταν στην αίθουσα της ανάκρισης; Αν ο ανακριτής δεν ήταν άνθρωπος δηλαδή αλλά ένας τεράστιος σκελετός με φωσφορίζοντα κόκκινα μάτια και μια κάμερα κρυμμένη στο κρανίο του;
Αυτό έλεγε πράγματι η σχετική πατέντα που κατοχύρωσε η εφευρέτρια στις 16 Αυγούστου 1927, με υπότιτλο «συσκευή για την απόσπαση εγκληματικών ομολογιών και φωτογραφική καταγραφή τους». Ο στόχος της ήταν να μειωθεί ο αριθμός των ομολογιών που αποσύρονταν μετά από τον κατηγορούμενο.
«Είναι πολύ γνωστό στις εγκληματικές πρακτικές ότι οι ομολογίες που αποσπώνται αρχικά από τους υπόπτους μέσω των παραδοσιακών οδών αποσύρονται σχεδόν πάντα μετά», εξηγεί η εφευρέτρια. Η «νέα και χρήσιμη συσκευή» της θα το έλυνε αυτό, καθώς ήταν σχεδιασμένη να «παράγει μια κατάσταση του νου που προκαλεί, αν είναι ένοχος [ο εγκληματίας], την ομολογία του», καταγράφοντας ταυτοχρόνως το όλο πράγμα σε βίντεο.
Ο ανακριτής σκελετός δούλευε ως εξής: ο ύποπτος θα τοποθετούνταν σε ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο. Ο ανακριτής θα καθόταν σε μια διπλανή αίθουσα, χωρίς οπτική επαφή μεταξύ τους, και θα ρωτούσε αυτά που ήθελε μέσω μεγάφωνου. Ο άτυχος ύποπτος θα έβλεπε τότε μια κουρτίνα να ανοίγει και να ξεπροβάλει ένας σκελετός, τον οποίο θα έλουζε το φως.
Με τη βοήθεια του φωτός και του σκοταδιού, ο σκελετός θα εμφανιζόταν σαν φάντασμα στον ανακρινόμενο, πόσο μάλλον που τα κατακόκκινα μάτια του θα τον έκαναν να φαντάζει εντελώς απόκοσμη φιγούρα (και η φωνή του ανακριτή θα φαινόταν σαν να βγαίνει από το στόμα του σκελετού). Πεπεισμένος πως μιλά σε ένα πνεύμα από τον άλλο κόσμο, ο κακοποιός θα ομολογούσε αμέσως το έγκλημά του, το οποίο δεν θα μπορούσε μετά να πάρει πίσω λόγω της καταγραφής του στο φιλμ.
Πώς έφτασε να σκεφτεί κάτι τέτοιο μια κτηματομεσίτρια με έφεση στον ιππόδρομο, κανείς δεν ξέρει. Ξέρουμε πάντως πως κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να δοκιμάσει την εφεύρεσή της στην ανακριτική αίθουσα. Και μάλλον προς το καλύτερο, μιας και από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα δικαστικά συστήματα της Δύσης άρχισαν να απορρίπτουν τις εκβιασμένες καταθέσεις και ομολογίες ενοχής…