Η τραγική ιστορία του σύγχρονου Ολιβερ Τουίστ που γλίτωσε από τη ζητιανιά για να βρει θαλπωρή στο Χαμόγελο του Παιδιού, ξεχώρισε στο παρκέ της ζωής
και του μπάσκετ μέχρι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς πριν από λίγες μέρες στο Περιστέρι
«Amber Alert – Περιστέρι – Αγόρι 13 ετών»: Η ανακοίνωση που έπαιζε για μία ολόκληρη εβδομάδα στις τηλεοπτικές μας οθόνες και στα matrix των μεγάλων αυτοκινητόδρομων της χώρας έσβησε πριν από λίγες ώρες, καθώς το Χαμόγελο του Παιδιού ανακοίνωσε την απενεργοποίησή της. «Ο 13χρονος Θανάσης δεν έχει βρεθεί ακόμα. Οι έρευνες σε Ελλάδα και εξωτερικό για τον εντοπισμό του συνεχίζονται», αναφέρει η οργάνωση σε μια λιτή ανακοίνωση εκφράζοντας ταυτόχρονα την ανησυχία ότι το παιδί έχει απαχθεί και μεταφερθεί στο εξωτερικό.
Οποια αλήθεια κι αν κρύβεται πίσω από την περίεργη αυτή εξαφάνιση, το μόνο βέβαιο είναι ότι πρέπει να εξιχνιαστεί γιατί ο Θανάσης είναι παιδί. Γιατί ο Θανάσης ένιωσε άνθρωπος για μόλις τέσσερα χρόνια. Γιατί ο Θανάσης αισθάνεται πάλι μόνος και χαμένος. Γιατί ο Θανάσης δικαιούται τη ζωή ενός κανονικού παιδιού. Μια ζωή που οι δικοί του άνθρωποι του στέρησαν τη στιγμή της γέννησής του…
Ο μικρός ζητιάνος με την απάνθρωπη ζωή
Μάρτιος του 2014. Στη συμβολή των οδών Χαροκόπου και Θησέως στην Καλλιθέα, έξω από κάποιο γνωστό κατάστημα, ένα μικρό αγοράκι ζητιανεύει για βοήθεια. Είναι μόνο, φοβισμένο, βρώμικο, με απόγνωση στη ματιά και τρέμουλο στην κίνηση. Κάποιοι περαστικοί κοντοστέκονται και τον ρωτούν πού είναι οι δικοί του, πώς τον λένε, από ποια χώρα είναι. Το παιδί δεν απαντά ποτέ. Δεν γνωρίζει τη γλώσσα, δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται η οικογένειά του, στο μυαλό του ακόμη και το όνομά του μοιάζει μπερδεμένο. Ομάρ τον φώναζαν στην Αίγυπτο, Θανάση στην Ελλάδα. Οσο περνούν οι μέρες τόσο οι περαστικοί στέκονται με την καρδιά σφιγμένη δίπλα σε αυτό το παιδί μέχρι τη στιγμή που κάποιος από αυτούς αποφασίζει να καταγγείλει την ιστορία του στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Οι Αρχές χωρίς να χάσουν χρόνο ενημερώνουν την Κοινωνική Υπηρεσία του Δήμου Καλλιθέας η οποία ύστερα από έρευνα οδηγείται σε ένα διαμέρισμα λίγα μέτρα μακριά από το πόστο της ζητιανιάς του μικρού Θανάση.
Η κατάσταση στο εν λόγω διαμέρισμα είναι κάτι παραπάνω από τραγική. Ολα είναι βρώμικα, ακατάστατα, πεταμένα σε πατώματα, σε καρέκλες. Εκεί μένει η Ελληνίδα γιαγιά Πηνελόπη με τον γιο της και πατέρα του Θανάση, Αχμέντ, και τα δυο της εγγόνια, Αμπντέλ-Γιώργο και Ομάρ-Θανάση, όλοι τους χριστιανοί ορθόδοξοι με την ελληνική υπηκοότητα κερδισμένη από την πλευρά της Ελληνίδας γιαγιάς. Μητέρα δεν υπάρχει. Οι πληροφορίες λένε ότι εγκατέλειψε τα παιδιά και τον σύζυγό της πριν από πολλά χρόνια και δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Η γιαγιά μοιάζει ενοχλημένη από την παρουσία των ανθρώπων της κοινωνικής υπηρεσίας, ο πατέρας είναι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με την αιτιολογία ότι έχει χειρουργηθεί πρόσφατα στο στομάχι. Λένε πως δεν έχουν χρήματα.
Οτι ζούνε με μια σύνταξη των 200 ευρώ από την Αίγυπτο, ότι σιτίζονται από το Κοινωνικό Παντοπωλείο του Δήμου, ότι ο μπαμπάς είχε μια καλή δουλειά στην Αίγυπτο -ασχολούνταν με ηλεκτρονικούς υπολογιστές- και οι αναταραχές στη χώρα τους τούς οδήγησαν πριν από κάποιο διάστημα στην Ελλάδα. Ισχυρίζονται ότι το σπίτι όπου διαμένουν τους το έχει παραχωρήσει ένας φίλος Αιγύπτιος που δεν ζει στην Ελλάδα, ορκίζονται ότι λατρεύουν τα δύο αγόρια, υπόσχονται ότι ο Θανάσης δεν θα ξαναβγεί στη ζητιανιά. Φτάνει να μην τους τον πάρουν. Φτάνει αυτή η υπόθεση να λήξει εδώ.
Οι υπάλληλοι της Κοινωνικής Υπηρεσίας του δήμου δεν τους πιστεύουν. Στα χέρια τους κρατούν ένα έγγραφο (εξιτήριο) από μεγάλο νοσοκομείο της χώρας που αφορά τον πατέρα, πάνω στο οποίο αναγράφεται «Αιτία εισόδου-Στερητικό σύνδρομο», στα μάτια τους καθρεφτίζεται η τραγική κατάσταση μέσα στην οποία διαβιώνουν τα παιδιά, στην ψυχή τους νιώθουν το χρέος να το βοηθήσουν. Το πράττουν. Μετά από εισαγγελική εντολή ο 9χρονος τότε Θανάσης μεταφέρεται από τους δρόμους της Καλλιθέας αρχικά στο Παίδων για τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις και στη συνέχεια σε σπίτι του Χαμόγελου στην περιοχή του Περιστερίου. Η ζωή του μοιάζει να αλλάζει και το αβέβαιο αύριο παραχωρεί τη θέση του στη φροντίδα, στην προσοχή και την αγάπη…
Ενας μικρός Αντετοκούνμπο γεννιέται…
Το ημερολόγιο γράφει 30 Ιουλίου 2014 όταν ο Θανάσης περνά για πρώτη φορά το κατώφλι του Χαμόγελου. Δεν μιλάει καθόλου ελληνικά -πέρα από ελάχιστες λέξεις-, γνωρίζει μόνο αραβικά, αλλά και αυτά χωρίς να ξέρει γραφή ή ανάγνωση. Οσο περνάει ο καιρός τόσο τα λυπημένα μάτια του αρχίζουν να πετούν σπίθες χαράς. Οι υπεύθυνοι του Χαμόγελου τον γράφουν στην Α’ Τάξη του Δημοτικού σε σχολείο της περιοχής, οι δάσκαλοι συγκλονίζονται από την ευστροφία του: ο Θανάσης γράφει, ο Θανάσης διαβάζει, ο Θανάσης κάνει φίλους και όνειρα, ο Θανάσης επιτέλους χαμογελά! Σπάνια πλέον ξεσπάει, κοινό γνώρισμα των κακοποιημένων και εγκαταλειμμένων παιδιών. Οι μοναδικές στιγμές που το πρόσωπό του συννεφιάζει είναι όταν η κουβέντα γυρίζει γύρω από την παλιά του ζωή. Δεν θέλει να μιλά ποτέ για εκείνα τα χρόνια. Το μόνο που λέει κάποιες ελάχιστες φορές είναι ότι δεν ήταν καλά, ότι ο μπαμπάς του φώναζε και τον χτυπούσε.
Το μόνο που θέλει είναι να κάνει γρήγορα τα μαθήματά του προκειμένου να παίζει όσο περισσότερο γίνεται μπάσκετ με την μπάλα που του έφερε τα Χριστούγεννα ο Αγιος Βασίλης. Από το πρωί έως το βράδυ ο μικρός θέλει να είναι με μια μπάλα στα χέρια. Οι άνθρωποι του Χαμόγελου το αντιλαμβάνονται γρήγορα και τον γράφουν στους Τίγρεις Περιστερίου. Το όνειρο του Θανάση γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Τα παιδιά της ομάδας μπάσκετ τον αποθεώνουν κάθε φορά που μπαίνει στο γήπεδο, ο προπονητής του θεωρεί ότι έχει στα χέρια του ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, οι φίλοι και οι συμμαθητές του δεν σταματούν να του λένε: «Θανάση, εσύ θα γίνεις σίγουρα ο επόμενος Αντετοκούνμπο του NBA!».
Ολα μοιάζουν να συνωμοτούν στο ότι ο μικρός Θανάσης έχει αφήσει οριστικά πίσω του τις μελανές ημέρες και οι δυνατότητές του -τόσο στα μαθήματα όσο και στο αγαπημένο του άθλημα- μπορούν να του εξασφαλίσουν ένα λαμπρό μέλλον. Ωστόσο, κάποιοι τον θέλουν πίσω αδιαφορώντας για το τίμημα της επιστροφής. Δύο χρόνια μετά την άφιξή του στο Χαμόγελο, και συγκεκριμένα το 2016, η οικογένεια του Θανάση ζητά να τον πάρει πίσω. Η Κοινωνική Υπηρεσία του Δήμου Καλλιθέας οδηγείται για δεύτερη φορά στο διαμέρισμα της Καλλιθέας όπου αντικρίζει ξανά ένα αχούρι και τον πατέρα του Θανάση ξαπλωμένο στο κρεβάτι να βογκά από τους πόνους. Ο αρμόδιος εισαγγελέας δεν συναινεί στην επιστροφή του μικρού στην οικογένειά του. Το παιδί είναι καλά και πρέπει να συνεχίσει να είναι καλά…
Το χρονικό πριν από την εξαφάνιση και τα μεγάλα ερωτήματα
Την περίοδο όπου ο Θανάσης βρίσκεται στο Χαμόγελο τον επισκέπτονται σποραδικά κάποιοι συγγενείς, με εξαίρεση τον πατέρα του ο οποίος δεν πηγαίνει να τον δει ούτε μία φορά. Μία από τις χαρούμενες στιγμές του μικρού ήταν πριν από περίπου τρεις εβδομάδες όταν τον επισκέφθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιώργος, ο οποίος δεν ξαναπήγε, σύμφωνα με πληροφορίες, λόγω κάποιου τροχαίου. Ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Θανάση ήταν η γιαγιά του Πηνελόπη, η οποία τον συνάντησε μέσα στο σπίτι του Χαμόγελου σχεδόν μία εβδομάδα πριν από την εξαφάνισή του. Την Παρασκευή 23 Μαρτίου ο Θανάσης μαζί με άλλα παιδιά και με συνοδεία παιδαγωγού κατευθύνονται στο φροντιστήριο αγγλικών της περιοχής όπου διαμένουν. Ο μικρός μπαίνει στην είσοδο του φροντιστηρίου αλλά δεν ανεβαίνει με τους συμμαθητές του στην τάξη. Η καθηγήτρια το αντιλαμβάνεται και ενημερώνει αμέσως τους υπεύθυνους που σε λίγα λεπτά οργώνουν ολόκληρη την περιοχή. Ο Θανάσης δεν είναι πουθενά…
Στο μοναδικό τηλέφωνο της οικογένειάς του που κρατούν στα χέρια τους οι υπεύθυνοι της οργάνωσης απαντά η γιαγιά: «Μα, τι λέτε τώρα… Εμείς δεν ξέρουμε πού είναι το παιδί!». Τα γεγονότα που ακολουθούν τη διαψεύδουν. Ενας αυτοκινητιστής ενημερώνει τις Αρχές ότι οδήγησε το συγκεκριμένο παιδί στην περιοχή του Γαλατσίου (εκεί φέρεται να ζουν σήμερα η γιαγιά και ο πατέρας του Θανάση) όπου και το παρέλαβε μια γυναίκα πληρώνοντας το αντίτιμο της κούρσας. Την ίδια στιγμή ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά της Αστυνομίας, έχοντας προηγουμένως μυρίσει μια μπλούζα του παιδιού, πιστοποιούν με δυνατά γαβγίσματα το πέρασμα του Θανάση από το σπίτι του Γαλατσίου. Η μυρωδιά του είναι εκεί, το παιδί πέρασε από εκεί και ύστερα χάθηκε ξανά. Οι δικοί του δεν το δέχονται.
Λένε ότι ουδέποτε τον είδαν, ουδέποτε τον παρέλαβαν. Οι ίδιοι άνθρωποι ωστόσο από την ημέρα της εξαφάνισής του δεν σήκωσαν ούτε μία φορά το τηλέφωνο προκειμένου να ενημερωθούν από τους ανθρώπους του Χαμόγελου για τις εξελίξεις των ερευνών. Ο Θανάσης δεν ήθελε να φύγει. Ο Θανάσης έκανε σχέδια για το καλοκαίρι και περίμενε πώς και πώς να περάσουν οι ημέρες των γιορτών προκειμένου να επισκεφθεί ορθοδοντικό «για να βάλω σιδεράκια και να έχω και εγώ ωραία δόντια, όπως τα άλλα παιδιά». Ο Θανάσης δεν θα άφηνε ποτέ το μπάσκετ, ούτε την εγγραφή του σε ομάδα ποδοσφαίρου που είχε κανονίσει το Χαμόγελο του Παιδιού. Ο Θανάσης πρέπει να βρεθεί και να επιστρέψει εκεί όπου οι συνθήκες θα του εξασφαλίσουν το πιο σημαντικό ριμπάουντ της ζωής του…
Τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια στο Χαμόγελο του Παιδιού και μετά ο εφιάλτης επέστρεψε στη ζωή του 13χρονου Θανάση