Την τιμητική της είχε η Κρήτη τους τελευταίες μήνες ως τόπος παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, με την έβδομη τέχνη να μετατρέπεται στον καλύτερο πρεσβευτή του νησιού, προβάλλοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του και φυσικά τα υπέροχα τοπία του.
Έτσι, μετά τον «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή, τη γνωστή διεθνή παραγωγή που γυρίστηκε το 2007 και στην Κρήτη, μεταξύ άλλων, το περασμένο καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα το «Ξα μου» της Κλειούς Φανουράκη, γυρισμένο εξ ολοκλήρου στο νησί, ενώ τις ημέρες αυτές έκανε πρεμιέρα και η τελευταία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καζαντζάκης» που επίσης γυρίστηκε σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Εξάλλου, λίγο νωρίτερα, ο Παντελής Βούλγαρης έθετε τη δική του ποιοτική σφραγίδα, με άρωμα Κρήτης για μια ακόμη φορά, με την συγκλονιστική ιστορία του ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη στο «Τελευταίο σημείωμα».
Με αφορμή το γεγονός αυτό, αναζητήσαμε, ταινίες, τηλεοπτικές παραγωγές και υπερπαραγωγές που γυρίστηκαν στην Κρήτη μεταπολεμικά έως και το 2011.
Όταν οι θρύλοι συναντήθηκαν στην Κρήτη
Το 1955 στις Κάννες, ο Ζυλ Ντασσέν που θριαμβεύει με το «Ριφιφί» του, γνωρίζει την πρωταγωνίστρια της «Στέλλας» του επίσης βραβευμένου Μιχάλη Κακογιάννη, τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Αποτέλεσμα αυτού του ασίγαστου πάθους ήταν το αριστουργηματικό «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», έργο του Ντασέν βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη που είχε κυκλοφορήσει λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα.
Ντασσέν και Μελίνα έρχονται το 1957 στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στην Κριτσά, όπου πραγματοποιούνται τα γυρίσματα με τη συνδρομή και των ντόπιων που δεν διστάζουν να συμμετάσχουν ως κομπάρσοι και να κάνουν οτιδήποτε τους ζητηθεί, αρκεί … «να μην υποδυθούν τους Τούρκους» όπως έλεγε ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του μετά τη μεγάλη επιτυχία του.
Στην ταινία που ήταν ιταλο-γαλλική παραγωγή και έφερνε καινοτομίες όσον αφορά τη φωτογραφία, την κινηματογράφηση αλλά και τη σκηνοθετική αντίληψη, πρωταγωνιστούσαν εκτός από τη Μελίνα Μερκούρη οι: Ζαν Σερβέ, Γκρεγκουάρ Ασλάν, Ρενέ Λεφέβρ και Δήμος Σταρένιος.
«Τα ίχνη οδηγούν στην Κρήτη» ή «Τα Σμαράγδια της Μεσογείου»
Επρόκειτο για μία παραγωγή του 1964 δια χειρός της εταιρείας του Walt Disney. Μάλιστα, ήταν η τελευταία ταινία του ίδιου του διάσημου πατέρα του Μίκυ Μάους. Πρόκειται για μια ταινία μυστηρίου, με μια πλοκή που συνδυάζει μυστικά της … αρχαιότητας, αγωνία και φυσικά love story. Η ταινία γυρίστηκε στο Λασίθι και πιο συγκεκριμένα στην Ελούντα, τον Άγιο Νικόλαο, την Κριτσά και την Ιεράπετρα. Βεβαίως η υπέροχη φωτογραφία της ταινίας θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική προβολή για τον αναδυόμενο τουρισμό της εποχής, ωστόσο το προφίλ των Ελλήνων μέσα από την πλοκή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κολακευτικό, αφού το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, τουρίστες από τη Βρετανία σύμφωνα με την υπόθεση που έρχονται στην Κρήτη για διακοπές βρίσκονται αντιμέτωπο με τη μστηριώδη εχθρότητα των ιδιοκτητών του ξενοδοχείου όπου έχουν καταλύσει.
Από το όνομα του υποτιθέμενου ξενοδοχείου πήρε και τον αυθεντικό τίτλο της η ταινία «The Moon Spinners».
Σκηνοθέτης ήταν ο James Neilson και πρωταγωνιστούσαν οι Hayley Mills, Eli Wallach και Peter McEnery. Εντυπωσιακό ήταν το μικρό μεν αλλά ουσιαστικό πέρασμα της Ειρήνης Παππά.
Ο «Πατούχας», το ντελικανιδάκι και το sex symbol του ελληνικού κινηματογράφου
Το 1963 ο Μανώλης Σκουλούδης μεταφέρει στον ελληνικό κινηματογράφο το πασίγνωστο ηθογραφικό μυθιστόρημα «Ο Πατούχας» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Ως τίτλος της ταινίας χρησιμοποιήθηκε μια λέξη της κρητικής διαλέκτου δηλαδή «Ένας ντελικανής». Ήταν μια παραγωγή της Μασκ Φιλμς, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Κρήτη, σε σενάριο του Μανώλη Σκουλούδη, ενώ τη μουσική είχε συνθέσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ταινία σάρωσε τα βραβεία (συνολικά πέντε) στο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με κυριότερο εκείνο της εκπληκτικής φωτογραφίας που έφερε την υπογραφή του Δήμου Σακελλαρίου.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν «ιερά τέρατα» του ελληνικού κινηματογράφου όπως ο Μάνος Κατράκης, η Ίλυα Λιβυκού και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Η συγκεκριμένη παραγωγή έβγαλε εκτός αρχικού προγραμματισμού, υλικού και χρονικού την εταιρεία παραγωγής και τον Μανώλη Σκουλούδη λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, που δεν ήταν άλλος από τον Άλκη Γιαννακά, ο οποίος πραγματοποίησε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, προκαλώντας ρίγη θαυμασμού στο γυναικείο κοινό. Ήταν ένα από τα ελάχιστα ανδρικά sex symbol της ελληνικής σόου μπιζ με αποκορύφωμα τον ρόλο του στο «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», με τις θαυμάστριες του να παραληρούν στην κυριολεξία. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν εκείνη που έκανε τον Σκουλούδη να τον επιλέξει για τον ρόλο του Ντελικανή. Ωστόσο, η πολύ μικρή του ηλικία, μόλις 20 χρόνων, και ο ανυπότακτος χαρακτήρας του προκάλεσαν, λέγεται, αρκετά προβλήματα στην παραγωγή, αφού δεν υπάκουε σε συστάσεις.
Ο νεαρός Γιαννακάς, το έσκαγε τις νύχτες από το ξενοδοχείο όπου διέμεναν ο συντελεστές και πολύ συχνά τον … επέστρεφαν στους παραγωγούς οι αστυνομικοί της Κρήτης, είτε γιατί είχε προκαλέσει φασαρίες είτε επειδή οδηγούσε επικίνδυνα. Έτσι, στην Κρήτη γεννήθηκε μια αρσενική ντίβα.
Τα Όσκαρ του «Ζορμπά του Έλληνα» στην Κρήτη
Αναμφισβήτητα η ταινία που συνδέθηκε με τη χολιγουντιανή αίγλη λόγω των βραβείο Όσκαρ που απέσπασε ήταν η πασίγνωστη «Ζορμπάς ο Έλληνας» στο πλαίσιο μιας ελληνοβρετανικής παραγωγής του 1964. Πρωταγωνιστής ο ανεπανάληπτος Άντονι Κουίν, που ερμήνευσε υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Μιχάλη Κακογιάννη αυτήν την πολυσχιδή και πληθωρική προσωπικότητα του Αλέξη Ζορμπά, γέννημα της πένας του Νίκου Καζαντζάκη.
Πρωταγωνιστές της ταινίας ο ελληνικός τίτλος της οποίας είναι «Αλέξης Ζορμπάς» εκτός από τον Άντονι Κουίν ήταν οι Άλαν Μπέιτς, Ειρήνη Παππά, Γιώργος Φούντας και Σωτήρης Μουστάκας.
Όπως αναφέρεται στη Wikipedia, η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ το 1964, με σημαντικότερο το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λίλα Κέντροβα, στο ρόλο της Μαντάμ Ορντάνς. H μουσική της ταινίας την οποία έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε παγκοσμίως γνωστή ως Συρτάκι, ενώ τα γυρίσματα έγιναν στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στα Χανιά, την άνοιξη του 1964.
Η άφιξη στην Αθήνα του πρωταγωνιστή αλλά και άλλων διασήμων ηθοποιών κατέστησε την Κρήτη και ειδικότερα τον χώρο των γυρισμάτων στο επίκεντρο του διεθνούς κινηματογραφικού ενδιαφέροντος, αναφέρεται ακόμη στο ίδιο λήμμα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ρόλο της μαντάμ Ορτάνς επελέγη στην αρχή η Σιμόν Σινιορέ. Ήρθε στην Κρήτη με ορμή και διάθεση αλλά μόλις χρειάστηκε να προσθέσει χρόνια με ειδικό μακιγιάζ πανικοβλήθηκε για την εικόνα της και αποχώρησε. Τυχερή στάθηκε η αντικαταστάτριά της Λίλα Κέντροβα που την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με Όσκαρ για την ερμηνεία της.
Για μια ακόμη φορά Κρητικοί προσφέρθηκαν να αναλάβουν τους ρόλους των κομπάρσων για τους οποίους ο ιδιοφυής Μιχάλης Κακογιάνης έλεγε πως ήταν πραγματική αποκάλυψη.
«Η νεράιδα και το παλικάρι» από τη μια άκρη της Κρήτης ως την άλλη
Και ποιος δεν γνωρίζει την αγαπημένη αυτή αισθηματική κωμωδία της Φίνος Φιλμς, μια πολυδάπανη παραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα του 1969 η οποία ωστόσο αποζημίωσε με την τεράστια επιτυχία της τους συντελεστές και τους παραγωγούς. Φυσικά πρωταγωνιστές στην ταινία ήταν το αγαπημένο ζευγάρι του ελληνικού κινηματογράφου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχάηλ και μάλιστα η Αλίκη ήταν έγκυος στην περίοδο των γυρισμάτων στον γιο της Γιάννη γι’ αυτό και επιστρατεύτηκε σωσίας, μια επαγγελματίας μοντέλο που αντικαθιστούσε τη Βουγιουκλάκη σε σκηνές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επικίνδυνες για την ίδια και το έμβρυο.
Η ταινία γυρίστηκε στους νομούς Λασιθίου και Χανίων, ενώ το σπίτι του «Κατερινιού» από όπου και έγινε η απαγωγή ήταν το πραγματικό σπίτι του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου στον Άγιο Νικόλαο. Οι σκηνές της ταινίας που παρουσιάζουν το χωριό των δύο αντίπαλων οικογενειών, των Βροντάκηδων και των Φουρτουνάκηδων, έχουν γυριστεί στον Άγιο Νικόλαο, τη Βουλισμένη και την Κριτσά, ενώ αξιοποιήθηκαν και περιοχές του Κολυμπαρίου στα Χανιά όπως επίσης το ενετικό λιμάνι των Χανίων.
Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Δημόπουλου, το σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη και η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη, την οποία ωστόσο δεν χαρακτήριζαν οι παραδοσιακοί ήχοι της Κρήτης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι «Η Νεράιδα και το παλικάρι» ήταν και εισπρακτική επιτυχία, αφού έκοψε περίπου 630.000 εισιτήρια όταν βγήκε στους κινηματογράφους.
Η πασίγνωστη υπόθεση της βεντέτας ανάμεσα στις οικογένειας των Βροντάκηδων και των Φουρτουνάκηδων είναι μια μεταφορά σε σύγχρονη (για την εποχή του 60) ελληνική πραγματικότητα με έντονο γραφικό χρώμα, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας του Σαίξπηρ.
Ο Φράνκο Τζεφιρέλλι αναβίωσε την ενετοκρατούμενη Κάντια το 1986
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλλι ήταν ήδη ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό λόγω κυρίως της διάσημης σειράς του «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» που ακόμη και σήμερα προβάλλεται σταθερά από τους τηλεοπτικούς δέκτες την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας.
Η είδηση ότι ο σκηνοθέτης των υπερπαραγωγών θα γύριζε την επόμενη ταινία του στην Κρήτη υπήρξε το γεγονός της χρονιάς, όχι μόνο για το Ηράκλειο αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα, που θα προέβαλε τις ομορφιές της μέσα από ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος.
Ο λόγος για τον γνωστό «Οθέλλο», μια αμερικανική παραγωγή του 1986 στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Πλάσιντο Ντομίνγκο και η Κάτια Ριτσαρέλι. Στην ουσία ήταν μια κινηματογραφική όπερα που θεωρήθηκε (και είναι) αριστούργημα την οποία ο Τζεφιρέλλι παρουσίασε ως μεταφορά της ομώνυμης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι βασισμένη στο κείμενο της τραγωδίας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλους. Ένα ερωτικό δράμα, πάθους, ζήλιας και εκδίκησης. Ωστόσο αυτό που ελάχιστοι σινεφίλ γνωρίζουν, εκτός φυσικά από τους Ηρακλειώτες που το έζησαν ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έγινε στο ενετικό λιμάνι του Ηρακλείου, στα Νεώρια και τον Κούλε που «επιστρατεύτηκε» για τα εσωτερικά γυρίσματα.
Την περίοδο εκείνη το Ηράκλειο έζησε πραγματικά μεγάλες στιγμές, με τον διάσημο σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές του με τις ανεπανάληπτες φωνές να περιφέρονται στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, να δίνουν συνεντεύξεις και να δηλώνουν κατενθουσιασμένοι από τη φιλοξενία των Καστρινών.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολύ μεγάλος αριθμός Κρητικών συμμετείχε στην κινηματογραφική υπερπαραγωγή έχοντας ρόλους κομπάρσων, με εντυπωσιακά κοστούμια και ακόμη εντυπωσιακότερα σκηνικά. Τα Νεώρια και ο Κούλες είχαν μετατραπεί σε μεσαιωνική πόλη με έντονη βενετσιάνικο χρώμα, μετά από προσωπική επιλογή του Τζεφιρέλλι που πιθανότατα είχε κατά νου την ενετοκρατούμενη Κάντια. Μολονότι οι φωτογραφίες από τα σκηνικά του «Οθέλλου» είναι ιδιαίτερα σπάνιες στο διαδίκτυο, είχε ακουστεί ευρύτατα πως ήταν σκηνογραφικό έργο του ίδιου του Τζεφιρέλλι.
Τελειώνοντας τα γυρίσματα ο Ιταλός σκηνοθέτης χάρισε τα εκπληκτικά σκηνικά του στην πόλη του Ηρακλείου, ωστόσο όχι μόνο δεν αξιοποιήθηκαν αλλά και δεν προστατεύθηκαν με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχουν πια.
Η σειρά που προκάλεσε τουριστικό κύμα στην Ελούντα
Το καλοκαίρι του 1975 ο διάσημος σεναριογράφος Michael J. Bird είχε επιλέξει την Ελούντα για τις θερινές διακοπές του. Κατά τις περιηγήσεις και τις επισκέψεις του στον Άγιο Νικόλαο και την ευρύτερη περιοχή, μαγεμένος από την ιστορία, τη μυθολογία και το «ανέγγιχτο» τοπίο, συνάντησε έναν συμπατριώτη του Βρετανό ο οποίος του εξομολογήθηκε ότι είχε επιστρέψει στην Κρήτη σε ένα ταξίδι – προσκύνημα, επειδή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε πολεμήσει στο νησί μαζί με τους κρητικούς αντάρτες. Η πληροφορία αυτή μέσα σε ελάχιστο χρόνο αποτέλεσε τη βάση για το σενάριο μιας πολύ επιτυχημένης σειράς, παραγωγής του 1977 με τίτλο «Ποιος πληρώνει τον Βαρκάρη;». Ο πρωτότυπος τίτλος της σειράς των 8 επεισοδίων ήταν «Who pays the Ferryman?» που παρέπεμπε στην ελληνική μυθολογία και τον Χάροντα τον βαρκάρη του Άδη που μετέφερε τους νεκρούς στον κάτω κόσμο.
Επρόκειτο για μία πολύ επιτυχημένη συμπαραγωγή του BBC με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Σύμφωνα με την υπόθεση ένας βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που πολέμησε με σθένος και ηρωισμό στη Μάχη της Κρήτης με το κωδικό όνομα «Λέανδρος» επιστρέφει μετά από χρόνια στο νησί, οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχολογικό ράκος από διάφορες συγκυρίες της ζωής του, όπου εμπλέκεται σε ένα αισθηματικό θρίλερ με πολλές ανατροπές και αγωνία.
Τα γυρίσματα έγιναν στην Ελούντα και σκηνοθέτης ήταν ο William Slater. Στην πλειάδα των ηθοποιών που συμμετείχαν συγκαταλέγονταν και πολλοί Έλληνες όπως η Μπέτυ Αρβανίτη, ο Νίκος Βερλέκης και ο Τάκης Εμμανουήλ.
Η σειρά αυτή είχε τόση επιτυχία, ώστε το καλοκαίρι του 1978 η ευρύτερη περιοχή του Αγίου Νικολάου και της Ελούντας «βούλιαξε» στην κυριολεξία από τουρίστες, που ανακάλυπταν την Κρήτη μέσα από την εξαιρετική φωτογραφία και τα ατμοσφαιρικά πλάνα της σειράς.
Η ακριβότερη ελληνική τηλεοπτική παραγωγή
Ποιος δεν θυμάται το «Νησί», την τηλεοπτική σειρά φαινόμενο για τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση, που βασίστηκε στο ομώνυμο συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ. Η σειρά που ξεκίνησε να προβάλλεται στο Mega τον Οκτώβριο του 2010 ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2011. Το σενάριο ήταν της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και η σκηνοθεσία του εξαιρετικά ταλαντούχου Θοδωρή Παπαδουλάκη. Εντυπωσιακή ήταν και η μουσική της σειράς, μέσω της οποίας έγινε ευρύτατα γνωστός και ο Γιάννης Χαρούλης.
Θεωρείται μία από τις ακριβότερες ελληνικές τηλεοπτικές παραγωγές που κόστισε περίπου 4 εκατ. ευρώ.
Τα γυρίσματα κράτησαν ένα χρόνο, από τον Δεκέμβριο του 2009 μέχρι το Δεκέμβριο του 2010, και έγιναν στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στην Πλάκα, την Ελούντα, τον Άγιο Νικόλαο και τη Σπιναλόγκα. όπου εκτυλίχθηκαν και τα ιστορικά γεγονότα. Κάποια από τα γυρίσματα έγιναν στο Λονδίνο.
cretapost