Τη φανέλα της εθνικής ομάδας της πατρίδας του δεν τη φόρεσε ποτέ σε επίσημο αγώνα. Δεν έγινε ποτέ σούπερ σταρ. Δεν βγήκε καν από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης.
Το όνομά του δεν συνοδεύτηκε από συνθήματα και δεν πρόκειται να το διαβάσετε σε αφιερώματα για τους κορυφαίους σέντερ που έπαιξαν μπάσκετ στην Ευρώπη.
Ο Αλεξάντερ Σιζονένκο δεν ήταν πάντως μόνο ένα αξιοθέατο στα χρόνια της καριέρας του. Δεν ήταν απλά ο ψηλότερος παίκτης που έπαιξε ποτέ μπάσκετ.
Ο Αλεξάντερ Αλεξέγιεβιτς Σιζονένκο, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, απεβίωσε σαν σήμερα πριν από έξι χρόνια (5/1/2012) σε ένα μικρό διαμέρισμα της Αγίας Πετρούπολης, την πόλη στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μίας ζωής που μόνο “συνηθισμένη” δεν ήταν. Και πως θα μπορούσε να είναι άλλωστε για έναν άνθρωπο που έβλεπε τον κόσμο σχεδόν από τα δυόμισι μέτρα και χρειαζόταν φάρμακα για να αντιμετωπίσει την ακρομεγαλία, την ασθένεια που καθόρισε ολόκληρη την ύπαρξή του, από την ημέρα που γεννήθηκε, στις 20 Ιουλίου 1959 στην πόλη Ζαπορίζια της Ουκρανίας, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 53 ετών.
Το ακριβές ύψος του ήταν ανέκαθεν ένα… μυστήριο. Την εποχή που έπαιζε μπάσκετ, στα δημοσιεύματα των σοβιετικών εφημερίδων αναγραφόταν από 2,37μ. έως 2,45μ. Μερικές φορές, οι δημοσιογράφοι υπολόγιζαν το ύψος του προσεγγιστικά, βάζοντάς τον να σταθεί για φωτογραφίες δίπλα σε άλλους αθλητές. Σαν αυτήν που είχε σε περίοπτη θέση στο σπίτι του δίπλα στον -κοντύτερο κατά 20 εκατοστά- Άρβιντας Σαμπόνις!
Το 1991 είχε μετρηθεί 2,39μ. για τα βραβεία Γκίνες και είχε κερδίσει τον τίτλο του ψηλότερου ανθρώπου στον κόσμο για εκείνο το έτος. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να ψηλώνει. Για τον ίδιο, βέβαια, το ακριβές ύψος του ήταν το τελευταίο που είχε σημασία. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να επιβιώσει από μία ασθένεια που διαπιστώθηκε ότι φέρει στα χρόνια της εφηβείας και δεν σταμάτησε να μεγαλώνει το μέγεθός του μέχρι και την ημέρα που πέθανε.
Η ακρομεγαλία είναι μία σπάνια ασθένεια που μειώνει την ευεξία και τη διάρκεια ζωής των ασθενών, κατά την οποία ο οργανισμός του ασθενούς παράγει υπερβολικά ψηλές ποσότητες αυξητικής ορμόνης, που απελευθερώνεται στο αίμα από την υπόφυση. Προκαλείται από μη καρκινικό όγκο και αναπτύσσει υπερβολικά τα χέρια, τα πόδια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου
Ο Σιζονένκο δεν προερχόταν από οικογένεια γιγάντων. Κανείς εκ των γονιών του και των δύο αδερφών του δεν ήταν ψηλότερος από 1,80μ. Ακόμα και ο ίδιος ήταν “φυσιολογικός” μέχρι και την παιδική του ηλικία. Μέχρι που στην εφηβεία άρχισε να ψηλώνει απότομα λόγω “διαταραχής στην υπόφυση”, όπως αποφάνθηκαν οι γιατροί. Στα 14 του χρόνια ο Αλεξάντερ πέρασε την πόρτα του χειρουργείου. Υποβλήθηκε δύο φορές σε επέμβαση στην υπόφυση με σκοπό να περιοριστεί η ανάπτυξή του. Μάταια. Οι γιατροί του έδιναν άλλα 15 έως 20 χρόνια ζωής. Η ακρομεγαλία άλλαξε για πάντα τη ζωή του. Σχεδόν αναπόδραστα, λοιπόν, μέρος αυτής έγινε κάποια στιγμή και το μπάσκετ.
Μέχρι τα 17 του ο Σιζονένκο δεν είχε πιάσει ποτέ πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του. Η ενασχόλησή του με το μπάσκετ άρχισε το 1976, όταν τον είδε τυχαία στο δρόμο ο προπονητής της Σπαρτάκ Νικολάγιεβ. Η παραμονή του στην ομάδα διήρκεσε τρεις μήνες, τα νέα όμως ότι ένα “πολύ ψηλό παιδί” έπαιζε στην Σπαρτάκ Νικολάγιεβ διαδόθηκαν αρκετά ώστε να τον προσεγγίσει μία άλλη Σπαρτάκ. Του Λένινγκραντ. Η πρωταθλήτρια Σοβιετικής Ένωσης το 1975. Η ομάδα του Βλάντιμιρ Κοντράσιν, ομοσπονδιακού προπονητή της Σοβιετικής Ένωσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο νικώντας στον τελικό τις ΗΠΑ.
Παίζοντας πίσω από τον Αλεξάντερ Μπέλοβ (τον “ήρωα” του τελικού το 1972) και τον Σιλάντιεβ, ο Σιζονένκο δεν βρήκε ποτέ πολύ χρόνο συμμετοχής στην Σπαρτάκ Λένινγκραντ. Μάλιστα, όταν ο Μπέλοβ πέθανε σε ηλικία 26 ετών από καρκίνο το 1978, οι ιατρικές εξετάσεις έγιναν τόσο αυστηρές στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, που ο Σιζονένκο αναγκάστηκε να φύγει από την Σπαρτάκ έπειτα από δύο χρόνια παραμονής στο Λένινγκραντ. Ο επόμενος σταθμός της καριέρας του έγινε λοιπόν το Κούιμπισεβ (γνωστό από το 1991 και ύστερα ως Σαμάρα) και συγκεκριμένα η μικρότερης δυναμικότητας Στρόιτελ. Εκεί άρχισε να “χτίζει” την καριέρα του στο χώρο του σοβιετικού μπάσκετ.
Στην Στρόιτελ ο Σιζονένκο έγινε αμέσως ο βασικός σέντερ και στα καλύτερά του χρόνια έμοιαζε ασταμάτητος κάτω από τα δύο καλάθια. Ακόμα κι αν είχε απέναντί του τους κορυφαίους σέντερ του σοβιετικού μπάσκετ, όπως ήταν εκείνη την εποχή ο Τκατσένκο, ο Μπελοστένι και το “θαύμα της φύσης”, 18χρονος τότε Άρβιντας Σαμπόνις. Σε ένα παιχνίδι το Νοέμβριο του 1982 στο Κάουνας ο Σιζονένκο έβαλε 42 πόντους κόντρα στον “Σάμπας”. Σε ένα άλλο ματς έκοψε 15 σουτ! Εκείνη την εποχή, λοιπόν, κατέφτασε και η πρόσκληση του Αλεξάντερ Γκομέλσκι για την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να φορέσει ποτέ τη φανέλα της Εθνικής.
Ένα πρόβλημα με τη βίζα δεν τον άφησε να πάρει μέρος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1982 και όταν έφτασε η ώρα για την επόμενη κλήση, ο ανταγωνισμός ήταν πια ακόμα μεγαλύτερος. Η ευκαιρία είχε πετάξει. Λίγα χρόνια αργότερα, δε, η υγεία του άρχισε να επιβαρύνεται. Οι ορμονικές διαταραχές έγιναν τόσο έντονες, που δυσκολευόταν να κινηθεί και κουραζόταν εύκολα. Κάποια στιγμή λοιπόν το 1986 η Στρόιτελ τον έκοψε από την ομάδα. Ο ίδιος το πληροφορήθηκε στο γήπεδο, ενώ είχε πάει για προπόνηση. Έτσι απλά, η καριέρα του ολοκληρώθηκε άδοξα, σε ηλικία 27 ετών.
Δείτε το ρεπορτάζ του καναλιού RT για τον Αλεξάντερ Σιζονένκο:
Ο Αλεξάντερ Σιζονένκο όχι μόνο δεν έπαιξε ξανά μπάσκετ, αλλά δεν μπορούσε καν να βρει μία σταθερή δουλειά. Κάποια στιγμή ακόμα και η αναπηρική σύνταξη που έπαιρνε κόπηκε. Το 1988 έπαιξε το ρόλο ενός γίγαντα σε μία τσεχοσλοβάκικη κινηματογραφική ταινία (“The brave sailor”), ωστόσο η οικονομική κατάστασή του ήταν δύσκολη. Το 1992 πούλησε λοιπόν το διαμέρισμά του, έφυγε από τη Σαμάρα και επέστρεψε μαζί με τη σύζυγο του στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε.
Η κατασκευαστική εταιρία στην οποία είχε επενδύσει τις οικονομίες του αποδείχθηκε “πυραμίδα”. Απάτη. Έπειτα από δύο χρόνια η σύζυγός του τον χώρισε. Τα επόμενα χρόνια ο Σιζονένκο ζούσε με μία μηνιαία σύνταξη 7.000 ρουβλιών, δηλαδή με περίπου 220 ευρώ. Δεν μπορούσε καν να αγοράσει ρούχα. Άλλωστε, μπορούσε να βρει μόνο με ειδική παραγγελία. Εν έτει 2011 φορούσε τα ρούχα που είχε αγοράσει το 1988. Και αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα που είχε ο ψηλότερος παίκτης που έπαιξε ποτέ μπάσκετ σε εκείνη την περίοδο της ζωής του.
Τα φάρμακα που περιόριζαν (προσοχή, δεν σταματούσαν) την ανάπτυξή του κόστιζαν ακριβά και ο ίδιος δεν είχε τα χρήματα να τα αγοράσει. Ήταν δε αρκετά υπερήφανος για να αποδεχτεί την πρόταση που του έγινε το 2001 από έναν Γερμανό γιατρό, τον Γκούνθερ Χάγκενς, ο οποίος του προσέφερε 100.000 μάρκα (περίπου 51 χιλιάδες ευρώ) για να του πουλήσει το κορμί του μετά τον θάνατό του! “Δεν θα γίνω σκιάχτρο για κανέναν. Θέλω να θαφτώ όταν πεθάνω” είπε σε μία συνέντευξη που παραχώρησε στην “Sport Express” το 2004.
Τα επόμενα χρόνια, βέβαια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Ραγδαία. Ακόμα και μέσα στο σπίτι του κυκλοφορούσε με πατερίτσες, λόγω του διαβήτη και της οστεοπόρωσης που καθιστούσαν δύσκολη τη μετακίνησή του. Μέχρι που τον Ιούνιο του 2011 είχε ένα σοβαρό ατύχημα στο σπίτι του και χρειάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση, η οποία δεν έγινε όμως ποτέ. Υπέστη γαστρική αιμορραγία και η ιατροφαρμακευτική αγωγή που έπρεπε να ακολουθήσει ήταν ασύμβατη με τα φάρμακα που έπαιρνε λόγω της ακρομεγαλίας.
Από τον Ιούλιο του 2011 ήταν πλέον ανήμπορος να μετακινηθεί χωρίς βοήθεια. Οι τοπικές κλινικές αρνούνταν να τον δεχτούν και χρειάστηκε να γίνει ολόκληρο θέμα στην ρωσική τηλεόραση προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί η τοπική κοινότητα και να καταφτάσει βοήθεια. Ο Αλεξάντερ Σιζονένκο έζησε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του σε ένα κρεβάτι. Μέχρι που δεν μπορούσε καν να φάει. Απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου 2012, στο μικρό διαμέρισμά του, στο κέντρο της Αγίας Πετρούπολης.
sport24.gr