Όταν οι δημοσιογράφοι έβρισκαν το τσαγανό να ρωτήσουν, εκείνος απαντούσε αδιάφορα πως τις απέκτησε από «γερμανό πολυβολητή» στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κανείς τους δεν είχε βέβαια το σθένος να του πει πως ποτέ του δεν πάτησε πόδι σε καμία μάχη και κανέναν πόλεμο, κι έτσι το πράγμα έμενε ειδησεογραφικά εκεί.
Η ιστορία των τριών χαρακιών του «Σημαδεμένου» ήταν βλέπετε λιγότερο ηρωική.
Όλα έγιναν το 1917, όταν ο 18χρονος Αλ δούλευε στο μπαρ και την πόρτα του «Harvard Inn», ενός φτηνού νεοϋορκέζικου ποτάδικου και οίκου ανοχής ιδιοκτησίας του Φρανκ Γέιλ.
Ο Γέιλ δεν ήταν κανένας τυχαίος, καθώς είχε γίνει ένας από τους μεγαλύτερους και πιο δραστήριους λαθρέμπορους οινοπνευματωδών κατά την Ποτοαπαγόρευση και είχε πάρει κάτω από τις εγκληματικές του φτερούγες το νεαρό φιντάνι.
Ο Αλ ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές στο κλαμπ και έκανε τα πάντα, από λάντζα και δίσκο μέχρι πίσω από την μπάρα και έξω στην πόρτα. Στους πελάτες άρεσε ο νεαρός Αλ, ειδικά όταν ανέβαινε στην πίστα και κυρίως όταν άλλαζε μέσα σε μια στιγμή και από μελιστάλαχτο γκαρσόν μετατρεπόταν σε αιμοβόρο πορτιέρη.
Έχοντας κλείσει κάναν χρόνο στο «Harvard Inn» και ξέροντας πια τους πάντες, ο Αλ αντίκρισε ένα βράδυ μια παρέα που δεν είχε ξαναδεί. Ήταν ο Φρανκ Γκαλούτσιο, ένας μικροκακοποιός τοπικού βεληνεκούς, η μικρή του αδερφή, Λένα, και η σύντροφος του Γκαλούτσιο, Μαρία.
Ο Αλ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την καλλίγραμμη Λένα. Σέρβιρε μονίμως τα ποτά που ρουφούσε το ένα πίσω από το άλλο ο Φρανκ, μέχρι που έγινε «σκνίπα», ο Καπόνε δεν είχε όμως μάτια παρά για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, τη σκουρομάλλα Ιταλιάνα με το φονικό σώμα.
Ο Αλ φόρεσε λοιπόν το πιο πλατύ του χαμόγελο και πήγε και τη βρήκε την ώρα που η κοπέλα ανέβαινε στην πίστα, όπως μας κατατοπίζει ο βιογράφος του Laurence Bergreen: «Πώς είστε αυτή τη βραδιά;», τη ρώτησε, μόνο που η Λένα τον προσπέρασε αδιάφορα. Ο Αλ ένιωσε εντελώς ανόητος και όντας ο Αλ, δεν σκόπευε να το αφήσει να περάσει έτσι εύκολα αυτό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς εμφανιζόταν λοιπόν μαγικά στο τραπέζι της τριάδας με διάφορες προφάσεις, μόνο που η Λένα δεν γύριζε καν να τον κοιτάξει. Όπως είχε δηλώσει εξάλλου αργότερα ο ίδιος ο Φρανκ Γκαλούτσιο σε συνέντευξή του: «Η Λένα τον αγνοούσε κάθε φορά, κι εκείνος κάθε φορά που περνούσε από το τραπέζι μας προσπαθούσε να της μιλήσει. Μου φαινόταν πως δεν ήθελε να την ενοχλεί».
Σύντομα «εξοργίστηκα» και ένιωσα πως «είχε μεγάλο θράσος» να της μιλά με τέτοιον τρόπο. Η Λένα παρότρυνε μάλιστα τον αδερφό της «μήπως να του ζητήσεις να σταματήσει, αλλά με καλό τρόπο;». Πριν προλάβει να του τα πει ένα χεράκι, ο Καπόνε προσέγγισε και πάλι την παρέα, κοίταξε τη Λένα στα μάτια και είπε με αρκετά δυνατή φωνή ώστε να ακουστεί στα διπλανά τραπέζια: «Έχεις ωραίους γλουτούς, γλύκα, και το λέω αυτό σαν κομπλιμέντο. Πίστεψέ με»!
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής. Ο Φρανκ πετάχτηκε στα πόδια του και όπως μας λέει ο δεύτερος βιογράφος του Καπόνε (Robert J. Schoenberg): «Η προσβολή ήταν αρκετά κακή. Και το γεγονός ότι την άκουσαν και ξένοι την έκανε ανυπόφορη». Η οικογένεια ήταν ό,τι πιο ιερό για έναν Ιταλο-Αμερικανό και ο Καπόνε το ήξερε αναμφίβολα αυτό.
«Δεν ανέχομαι αυτά τα σκ…ά από κανέναν», ούρλιαξε ο Φρανκ, «απολογήσου τώρα στην αδερφή μου, ακούς;», απαίτησε. Οι αναφορές δεν συμφωνούν για το τι ακριβώς συνέβη μετά. Άλλοι λένε πως ο Γκαλούτσιο του την έπεσε αμέσως, μεθυσμένος καθώς ήταν, και άλλοι πως αρχικά προσπάθησε να είναι διαλλακτικός και ήταν ο Αλ αυτός που ανταπάντησε προκλητικά.
Όπως κι αν έχει, ξέσπασε καυγάς και ο έμπειρος με το στιλέτο Φρανκ «γραπώθηκε στην πλάτη του σαν γάτα» και με το μαχαίρι του (ή ακόμα και με ένα ανοιχτήρι) του χάραξε το πρόσωπο. Ο ίδιος ο Γκαλούτσιο θυμόταν πως ο Καπόνε προσπάθησε να τον ηρεμήσει, λέγοντας πως δεν ήταν παρά ένα χοντροκομμένο αστείο, κάτι που έβγαλε από τα ρούχα του τον μαφιόζο.
Θυμάται πως τελικά ήταν ο Καπόνε αυτός «που δεν χαμογελούσε πια» και «ήρθε καταπάνω μου. Φώναξα τον ιδιοκτήτη. Αλλά αυτός συνέχισε να έρχεται καταπάνω μου». Και τότε σκέφτηκε πως «έι, αυτός ο τύπος μπορεί να μου κάνει κακό αν του επιτρέψω να με πιάσει. Καλύτερα να χτυπήσω πρώτος και γρήγορα … Έπιασα το μαχαίρι μου και πήγα κατευθείαν για τον λαιμό του».
Ο Φρανκ χάραξε τον Αλ σε τρία σημεία στο πρόσωπό του, αφήνοντάς του τις χαρακτηριστικές ουλές που θα τον μετέτρεπαν σε «Σημαδεμένο». Ο Καπόνε αιμορραγούσε «σαν γουρούνι», όπως ανακαλούσε χαιρέκακα ο Γκαλούτσιο, ο οποίος πήρε σύντροφο και αδερφή και όρμησαν έξω από το μαγαζί, χωρίς κανείς να σκεφτεί να τον σταματήσει.
Ένας συνάδελφος έφερε μια πετσέτα στον Καπόνε και τα τσιράκια του Γέιλ τον πήγαν στο νοσοκομείο του Κόνι Άιλαντ, όπου και κατέληξε με 30 ράμματα και ένα παρατσούκλι που θα τον ακολουθούσε για μια ζωή.
Μόνο που η ιστορία μας δεν τελειώνει εδώ. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκαλούτσιο άκουσε για έναν «χαρακωμένο» που τον έψαχνε και έμαθε πως ήταν «πρωτοπαλίκαρο του Γέιλ». Όχι ότι ανησύχησε αρχικά, καθώς ως μέλος της φαμίλιας των Γενοβέζε δεν είχε και πολλά να φοβάται από έναν πιτσιρίκο. Όταν είδε όμως κάτι «ντουλάπες» τσιράκια του Γέιλ να τον αναζητούν στα μέρη όπου σύχναζε, κατάλαβε πως το περιστατικό δεν είχε λήξει και πως χρειαζόταν προστασία.
Μέσω των δικών του διασυνδέσεων, έφτασε στον «Τζο το αφεντικό», τον «νονό» της Ανατολικής Ακτής, Τζουζέπε Μασερία, αλλά και τον ίδιο τον Λάκι Λουτσιάνο για να βρουν μια λύση. O Λουτσιάνο πρότεινε μια συνάντηση μεταξύ Γκαλούτσιο και Καπόνε, με εγγυητή τον ίδιο, τον Μασερία και τον Γέιλ, στο «Harvard Inn».
Η μάζωξη έγινε και οι «νονοί» συμφώνησαν πως δεν ήταν έξυπνο να χυθεί αίμα για κάτι τόσο μηδαμινό. Όπως το θυμόταν ο Γκαλούτσιο: «Ο Καπόνε διατάχθηκε να μην ψάξει εκδίκηση και εγώ διατάχθηκα να απολογηθώ … Η θέα των χαρακιών στο πρόσωπό του με σόκαραν, επειδή λυπόμουν αληθινά για ό,τι του είχα κάνει». Απολογήθηκαν λοιπόν ο ένας στον άλλο και το περιστατικό έκλεισε εκεί.
Και για τον Καπόνε έκλεισε οριστικά μάλιστα, καθώς ακόμα και όταν έγινε το αδιαφιλονίκητο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγο δεν έψαξε ούτε τότε εκδίκηση, όντας πια στο απυρόβλητο οποιασδήποτε συνέπειας.
Έχει όμως κι άλλο. Κάθε φορά που έβλεπε τον Γκαλούτσιο του χαμογελούσε και ήταν ιδιαιτέρως ευγενικός μαζί του. Τον έπαιρνε μάλιστα πάντα ως μπράβο όταν κατέβαινε στη Νέα Υόρκη, δίνοντάς του 100 δολάρια τη βδομάδα, ένα τρομακτικά μεγάλο ποσό για την εποχή.
Όσο για τον Φρανκ, ένιωθε διαχρονικά απόλυτα δικαιολογημένος για το χαράκωμα του Καπόνε: «Γάμ…έ τον, το χρειαζόταν», είπε σε συνέντευξή του με τον William Balsamo μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, «είμαι σίγουρος πως αν ήταν αλλιώς, θα είχε κάνει το ίδιο πράμα … εννοώ πως ήταν η μικρή μου αδερφή. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι προσβολές. Ειδικά σε έναν χορό».
Κατάλαβε πάντως πόση ζημιά είχε κάνει στον άντρα που μεγάλωσε, έγινε αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος, κι όμως όλοι τον ήξεραν με το μειωτικό «Σημαδεμένος»: «Χριστέ μου, Bill», εξομολογήθηκε στον Balsamo, «ο Καπόνε έπρεπε να ζει με αυτές τις ουλές»…