Δεν μιλούσε πια, δεν επικοινωνούσε καν με το περιβάλλον αυτός, «το αφεντικό των αφεντικών», ο «αρχηγός των Δον» της Σικελικής Μαφίας, ο διαβόητος paesano-ο χωριάτης δηλαδή-από το Κορλεόνε, ο πολύς Σαλβατόρε Ριίνα.
Το πρωί της Παρασκευής με ειδική άδεια που δόθηκε στην οικογένειά του τον είδαν για τελευταία φορά στην πτέρυγα των κρατουμένων στο νοσοκομείο των φυλακών της Πάρμας, η γυναίκα του,η κόρη του και ένας από τους τρις γιους του.
Ο διαβόητος μαφιόζος ήταν σε κώμα τα τελευταία 24ωρα της αιματοβαμμένης ζωής του, χτυπημένος από καρκίνο στα νεφρά, έχοντας μείνει είκοσι τέσσερα χρόνια στην φυλακή.
Καταδικασμένος είκοσι έξι φορές σε ισόβια, έχοντας διατάξει ή εκτελέσει ο ίδιος πολλές φορές εκατόν πενήντα τουλάχιστον άτομα, ο Τότο όπως τον έλεγαν οι φίλοι του έσβησε σε μια τεχνητή σιωπή, αυτή του κώματος.
Ούτως ή άλλως ποτέ μέχρι σήμερα δεν έσπασε την άλλη σιωπή, την διαβόητη «ομερτά» των μαφιόζων αρνούμενος να καταθέσει ή να δώσει ονόματα συνεργατών του στις αρχές.
Ένα όνομα, όμως, δεν ξέχασε ποτέ, όλα αυτά τα χρόνια στην φυλακή, αυτό του πρώην οδηγού του και εκτελεστή της Κόζα Νόστρα, Μπαλντασάρε Ντι Μάτζιο.
Όταν ο τελευταίος συνελήφθη στις 8 Ιανουαρίου του 1993 στην Νοβάρα, ο Ριίνα πίστευε ότι ως ένας τίμιος-αν και η έννοια τιμή χάνει εδώ την αξία της-στρατιώτης της Μαφίας, θα κράταγε το στόμα του ερμητικά κλειστό.
Δυστυχώς έκανε λάθος…
Η σύλληψη του «Νονού των νονών»
Ο Ντι Μάτζιο συνεργάστηκε από την πρώτη στιγμή με την ειδική ομάδα της Ασφάλειας του Παλέρμο κατά της Μαφίας, της οποίας ηγείτο ο επιθεωρητής Ρενάτο Κορτέζε.
Ο τελευταίος ήξερε ότι ήταν ζήτημα ημερών να συλλάβει τον Ριίνα που ένα χρόνο πριν είχε διατάξει την εκτέλεση του δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε.
Το αυτοκίνητό του στο οποίο επέβαινε μαζί με την γυναίκα του και το συνοδευτικό με τους τρεις αστυνομικούς που ήταν επιφορτισμένοι με την προστασία του, τινάχθηκαν στον αέρα, όταν πυροδοτήθηκαν τριακόσια πενήντα-άλλοι είπαν πεντακόσια-κιλά εκρηκτικών στο δρόμο από το αεροδρόμιο προς την πόλη του Παλέρμο.
Λίγους μήνες μετά διέταξε την δολοφονία του δικαστή Πάολο Μπορσαλίνο, στενού φίλου του Φαλκόνε με τον οποίο συνεργάζονταν στον πόλεμο της Μαφίας.
Ήταν δύο δολοφονίες που συγκλόνισαν την Ιταλία και τις αρχές στην Σικελία, οι οποίες ζητούσαν εκδίκηση και είχαν θέσει ως πρώτο στόχο την σύλληψη του επί δεκαετίες άφαντου αρχηγού.
Στις 13 Ιανουαρίου το πρωί και μετά τις πολύτιμες αποκαλύψεις του Ντι Μάτζιο για το κρησφύγετο του Ρίινα, άντρες της Squadra Antimafia έστησαν την επιχείρηση σε μια γειτονιά του Παλέρμο, με τον Κορτέζε επικεφαλής.
Ο Ριίνα βγήκε από την κατοικία του μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μαζί με έναν οδηγό-σωματοφύλακα και σε δευτερόλεπτα μπλοκαρίσθηκε από τους επίλεκτους αστυνομικούς.
Ήταν άοπλος και όταν του πέρασαν χειροπέδες γύρισε, κοίταξε τον Κορτέζε και του είπε: «Λάθος άνθρωπο έπιασες».
Ο επιθεωρητής, όμως, ήξερε ότι είχε πιάσει τον «Νονό των νονών», το Νο 1 της Κόζα Νόστρα και των Κορλεονέζι, όπως τους αποκαλούσαν στην Σικελία.
Αυτούς που ξεπάστρεψαν όσους βρέθηκαν στον δρόμο τους όταν ξεκίνησε η ματωμένη τους διαδρομή, στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Η συμμορία απότο Κορλεόνε
Ο αγρότης πάνω στο γαϊδουράκι του που βάδιζε νωχελικά στον δρόμο έξω από το Κορλεόνε, άκουσε από μακριά τους πυροβολισμούς στις 10 Δεκεμβρίου του 1965.
Δεν σταμάτησε, ούτε αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε γίνει. Ήξερε ότι κάποιος άτυχος είχε δολοφονηθεί από την νέα γενιά των μαφιόζων που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν στο χωριό, που δεκαετίες αργότερα έγινε το επίθετο του κινηματογραφικού νονού Μάρλον Μπράντο, στο αριστούργημα του Κόπολα.
Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι στα επόμενα χρόνια, τα ονόματα του Σαλβατόρε Ριίνα, του Μπερνάρντο Προβενζάνο, του Τομάσο Μπουσκέτα, του Λέο Μπαγακαρέλα και δεκάδων άλλων θα σκόρπιζαν τον τρόμο στην Σικελία.
Ο Προβενζάνο κρυβόταν ήδη από τις 8 Σεπτεμβρίου του 1963, όταν είχε εκτελέσει τρεις μαφιόζους αντίπαλης φατρίας, τον καθένα με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Η Ιταλική αστυνομία θα κυνηγούσε για 43 ολόκληρα χρόνια το «φάντασμα του Κορλεόνε», όπως αποκαλούσαν τον Προβενζάνο ο οποίος μαζί με τον Ριίνα και τους άλλους μαφιόζους από το Κορλεόνε, ξεπάστρεψαν μεθοδικά, όλους τους αντιπάλους τους μαφιόζους. Αυτούς, που όταν η κουβέντα ερχόταν στην φατρία του Κορλέονε, τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «χωριάτες» και «βοσκούς».
Ο δημοσιογράφος John Follain στο βιβλίο του «Οι τελευταίοι νονοί» αποκάλυψε μετά από έρευνα χρόνων, την ματωμένη διαδρομή των Κορλεονέζι, που ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό και έκλεισε σε μια φάρμα λίγα χιλιόμετρα έξω από αυτό.
Ο σκληρός Σαλβατόρε «Τότο» Ριίνα, που διέταξε την δολοφονία του αδιάφθορου εισαγγελέα Τζοβάνι Φαλκόνε, συνομιλούσε συχνά και συναντούσε πιο σπάνια τον Τζούλιο Αντρεότι, όπως έγινε γνωστό χρόνια αργότερα από τον Ντι Μάτζιο.
Επί των ημερών της εξουσίας του εκτελέστηκαν όσοι στάθηκαν εμπόδιο στα σχέδιά του, πάνω από εκατόν πενήντα άτομα,τα σαράντα από τον ίδιο.
Για «δουλειές» όπως την εκτέλεση του Φαλκόνε την δουλειά ανέλαβει ο αρχιεκτελεστής των Κορλεονέζι Τζιοβάνι Μπρούσκα, γνωστός για την συνήθεια που είχε σε άλλες εκτελέσεις να διαλύει τα σώματα των θυμάτων σε βαρέλια με οξύ, ώστε η αναγνώρισή τους-αν βρίσκονταν ποτέ-να ήταν σχεδόν αδύνατη.
Από την Βραζιλία στην φάρμα του Κορλεόνε
Τρεις συλλήψεις αποδείχτηκαν καθοριστικές για την μοίρα των τελευταίων νονών της Σικελικής Μαφίας.
Η πρώτη ήταν αυτή του Τομάσο Μπουσκέτα, που είχε διαφύγει στην Λατινική Αμερική για να γλυτώσει από το τρομερό δίδυμο Ριίνα-Προβενζάνο, που «καθάριζαν» όλους τους αρχηγούς των άλλων φατριών σταδιακά. Όταν τον συνέλαβαν στην Βραζιλία, δέχτηκε να αποκαλύψει εκπληκτικές λεπτομέρειες για τον μηχανισμό της Σικελικής Μαφίας, σπάζοντας την περίφημη ομερτά και τον όρκο που είχε δώσει νεαρός να μην μιλήσει ποτέ για την οργάνωση.
Η δεύτερη ήταν η σύλληψη του Ντι Μάτζιο και η τρίτη του Σαλβατόρε Ριίνα, εκείνο το πρωινό του Γενάρη στο παγωμένο Παλέρμο. Ο γενειοφόρος αστυνομικός που κάπνιζε αρειμανίως πουράκια Toscanello και δούλευε τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες καθημερινά είχε βάλει σκοπό της ζωής του να πιάσει τον capo di tutti cappi και η σύλληψη του Ριίνα ταρακούνησε συθέμελα, την φατρία των Κορλεονέζι. Αργότερα ο Μπρούσκα που συνελλήφθη άφησε να εννοηθεί ότι ο Τότο Ριίνα μπορεί και να είχε προδοθεί από Νο2 της οργάνωσης τον Μπερνάντο Προβενζάνο.
Ο τελευταίος διαφωνούσε με τις συνεχείς δολοφονίες που διέταζε ο Ριίνα και εμφανιζόταν πιο διαλλακτικός, όμως ούτε αυτός ξέφυγε τελικά.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία χρόνια για να σημάνει η ώρα του Μπερνάρντο Προβενζάνο, Νο 1πλεον στην λίστα της ιεραρχίας.
Ο Μπερνάρντο Προβενζάνο
Το «φάντασμα» του Κορλεόνε όπως τον αποκαλούσαν, εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, ζούσε μακριά από το Παλέρμο, υιοθετώντας μια μοναχική, σχεδόν ασκητική ζωή και ατέλειωτες προφυλάξεις.
Δεν μιλούσε ποτέ στο τηλέφωνο, δεν είχε κινητό και άλλαζε κρησφύγετο πολύ συχνά, φοβούμενος ότι μπορεί να τον ανακαλύψουν.
Επίσης δεν φωτογραφιζόταν ποτέ και η μοναδική φωτό που υπήρχε ήταν ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο του όταν ήταν 20 χρονών.
Ο Ρενάτο Κορτέζε δεν το έβαλε κάτω. Με μια ομάδα ικανότατων ανδρών, χρησιμοποιώντας τηλεφωνικές υποκλοπές, κάνοντας παρακολουθήσεις και βάζοντας κοριούς σε σπίτια μαφιόζων κατάφερε τελικά να εντοπίσει μια ύποπτη φάρμα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κορλεόνε. Έχοντας μάθει να σκέφτεται όπως οι μαφιόζοι, ο επιθεωρητής τοποθέτησε μια καμουφλαρισμένη κάμερα απέναντι από την φάρμα και πολύ γρήγορα, είδε ότι υπήρχε μια αδιόρατη στο γυμνό μάτι προέκταση, με μια σιδερένια πόρτα που άνοιγε μια φορά κάθε δέκα μέρες.
Όταν είδε ένα χέρι να παραδίδει μια σακούλα σε ένα μέλος της μαφίας, κατάλαβε ότι κάποιος κρυβόταν εκεί, αν και αρχικά το μυαλό του δεν πήγε στον Προβενζάνο.
Όταν όμως μετά από λίγες ημέρες η σακούλα από την φάρμα επέστρεψε από την κατοικία της γυναίκας του αρχιμαφιόζου, ετοίμασε την επιχείρηση, μαζί με τα μέλη της ομάδας του. Εκείνο το πρωινό του Απρίλη του 2006, τα δύο τζιπ που πέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα την είσοδο της αγροικίας δεν πήγαιναν για να αγοράσουν την φημισμένη στα περίχωρα ricotta που έφτιαχνε ο αγρότης-ιδιοκτήτης της. Φτάνοντας στη πόρτα, ο Κορτέζε βρήκε μια μικρή αντίσταση από κάποιον που δεν ήθελε να την ανοίξει. Με μια κλωτσιά μπήκε σε ένα δωμάτιο χωρίς φως και άρπαξε από το λαιμό έναν άνδρα. Ξέροντας ότι πριν λίγους μήνες ο Προβενζάνο είχε υποβληθεί σε εγχείρηση έψαξε για το σημάδι που έπρεπε να είχε στο λαιμό του. Όταν το βρήκε, είπε τα λόγια που ήθελε να ξεστομίσει για δεκαετίες: «Είσαι ο Μπερνάρντο Προβενζάνο και συλλαμβάνεσαι».
Ο άνθρωπος του οποίου η προσωπική περιουσία υπολογιζόταν στα 600.000.000 ευρώ, ζούσε σαν βοσκός, σε μια τρώγλη χωρίς ανοίγματα και παράθυρα, γεμάτη από γαλακτομικά σκεύη, πέντε φθαρμένες βίβλους και μια παλιά γραφομηχανή Olivetti, με την οποία ο Προβενζάνο έγραφε τα περίφημα σημειώματα με τις εντολές προς τους μαφιόζους συνεργάτες του. Ο άνθρωπος που οι Ιταλικές αρχές αναζητούσαν για τέσσερις δεκαετίες, είχε επιλέξει το ασφαλέστερο-έτσι νόμιζε τουλάχιστον-καταφύγιο, στο μοναδικό μέρος, όπου δεν θα τον αναζητούσε κανείς.
Στο Κορλεόνε, εκεί από όπου ξεκίνησε η άνοδος και η πτώση και των τελευταίων νονών της Σικελικής Μαφίας που έφυγαν αμφότεροι από την ζωή-ο Προβενζάνο πέθανε πέρυσι-αφήνοντας πίσω τους μια ματωμένη διαδρομή που δύσκολα θα ξεχαστεί…