Η μάχη της Αλαμάνας: Ο ηρωικός Αθανάσιος Διάκος και ο μαρτυρικός θάνατός του

Κοινοποίηση:
diakos_main01

Ποιος ήταν ο ένας εκ των ηρώων του 1821 – Η αρχή της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα – Ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ στη Φθιώτιδα – Η μάχη και το τραγικό τέλος
Μία από τις θρυλικές μορφές του 1821, είναι αναμφίβολα ο Αθανάσιος Διάκος. Ο ηρωικός του αγώνας στην Αλαμάνα απέναντι σε πολλαπλάσιους Τουρκαλβανούς και ο μαρτυρικός του θάνατος στη Λαμία, συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα.

Ωστόσο η απώλειά του ένα μόλις μήνα μετά την κήρυξη της Επανάστασης, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό και υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

diakos05

Ο Αθανάσιος Διάκος

Αν και όλοι οι Έλληνες ξέρουμε (ελπίζουμε…) τον Αθανάσιο Διάκο, αγνοούμε αρκετά στοιχεία για την ζωή του. Θα παραθέσουμε εδώ ορισμένες πληροφορίες άγνωστες ως επί το πλείστον στο ευρύ κοινό.

Γεννήθηκε στο χωριό Αθανάσιος Διάκος (παλαιότερα Άνω Μουσουνίτσα) ή στην Αρτοτίνα. Και τα δύο αυτά χωριά βρίσκονται στη Φωκίδα.

Ως έτος γέννησής του, αναφέρεται πιθανότατα το 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή γεννήθηκε το 1786).

diakos01
Ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός, ήταν επικεφαλής σώματος που δρούσε εναντίον των Τούρκων στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος. Το επώνυμο του πατέρα του, πιθανότατα ήταν Μασαβέτας (και όχι Γραμματικός όπως αναφέρουν κάποιες πηγές).

GUSTAV_HERTZBERG
Για τον Αθανάσιο Διάκο, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Gustar Hertzberg (1826 – 1907):
“Ο Αθανάσιος ήτο υιός αγρότου διαλάμπων επί κάλλει νεαρώ, καταγόμενος εκ της ου μακράν του Καρπενησίου εν τη βορεία κλιτύι του Τυμφρηστού κειμένης κώμης Μυσονίτζης, καλούμενος συνήθως Διάκος (Διάκονος), διότι την της νεότητος παίδευσιν είχε λάβει εν τη περί την Αρτοτίναν παρά το όρος Κόρακα (νυν Βαρδούσια) μονή του Αγίου Ιωάννου (χωρίς όμως να χειροτονηθεί). Η βδελυρά επιθυμία, ην ο Τούρκος βοεβόδας του Λιδορικίου ησθάνετο προς τον νέον, ηνάγκασεν αυτόν να φύγει από της Μονής “εις το όρος”. Ο ηγούμενος αυτού συνέστησεν αυτόν εις περίφημον τινα κλέφτην ονόματι Σκαλτσοδήμον, εν τοις παλικαρίοις δε τούτου ασκηθείς ο Διάκος εγένετο μετ’ ολίγον άξιος πολεμιστής.

diakos02

Στη Μονή (του Ιωάννου του Πρόδρομου), ο Διάκος δεν πήγε για “να ασπασθεί τον μοναχικόν βίον, αλλά να διδαχθεί παρά τινος καλογήρου εκπληρούντος χρέη διδασκάλου, όπως συνέβαινε καθ’ όλην την Ελλάδα επί τουρκοκρατίας, την Οκτάηχον και το ψαλτήρι”

diakos07diakos06image_8327diakos04

(Ανδρέας Καρκαβίτσας, “Περί Αθανασίου Διάκου”)

Στη Μονή, ο νεαρός Αθανάσιος (περίπου 15-16 ετών ήταν όταν πήγε εκεί), πρόσφερε υπηρεσίες στους καλόγερους, έψελνε και διάβαζε τον “Απόστολο”. Σύμφωνα με τον Α. Καρκαβίτσα, σ’ ένα γάμο στην Αρτοτίνα, κατά τη διάρκεια του γλεντιού άρχισαν οι πυροβολισμοί στον αέρα (κάτι ανάλογο με τις μπαλοθιές στην Κρήτη σήμερα). Όμως από μια αδέσποτη σφαίρα, σκοτώθηκε ένας νεαρός. Όλοι υπέδειξαν ως υπεύθυνο για τον χαμό του τον Α. Διάκο, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι ήταν αυτός ο δράστης. Ο Διάκος άρχισε να κρύβεται στα γύρω βουνά, αλλά όταν πήγε σ’ ένα πανηγύρι (ή άλλο γάμο) τον Δεκαπενταύγουστο, τον συνέλαβαν οι Τούρκοι, μαζί με κάποιον Καφέτζο και τους οδήγησαν στον πασά του Λιδορικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Όμως ο Διάκος και ο Καφέτζος κατάφεραν να ξεφύγουν και έφτασαν στο λημέρι του Τσαμ Καλόγηρου, ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας.

Μετά τον θάνατο του Τσαμ Καλόγηρου, οι άνδρες του σκόρπισαν σε μπουλούκια. Ένα του Διάκου ,ένα του Γούλα και ένα του Σκαλτσοδήμου. Όταν ο Αλή πασάς, που προετοίμαζε εξέγερση εναντίον της Πύλης, κάλεσε στα Γιάννενα Έλληνες και Αρβανίτες καπεταναίους, πήγε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου και ο Αθανάσιος Διάκος (1814). Εκεί έμεινε δύο χρόνια και έγινε φίλος, μεταξύ άλλων, και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Με την επιστροφή του στη Ρούμελη, άφησε το αρματολίκι του Λιδορικίου στον Σκαλτσοδήμο και πήγε μόνο μ’ ένα σύντροφο, τον Περλίγκα, στη Λιβαδειά. “Εκεί εύρε τον φίλον του Οδυσσέα (Ανδρούτσο), οπλαρχηγόν Λεβαδείας από του 1816, όστις τον εφιλοξένησε μετά χαράς και τον διόρισε πρωτοπαλίκαρόν του”, γράφει ο Α. Καρκαβίτσας.

Το 1819, οι Διάκος και Ανδρούτσος είχαν έντονη διαφωνία, γιατί π πρώτος δεν συγχωρούσε τη σκληρότητα του δεύτερου. Ο Ανδρούτσος έφυγε για τα Γιάννενα και οι περισσότεροι άνδρες του ακολούθησαν τον Α. Διάκο, τον οποίο ο βοεβόδας της Λιβαδειάς Καρά – Ισμαήλ, διόρισε αρματολό της περιοχής. Ο Διάκος είχε άψογη συνεργασία με τους τοπικούς άρχοντες Ιωάννη Λογοθέτη και Νικόλα Νάκο. Στη φιλική Εταιρεία μυήθηκε πιθανότατα από τον Αθανάσιο Ζαρίφη.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Διάκος είχε συγκροτήσει πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα και, “ως αρχηγός των αρμάτων της Λιβαδειάς” είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (= ο Θεός νικά).

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές, ένα σύντομο βιογραφικό του Αθανάσιου Διάκου. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δίνουν διαφορετικά στοιχεία για τον ήρωα. Όπως γράφει ο Γιάννης Α. Ρουφαγάλης στο έργο του “Αρτοτίνα” (1990), ο πατέρας του Α. Διάκου καταγόταν από την Άνω Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γιώργος Πανουργιάς και στάλθηκε από τους γονείς του σαν ψυχογιός – τσοπάνης, στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό στην Αρτοτίνα, γύρω στο 1760. Ο Ψυχογιός, όπως ήταν γνωστός πλέον στην Αρτοτίνα, παντρεύτηκε αργότερα την Χρυσούλα Καφούρα ή Μπουκουβάλα, που καταγόταν από την Αρτοτίνα και μπήκε “σώγαμπρος” στο σπίτι της οικογένειας της συζύγου του. Το ζευγάρι απόκτησε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Ένα από αυτά ήταν ο Θανάσης (Αθανάσιος Διάκος).

Για τις διχογνωμίες και τις αντικρουόμενες πληροφορίες, γράφει σχετικά, και πολύ εύστοχα, ο Σαράντος Ι. Καργάκος στο έργο του “Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821”:
“Η σύγχυση ως προς το επώνυμο και την γενέτειρα οφείλεται στο ότι τότε δεν υπήρχαν δημοτολόγια ούτε βιβλία γεννήσεων, βαφτίσεων κλπ. To όνομα τότε δεν το κληρονομούσες, το δημιουργούσες. Επίσης, λόγω του κτηνοτροφικού βίου, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών κινούνταν από οικισμό σε οικισμό έτσι που τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας μπορεί να είχαν γεννηθεί σε μέρη διαφορετικά. Μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών, στις οποίες ζούσαν απόγονοι διακεκριμένων αγωνιστών διαγωνίζονταν και διαγωνίζονται για την καταγωγή των ηρώων”.

Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά

Το ξέσπασμα της Επανάστασης στον Μοριά τον Μάρτιο του 1821, εξαπλώθηκε αστραπιαία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Από τις 24 Μαρτίου ως τις 8 Απριλίου, οι επαναστάτες απελευθέρωσαν τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Λιδορίκι, τη Λιβαδειά, την Αταλάντη, τη Θήβα και την Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα)
Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η Ανατολική Στερεά είχε ισχυρή αρματολική και κλέφτικη παράδοση και οπλαρχηγούς έμπειρους, με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος , Δήμος Σκαλτσάς , Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Ιωάννης Δυοβουνιώτης και φυσικά, ο Αθανάσιος Διάκος ). Οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ενώ αρκετοί είχαν θητεύσει στον στρατό του Αλή πασά!

Η περιοχή είχε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αποτελούσε την οδό απ’ όπου θα επιχειρούσαν να περάσουν οι σουλτανικές δυνάμεις προς την εστία της Επανάστασης, την Πελοπόννησο.
Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ στη Ρούμελη.

Από την Πύλη δόθηκε εντολή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την Επανάσταση. Αυτός όμως ήταν καθηλωμένος στα Γιάννενα όπου πολιορκούσε τον Αλή πασά.
Έτσι έστειλε τον κεχαγιά μπέη του Μουσταφά επικεφαλής 3.000 Αλβανών να περάσει στην Αχαΐα από την Αιτωλοακαρνανία μέσω του Ρίου. Θεωρώντας ανεπαρκή την αποστολή αυτή, διέταξε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ να συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις και να κατευθυνθεί από την Βοιωτία στον Ισθμό και από εκεί στον Μοριά. Έπρεπε όμως πρώτα να εκκαθαριστεί η Ανατολική Στερεά από τους Έλληνες επαναστάτες. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Ομέρ Βρυώνη, πασά του Βερατίου, ικανότατο στρατηγό. Λόγω της παλιάς φιλίας του με τον Αλή πασά, δεν ενέπνεε όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.

Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά τους περισσότερους Έλληνες οπλαρχηγούς. Τις πολεμικές τους συνήθειες, τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ήταν πανέξυπνος και εμπειροπόλεμος.

Σύντομα, μια μεγάλη στρατιά από 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς (κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, 7.000) κινήθηκε ενάντια στους Έλληνες. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης κρίνοντας απαραίτητη την κατάληψη της στενής διάβασης του Σπερχειού προς τις Θερμοπύλες, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί για να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών.
Έπρεπε πρώτα όμως να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έχουν ενοχλήσεις από τις ήδη υπάρχουσες στην περιοχή εχθρικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσίαζε η κατάληψη του Πατρατζικίου (Υπάτης). 800 ένοπλοι Τούρκοι και Αλβανοί, αγωνίζονταν με πάθος, καθώς είχαν μάθει ότι έρχονται ενισχύσεις.

Η αρχική άρνηση του οπλαρχηγού της περιοχής Μήτσου Κοντογιάννη να λάβει μέρος στην επιχείρηση εναντίον της Υπάτης, ήταν καθοριστική.
Ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς αναγκάστηκαν να πολιορκήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την πόλη. Τελικά, στις 18 Απριλίου με 8 μέρες καθυστέρηση ,συνέπραξε μαζί τους και ο Κοντογιάννης. Η πολιορκία της Υπάτης ήταν σκληρή. Λίγο όμως πριν η φρουρά παραδοθεί πληροφορήθηκε ότι ο Ομέρ Βρυώνης βρισκόταν στο Λειανοκλάδι. Οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία και έφτασαν στο χωριό Καμποτάδες. Ο Μήτσος Κοντογιάννης αποσύρθηκε στη μονή Αγάθωνος, μετανιωμένος που πήρε μέρος στην επιχείρηση.
Στις 20 Απριλίου έγινε σύσκεψη στους Καμποτάδες για να αποφασίσουν οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον τρόπο δράσης τους. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να τοποθετηθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Ο Διάκος και ο Πανουργιάς υποστήριξαν ότι έπρεπε να καταληφθούν οι δυο δρόμοι που οδηγούσαν ο πρώτος στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία και ο δεύτερος στη Φωκίδα. Η γνώμη αυτή επικράτησε.

Ο Δυοβουνιώτης με 600 άνδρες κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκομάτα (στον δρόμο των Σαλώνων). Στην πρώτη θέση τοποθέτησε τον Κομνά Τράκα και τον Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό, ενώ στη Χαλκομάτα έμεινε ο ίδιος μαζί με τον φλογερό πατριώτη, επίσκοπο Σαλώνων (Άμφισσας) Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος ανέλαβε με 500 άνδρες να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, απ’ όπου περνούσε ο δρόμος για τις Θερμοπύλες. Στους έμπιστούς του Καλύβα και Μπακογιάννη ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.

Η μάχη της Αλαμάνας (Σπερχειού)

Στις 22 ή 23 Απριλίου 1821, κι ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις προλάβει να οχυρωθούν στις θέσεις τους, έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης από το Λειανοκλάδι ενώ ταυτόχρονα ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε ξεκινήσει από το Ζητούνι (Λαμία).
Μόλις ο Δυοβουνιώτης είδε τη δύναμη του εχθρού κατευθύνθηκε προς τη θέση Δέμα, όπου δεν μπορούσαν να επιτεθούν οι ιππείς. Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να κινηθεί προς τη Χαλκομάτα. Ο Πανουργιάς που βρισκόταν εκεί με τους άνδρες του, παρά τη γενναία αντίσταση αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς μάλιστα είχε τραυματιστεί.
Τουρκική δύναμη άρχισε να καταδιώκει όσους υποχωρούσαν.
Ο γιγαντόσωμος επίσκοπος Ησαΐας ,ασυνήθιστος σε πολεμικές πορείες, βάδιζε με δυσκολία. Ο έφορος Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος, σήκωσε τον Ησαΐα στους ώμους του, όμως ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει για πολύ. Ο Ησαΐαςτότε του είπε: “Άφησε με, παιδί μου, και σώσε τουλάχιστον τον εαυτό σου, που είναι χρησιμότερος”. Ο Μαρκόπουλος πειθάρχησε. Λίγο αργότερα, άκουσε τα τελευταία λόγια του Ησαΐα: “Παναγία μου, σώσε την πατρίδα”. Ένας Τούρκος έφτασε τον επίσκοπο και τον αποκεφάλισε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε κι ο αδελφός του Ησαΐα, ιερομόναχος Παπαγιάννης κι ένας ανιψιός του.

Αμέσως μετά, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε λίγους άντρες εναντίον των οχυρωμένων στο Μουσταφάμπεη Κομνά Τράκα και Παπανδρέα και με το σύνολο των δικών του δυνάμεων αλλά κι εκείνων του Κιοσέ Μεχμέτ κινήθηκε προς την Αλαμάνα. 8.000 άνδρες, εναντίον 500 Ελλήνων! Από τους 500 Έλληνες, οι 200 με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, υπεράσπιζαν τη γέφυρα της Αλαμάνας. Σύμφωνα με μαρτυρία του Χριστόφορου Περραιβού, κοντά στη γέφυρα υπήρχε ομώνυμο χωριό που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους και σ’ αυτό οφείλεται το όνομα Αλαμάνα του Σπερχειού. Ο Διάκος, όπως προαναφέραμε, κατείχε τα Πουριά και με συχνές εφόδους προσπαθούσε να βοηθήσει τους υπόλοιπους μαχητές.

Ο Μπακογιάννης κι ο Καλύβας μαζί με δύο ακόμα συμπολεμιστές τους, κλείστηκαν σ’ ένα χάνι μπροστά στη γέφυρα για να απασχολούν τους Τουρκαλβανούς . Όσοι βρισκόταν στα Πουριά ήρθαν πλέον σε δεινή θέση. Ο Διάκος πολεμούσε με γενναιότητα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Βασίλης Μπούσγος, ένας σπουδαίος αγωνιστής του ’21 τον εκλιπαρούσε να φύγουν, καθώς θα ήταν περισσότερο χρήσιμος στο μέλλον. Ο ιπποκόμος του Μπισμπιρίγος, έφερε τη φοράδα του ‘’Αστέρω’’ για να ξεφύγει γρήγορα. Ο Διάκος ήταν ανένδοτος : ‘’Ο Διάκος δεν φεύγει, δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του’’. Είχαν μείνει πλέον μόνο 48 άνδρες γύρω απ’ τον Διάκο. Τα ντουφέκια και οι πιστόλες είχαν αχρηστευθεί από τη συχνή χρήση. Οι Έλληνες τράβηξαν από τα θηκάρια τα σπαθιά, αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι τέλους . Κάποια στιγμή σκοτώθηκε ο αδελφός του Διάκου Μήτρος. Ο Διάκος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη σορό του αδελφού του ως πρόχωμα και κατόρθωσε να καταφύγει στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας . Εκεί υπήρχαν βράχοι, κατάλληλοι για ταμπούρια.

Είχαν απομείνει όμως μόνο 10 άνδρες έναντι μερικών χιλιάδων. Ο αγώνας ήταν κάτι παραπάνω από άνισος. Ο Διάκος αγωνιζόταν λυσσαλέα. Όμως μια βολίδα κάποια στιγμή τον τραυμάτισε στον δεξί ώμο. Δεν μπορούσε έτσι να χρησιμοποιήσει την πιστόλα του και το σπαθί που κρατούσε στο αριστερό χέρι είχε σπάσει. Αιμόφυρτος έπεσε στα χέρια των Τσάμηδων του Τελεχά Φέζου. Ακόμα και τραυματισμένος ενέπνεε φόβο. Γι’ αυτό τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον ανέβασαν σ’ ένα μουλάρι για να τον οδηγήσουν στους πασάδες.

Στο μεταξύ, οι Καλύβας, Μπακογιάννης και οι άλλοι δύο συμπολεμιστές τους, μην ακούγοντας πλέον πυροβολισμούς, βγήκαν απ’ το χάνι για να δουν τι συμβαίνει. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε και τους φώναξε: ” Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν”.
Οι 4 ηρωικοί άντρες έβγαλαν τα σπαθιά τους και όρμησαν στους εχθρούς. Μετά από σύντομη μάχη έπεσαν όλοι νεκροί. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος συνέχισε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα ως το τέλος.

Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ” ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.
Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι – όχι όλοι – έμειναν απ” έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να δουν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
athanasios-diakos-1-juniorsclubΕίχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ” ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε – το είδαν κα­θαρά αυτό – ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ” ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ” τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς – έτσι τουλάχιστον δεί­χνει – και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.
Ο Διάκος – και οι άλλοι τρεις απ” έξω – μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ” ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ” ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ” έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ” το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι” αυτό συ­νεχίζουν!…
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ” το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ” έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι τα κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ” τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ” το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ” ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Agalma_Athanasios_DiakosΈνας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ” το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ” όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα – πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου.Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α” και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

ΠΗΓΗ: unpolitical.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: