Κλασικό ρεπερτόριο, σύγχρονοι ρόλοι, αρχαίο δράμα, επιθεώρηση, μιούζικαλ, αν και η σπουδαία διαδρομή της Μάρθας Βούρτση σφραγίστηκε από την εικόνα της πονεμένης και προδομένης στα δακρύβρεχτα δράματα του ελληνικού σινεμά.
Η κινηματογραφική βασίλισσα του δράματος που τόσο σπαραξικάρδια έκανε το ελληνικό κοινό να μπήγει το λυτρωτικό κλάμα ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από την εικόνα της στο σελιλόιντ.
Η πολύχρονη και πολυεπίπεδη καριέρα της στο σανίδι επισκιάστηκε από τα σπαρακτικά μελό που της έδιναν να παίξει, πλάι στον Νίκο Ξανθόπουλο και άλλους πρωταγωνιστές της εποχής, αφήνοντας παρακαταθήκη στη γλώσσα μας το «Μάρθα Βούρτση» ως συνώνυμο του κλαψιάρη και πονεμένου!
Η Βούρτση ξεχώρισε όμως και στην κωμωδία (όπως στα φοβερά «Κίτρινα Γάντια» του 1960), την ίδια ώρα που η υπέροχη φωνή της θα τη φέρει και στην επικράτεια του πενταγράμμου, ακολουθώντας τα βήματα του μαέστρου πατέρα της και συνιδρυτή της Λυρικής Σκηνής.
Πλατύτερα γνωστή θα γίνει βέβαια από τη σωρεία των δραματικών φιλμ που την άφησαν σύμβολο του ελληνικού σινεμά, καθώς ο χαρακτήρας της πονεμένης γυναίκας που της επέβαλε το σελιλόιντ δεν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά το σπουδαίο υποκριτικό της ταλέντο.
Η Βούρτση πήρε μέρος σε περισσότερες από 50 εμπορικές ταινίες και έγινε μια από τις δημοφιλέστερες πρωταγωνίστριες της εποχής, διατηρώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεο του ελληνικού κινηματογράφου ως ένας από τους πιο αυθεντικούς μύθους του…
Πρώτα χρόνια
Η Μάρθα Βούρτση γεννιέται στις 12 Οκτωβρίου 1937 στην Αθήνα μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια με καταγωγή από την Οδησσό: η μητέρα της ήταν ζωγράφος και ο πατέρας της, Μιχάλης Βούρτσης, μαέστρος και ένας εκ των ιδρυτών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1942). Η οικογένεια δεν είχε πολλά χρόνια που επέστρεψε στην Ελλάδα και η μικρή Μάρθα μεγαλώνει στα Σεπόλια, λαμβάνοντας αυστηρή κλασική μόρφωση αλλά και ρωσική παιδεία.
Το πλούσιο και πολύπλευρο καλλιτεχνικό πλαίσιο της ανατροφής της θα την εξοικειώσει από την αρχή με τις τέχνες και τα γράμματα, αν και η ίδια ανακαλύπτει από μικρή τη δική της κλίση: το αδιαμφισβήτητο υποκριτικό της ταλέντο. Κι έτσι πρώτη δουλειά μόλις τελειώσει το σχολείο, να γραφεί στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν! Ο οποίος θα της εμπιστευτεί την πρώτη της επαγγελματική δουλειά ήδη από σπουδάστρια ακόμα, κάνοντας το άτυπο ντεμπούτο της στο σανίδι στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη…
Υποκριτική καριέρα
Το επίσημο ντεμπούτο της Βούρτση στο θέατρο πραγματοποιείται το 1958 στο έργο του Γκολντόνι «Λοκαντιέρα» του Ελεύθερου Θεάτρου. Έκτοτε θα ακολουθήσει μια ανεπανάληπτη καριέρα στο σανίδι που περιλαμβάνει όλα τα θεατρικά είδη, από νεοελληνική επιθεώρηση μέχρι αρχαία τραγωδία και από κλασικό δράμα μέχρι σύγχρονη ηθογραφία.
Εκτός από υποκριτικό ταλέντο, η μικρή είχε και υπέροχη φωνή. Κι έτσι συνεργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της με σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Πλέσσας, ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης και ο Ζαμπέτας!
Πολλά ντουέτα του πενταγράμμου έγιναν μάλιστα με τον αγαπημένο παρτενέρ της, Νίκο Ξανθόπουλο…
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Βούρτση λαμβάνει επίσης χώρα νωρίς στην καριέρα της, καθώς ήδη από το 1959 θα κοσμεί τη μεγάλη μας οθόνη. Πρώτη δουλειά, «Ο Μαγκούφης», ενώ από την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει τη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ που θα τη φέρει στα μοναδικά «Κίτρινα Γάντια»!
Αυτό που σφράγισε όμως την κινηματογραφική της καριέρα αλλά και την ίδια την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου είναι η «Μάρθα Κλάψα», όπως χαρακτηριστικά την έλεγε ο λαός, καθώς η Βούρτση παίζει καθ’ όλη τη δεκαετία του ’60 σε ταινίες μελό που έτυχαν μεγάλης εμπορικής απήχησης.
Στο ενεργητικό της περιλαμβάνονται 48 και πλέον ταινίες, η πλειονότητα των οποίων είναι κλασικά δράματα του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεχωρίζουν τα μελό «Αυτή που δε λύγισε», «Είναι μεγάλος ο καημός», «Απόκληροι της κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με πόνο και με δάκρυα»…
Χαρακτηριστικές στιγμές της τυποποιημένης υποκριτικής της καριέρας λογίζονται τα φιλμ «Είμαι μια δυστυχισμένη», «Κάθε καημός και δάκρυ», «Περιφρόνα με γλυκιά μου», «Εξιλέωση», «Το φυλαχτό της μάνας» κ.ά. Έπαιξε βέβαια και κόντρα ρόλους σε τελείως διαφορετικού ύφους ταινίες, όπως «Τα κίτρινα γάντια» και «Ο σκληρός άνδρας», αν και αυτές υποχώρησαν στο εμπορικό εκτόπισμα των δακρύβρεχτων παραγωγών.
Μερίδα ταινιών που έπαιξε προβλήθηκαν μάλιστα εξαρχής στη β’ προβολή των κινηματογράφων προσυπογράφοντας το «φτηνό» της παραγωγής, αν και η ίδια διασωζόταν πάντα λόγω του ταλέντου της. Κι έτσι όχι μόνο κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ την καλλιτεχνική της ιδιοσυστασία, αλλά η Βούρτση κατάφερε να ξεπηδήσει ως μια από τις δημοφιλέστερες πρωταγωνίστριες της γενιάς της.
Όσο για την πορεία της στο στερέωμα, το 1962 θα αποσπάσει από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Προδομένη Αγάπη». Στα τέλη της δεκαετίας, το ελληνικό κοινό θα την αποκαλούσε πια «δικό του παιδί»…
«Τότε ο κινηματογράφος ήταν το μέσο της εποχής», είπε χαρακτηριστικά η Μάρθα Βούρτση για την τυποποίησή της στον ρόλο που της εξασφάλισε την κινηματογραφική αθανασία: «Τώρα το γεγονός ότι εγώ φορτώθηκα το ‘‘Μάρθα Κλάψα’’ ήξερα ότι θα το χρεωθώ και σήμερα μπορώ να το πω και τίτλο τιμής. Δεν είχα αυταπάτες, γνώριζα για τι ταινίες επρόκειτο. Αντιλαμβανόμουν ότι η γραφή δεν ήταν απλώς λαϊκή, άγγιζε τα όρια του λαϊκίστικου. Όλη μου η προσπάθεια λοιπόν εστιαζόταν στο να περιφρουρήσω αυτό το λαϊκό και αφελές κείμενο. Την ίδια εποχή ωστόσο στο θέατρο έκανα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Γι’ αυτό και δεν εγκλωβίστηκα. Σήμερα ο κόσμος με γνωρίζει ως Μάρθα Βούρτση και όχι ως το κοριτσάκι της γειτονιάς».
Η ηθοποιός ίδρυσε το 1966 την εταιρία παραγωγής Μάρθα Φιλμ, από κοινού με τον σύζυγό της, στιχουργό Φώντα Φιλέρη, λειτουργώντας πια και ως παραγωγός σε πολλές από τις κλασικές σήμερα ταινίες που έπαιζε.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, ο μύθος του πανιού έκανε και κάποιες σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση, όπως στη σειρά «Οδός Ανθέων» (1987-1988) της κρατικής τηλεόρασης, στην κωμική σειρά «H Ελίζα και οι άλλοι», καθώς και στο σίριαλ «Επτά Θανάσιμες Πεθερές». Από την τηλεοπτική της καριέρα ξεχωρίζει η σειρά «Ένας μήνας και κάτι» αλλά και η «Πολυκατοικία», από τις οποία τη γνώρισε και την αγάπησε η νέα γενιά.
Τελευταία χρόνια
Η Μάρθα Βούρτση ήθελε πάντα να κρατά την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κάτι που κατάφερε και με το παραπάνω! Αξιοπρεπής και χωρίς σκάνδαλα στο ενεργητικό της, το μόνο που γνωρίζουμε για τη ζωή της είναι ο γάμος της με τον στιχουργό Φώντα Φιλέρη.
Η εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου και μεγάλη κυρία του κινηματογράφου δεν σταμάτησε ποτέ τη μακροχρόνια θεατρική της καριέρα, καθώς ακόμα και τα τελευταία χρόνια επιστρέφει συχνά πυκνά στη μεγάλη της αγάπη, το σανίδι. Όπως τον θεατρικό χειμώνα του 2004, όταν εμφανίστηκε στο θέατρο Βεάκη στην παράσταση «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Μετά έπαιξε στο Ηρώδειο (Ιούλιος του 2005) και στον σεξπιρικό «Κοριολανό» ( Ιούνιος του 2006), θυμίζοντας σε όλους ότι το θλιμμένο κορίτσι με τα πλημμυρισμένα από δάκρυα μάτια ήταν μια ανεπανάληπτη ηθοποιός με τεράστιο εκτόπισμα πάνω στο σανίδι.
Συνταξιούχος πια και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν διστάζει να γίνει η φωνή του λαού εκφράζοντας την απόγνωση που μας περιβάλλει: «Μπορεί να είμαι συνταξιούχος, αλλά ανήκω σε κάποιο άλλο επίπεδο σε σύγκριση με κάποιους άλλους συνανθρώπους μου που υποφέρουν με τις πενιχρές συντάξεις που παίρνουν. Βέβαια δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Αν περιμένουμε το κράτος να μας περιθάλψει, χαθήκαμε. Στο τέλος δεν θα έχουμε ούτε φέρετρο να μας θάψουν»…