«Με τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας να ενισχύεται και εφόσον ολοκληρωθεί ομαλά η τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενισχυθεί το 2018 και το 2019. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος παραμονής σε τροχιά αναιμικής ανάπτυξης εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς η υπερφορολόγηση ασκεί πιέσεις στο εισόδημα και την κατανάλωση», τονίζει σε ανάλυση του ο ΣΕΒ.
Όπως σημειώνεται από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, «την ίδια ώρα, διάφορα γραφειοκρατικά και αδειοδοτικά εμπόδια που η κυβέρνηση δημιουργεί ή δυσκολεύεται να διαχειριστεί, ανατρέπουν το σχεδιασμό και την υλοποίηση εμβληματικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν το διεθνές ενδιαφέρον, όπως συμβαίνει με την Eldorado Gold και το Ελληνικό».
«Με δεδομένο τον παγκόσμιο ανταγωνισμό στην προσέλκυση κεφαλαίων, κάθε σοβαρός επενδυτής θα διστάσει να δεσμεύσει κεφάλαια στην Ελλάδα, όταν βλέπει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και προσκόμματα σε μεγάλες επενδύσεις. Στη βάση αυτή, μία δυναμική ανάκαμψη απαιτεί καταρχήν την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων για την προσέλκυση επενδύσεων και ειλικρινή βούληση στήριξής τους από την κυβέρνηση, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα σε μία σταθερή μακροχρόνια βάση», υπογραμμίζεται στην ανάλυση.
Η περίληψη της ανάλυσης του ΣΕΒ
«Η οικονομική δραστηριότητα κατά το 3ο τρίμηνο του 2017 παρουσίασε αξιόλογες επιδόσεις, οι οποίες φαίνεται να διατηρούνται, με μία μικρή κάμψη, και κατά το 4ο τρίμηνο του έτους. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμηση για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, τοποθετώντας τον στο +1,6%, από +1,8% σύμφωνα με τις προηγούμενες προβλέψεις της, ενώ για το 2018 εξακολουθεί να προβλέπει ανάπτυξη +2,5%.
Η εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ κατά +1,6% το 2017 βασίζεται σε αύξηση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης κατά +0,9%, των επενδύσεων κατά +5,1%, των εξαγωγών κατά +6,8% και των εισαγωγών κατά +6%. Σημειώνεται ότι, οι αρχικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Κυβέρνησης (Προϋπολογισμός 2017) έκαναν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης +2,7% το 2017, όμως η καθυστέρηση της αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάκαμψης.
Ειδικότερα:
– Η βιομηχανική παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών ενισχύθηκε κατά +3,3% τον Σεπτέμβριο του 2017, επιπλέον αύξησης +0,8% τον Σεπτέμβριο του 2016, ενώ συνολικά κατά το 3ο τρίμηνο του έτους εμφανίζει άνοδο +4% (+4,7 το 3ο τρίμηνο του 2016) και κατά το διάστημα Ιαν – Σεπ 2017 +3,1% (+3,6% το αντίστοιχο διάστημα το 2016), με τους περισσότερους κλάδους της μεταποίησης να κινούνται ανοδικά.
– Οι εξαγωγές αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων σημείωσαν αύξηση για 5ο συνεχόμενο μήνα τον Σεπτέμβριο του 2017 (+1,2%), ωστόσο ο ρυθμός μεταβολής περιορίστηκε σημαντικά σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες, ενώ σε όρους όγκου καταγράφεται μείωση (-1,2%). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Σεπ 2017 οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα και πλοία κατέγραψαν άνοδο +6,4% σε αξία και +2,9% σε όγκο, με τις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων να κινούνται σε θετικό έδαφος, ενώ η σημαντική διόγκωση που εμφανίζει το συνολικό εμπορικό έλλειμμα (από -€13,6 δισ. το διάστημα Ιαν-Σεπ 2016 σε -€16,1 δισ. το αντίστοιχο διάστημα το 2017), οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στις εισαγωγές πλοίων (€2,4 δισ. έναντι €1,4 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2016), καθώς επίσης και στην άνοδο των τιμών καυσίμων, η οποία συνέβαλε στη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο καυσίμων.
– Oι εισπράξεις από τον τουρισμό παρουσιάζουν βελτίωση, προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2015 (€10,5 δισ. το διάστημα Ιαν – Αυγ 2017, από €9,7 δισ. το αντίστοιχο διάστημα το 2016 και €10,6 το 2015), ενώ παράλληλα οι εισπράξεις από μεταφορές ανακάμπτουν μετά από την πτώση που προκάλεσε η επιβολή των capital controls, παραμένοντας όμως σημαντικά χαμηλότερα από το επίπεδο του 2015 (€5,9 δισ. το διάστημα Ιαν – Αυγ 2017, από €4,9 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2016 και €7,5 δισ. το 2015).
– Ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων σημείωσε επίσης άνοδο τον Αύγουστο του 2017 (+0,3%) για πέμπτο συνεχόμενο μήνα. Ο ρυθμός αύξησης, ωστόσο, παρουσιάζει αποδυνάμωση σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες (+3,2% τον Ιούλιο του 2017 και +2,4% το 1ο εξάμηνο του 2017), κυρίως λόγω της πτώσης του όγκου λιανικών πωλήσεων στα καταστήματα ειδών διατροφής (-1,3% τον Αύγουστο του 2017, έναντι αύξησης +1,3% τον Ιούλιο του 2017 και +1,5% το 1ο εξάμηνο του 2017). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2017, ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων εμφανίζει αύξηση +2,2%, έναντι μείωσης -0,6% το αντίστοιχο διάστημα το 2016, με όλες τις κατηγορίες καταστημάτων να καταγράφουν άνοδο, εκτός από τα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων (οπωροπωλεία, ιχθυοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, αρτοπωλεία κλπ), όπου ο όγκος πωλήσεων μειώθηκε κατά -2,8%, καταδεικνύοντας μετατόπιση των καταναλωτών σε supermarkets (+2,3%) για την αγορά τροφίμων ενώ και στα καύσιμα σημειώθηκε πτώση -2,1%.
– Παρά τις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, οι καταθέσεις των νοικοκυριών σημείωσαν άνοδο για τέταρτο συνεχόμενο μήνα τον Σεπτέμβριο του 2017, παρουσιάζοντας μηνιαία ροή +€190 εκατ., ενώ πλέον έχει υπερκαλυφθεί η εκροή που σημειώθηκε από τον Ιούλιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν τα capital controls, καθώς η σωρευτική μεταβολή είναι θετική κατά +€894 εκατ.
– Η πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών ιδιωτών προς το δημόσιο συνεχίζει να ομαλοποιείται τον Σεπτέμβριο του 2017 (€706 εκατ. νέες οφειλές, έναντι €1,1 δισ. τον προηγούμενο μήνα και €1,4 δισ. το Σεπτέμβριο 2016), ενώ από την αρχή του έτους ανήλθαν σε €9,3 δισ. (εκ των οποίων €7,3 δισ. φορολογικές οφειλές). Παράλληλα, υποχωρούν και οι οφειλές του δημοσίου (€3,6 δισ. τον Σεπτέμβριο του 2017 από €4 δισ. τον προηγούμενο μήνα) κυρίως λόγω πληρωμής εφάπαξ συνταξιοδοτούμενων δημοσίων υπαλλήλων, ενώ οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν σε €931 εκατ. το Σεπτέμβριο του 2017, από €2,1 δισ. τον Αύγουστο του 2017 και €1,4 δισ. το Σεπτέμβριο του 2016.
– Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται τον Αύγουστο του 2017 και διαμορφώθηκε σε 20,6%, έναντι 20,9% τον προηγούμενο μήνα και 23,4% τον Αύγουστο του 2016, με τον αριθμό των ανέργων να υποχωρεί σε επίπεδο κάτω του ενός εκατ. (984,5 χιλ.) για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο του 2011.
Ταυτόχρονα όμως,
– Η άνοδος του οικονομικού κλίματος από τον Μάιο του 2017 ανακόπηκε τον Οκτώβριο του 2017, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί στις 98,3 μονάδες και να επιστρέφει στο επίπεδο του Ιουλίου του 2017. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε κυρίως η επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές και δευτερευόντως στη βιομηχανία, ενώ αντίθετα στο λιανικό εμπόριο οι προσδοκίες των επιχειρήσεων κινήθηκαν θετικά. Σημειώνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2017, ο δείκτης οικονομικού κλίματος είχε ξεπεράσει το επίπεδο των 100 μονάδων (100,6 μονάδες) για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο του 2014.
– Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσίασε επίσης μικρή κάμψη τον Οκτώβριο του 2017 και διαμορφώθηκε στις -54 μονάδες, από -53,7 τον προηγούμενο μήνα και -63,6 τον Οκτώβριο του 2016. Οι εκτιμήσεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση δεν μεταβάλλονται σημαντικά, ενώ σταδιακή αποκλιμάκωση εμφανίζει το ποσοστό των νοικοκυριών που εκτιμούν ότι η ανεργία θα αυξηθεί (61%, έναντι 78% τον Οκτώβριο του 2016).
Επιπρόσθετα, σε διαρθρωτικό επίπεδο, η Ελλάδα υποχώρησε κατά 6 θέσεις (στην 67η από την 61η πέρυσι) στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business 2018», με τις διαδικασίες μεταγραφής ακινήτων, την εφαρμογή των συμβάσεων, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και την πληρωμή φόρων να παραμένουν για το 2018 οι περισσότερο προβληματικοί τομείς στο επιχειρείν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα βελτίωσε σημαντικά τις διαδικασίες έναρξης επιχείρησης, όμως στους υπόλοιπους επιμέρους δείκτες σημείωσε επιδείνωση ή στασιμότητα, με τις χειρότερες επιδόσεις να εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην εφαρμογή των συμβάσεων, καθώς ο μέσος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση μιας διαφοράς ανέρχεται στις 1.580 ημέρες.
Σε κάθε περίπτωση, με τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας να ενισχύεται και εφόσον ολοκληρωθεί ομαλά η τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενισχυθεί το 2018 και το 2019. Παρόλ’ αυτά, ο κίνδυνος παραμονής σε τροχιά αναιμικής ανάπτυξης εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς η υπερφορολόγηση ασκεί πιέσεις στο εισόδημα και την κατανάλωση. Την ίδια ώρα, διάφορα γραφειοκρατικά και αδειοδοτικά εμπόδια που η κυβέρνηση δημιουργεί ή δυσκολεύεται να διαχειριστεί, ανατρέπουν το σχεδιασμό και την υλοποίηση εμβληματικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν το διεθνές ενδιαφέρον, όπως συμβαίνει με την Eldorado Gold και το Ελληνικό.
Με δεδομένο τον παγκόσμιο ανταγωνισμό στην προσέλκυση κεφαλαίων, κάθε σοβαρός επενδυτής θα διστάσει να δεσμεύσει κεφάλαια στην Ελλάδα, όταν βλέπει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και προσκόμματα σε μεγάλες επενδύσεις. Στη βάση αυτή, μία δυναμική ανάκαμψη απαιτεί καταρχήν την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων για την προσέλκυση επενδύσεων και ειλικρινή βούληση στήριξής τους από την κυβέρνηση, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα σε μία σταθερή μακροχρόνια βάση.