Ο σπαρτιατικός στρατός δεν αποτελείτο μόνο από Σπαρτιάτες αλλά και από άλλους Λάκωνες. Η ραχοκοκαλιά του όμως ήταν οι Σπαρτιάτες όμοιοι, οι οποίοι στρατεύονταν από το εικοστό μέχρι και το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους.
Η δομή του σπαρτιατικού στρατού άρχισε να αλλάζει περίπου στις αρχές του 8ου αιώνα, με την εμφάνιση της φάλαγγας. Η φάλαγγα ήταν επιμήκης παράταξη η οποία είχε βάθος από τέσσερις έως δώδεκα άνδρες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την νέα και μεγάλη στρογγυλή ασπίδα που κάνει την εμφάνιση της εκείνη την εποχή, και αντικαθιστά την οκτάσχημη δερμάτινη ασπίδα. Η φάλαγγα συνήθως είχε βάθος οκτώ ανδρών, αν και μπορούσε να αλλάξει ανάλογα με την περίσταση.
Στις εκστρατείες των Σπαρτιατών λάμβαναν μέρος και οι συμμαχικές προς αυτούς πόλεις, οι οποίες βοηθούσαν τους Σπαρτιάτες ανάλογα με την στρατιωτική τους δύναμη. Ο στρατός της Σπάρτης ποτέ δεν εκστράτευε ολόκληρος, αλλά μόνο ένα τμήμα του (περίπου το 1/3), ενώ το υπόλοιπο τμήμα του έμενε στην Σπάρτη για την περίπτωση εξέγερσης των ειλώτων. Πόλεις κράτη συμμαχικά προς την Σπάρτη τα οποία καλούσαν τους Σπαρτιάτες σε βοήθεια ήταν υποχρεωμένα να εκστρατεύουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Ο σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε έξι μόρες που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο στρατιωτικό τμήμα του. Πιο αναλυτικά ο Σπαρτιατικός στρατός αποτελείτο από τα εξής στρατιωτικά τμήματα:
ΣΥΣΚΗΝΙΕΣ – ΕΝΩΜΟΤΙΕΣ
Το μικρότερο στρατιωτικό τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού ήταν η συσκηνία. Αποτελείτο από μια ομάδα δεκαέξι έως δεκαοκτώ ανδρών περίπου, οι οποίοι ονομάζονταν σύσκηνοι. Οι άνδρες αυτοί από τα εφηβικά τους χρόνια ζούσαν μαζί, κοιμόντουσαν στην ίδια σκηνή, έτρωγαν μαζί, εκπαιδευόντουσαν σαν ομάδα στα στρατιωτικά γυμνάσια, και στις πολεμικές συρράξεις ήταν συμμαχητές.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να αναπτύσσουν μεταξύ τους στενούς φιλικούς δεσμούς, πράγμα που τους έκανε ιδιαίτερα μαχητικούς και οργανωτικούς κατά την διάρκεια της μάχης.
Αν κάποιος σύσκηνος χανόταν στην μάχη την θέση του έπαιρνε κάποιος άλλος, κατόπιν εξετάσεως και ψηφοφορίας των υπολοίπων. Η ενωμοτία αποτελείτο από δυο συσκηνίες, δηλαδή από περίπου τριάντα δυο έως τριάντα έξι άνδρες.
Το μεγαλύτερο στρατιωτικό τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού είναι η Μόρα. Ο χωρισμός του στρατού σε Μόρες λέγεται ότι έγινε από τον Λυκούργο, ο οποίος χώρισε σε μόρες τόσο τους οπλίτες, όσο και τους ιππείς.
Κάθε μόρα οπλιτών χωρίζεται σε τέσσερις λόχους, κάθε λόχος σε δυο πεντηκοστίες και κάθε πεντηκοστία σε δυο ενωμοτίες. Η κάθε μόρα έχει σαν διοικητή τον πολέμαρχο, και σαν αξιωματικούς τέσσερις λοχαγούς, οκτώ πεντηκόνταρχους, και δεκαέξι ενωμοτάρχες.
Ένα μεγάλο επίσης στρατιωτικό τμήμα, το οποίο συναντάται σε αρχαία ελληνικά συγγράμματα είναι και η μοίρα, η οποία κατά τον Έφορο αποτελείται από πεντακόσιους άνδρες, κατά τον Καλλισθένη από επτακόσιους και κατά τον Πολύβιο από εννιακόσιους. Επειδή όμως οι πληροφορίες γι’ αυτό το στρατιωτικό τμήμα είναι περιορισμένες εικάζεται ότι πρόκειται για την μόρα με άλλη ονομασία.
Κάθε αγόρι που γεννιόταν στην Σπάρτη ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει στην αγέλη. Μετά την συμπλήρωση του 7ο έτους της ηλικίας τους τα αγόρια εγγράφονταν στις αγέλες, από τις οποίες ξεκινούσε η σπαρτιατική αγωγή. Εκεί μάθαιναν χορό και μουσική, γραφή και ανάγνωση, και εκπαιδεύονταν στην πειθαρχία, η οποία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο της Σπαρτιατικής αγωγής. Εκεί επίσης μάθαιναν τα πρώτα πράγματα στην πολεμική τέχνη, ασκούνταν με διάφορες φυσικές ασκήσεις και μάθαιναν τα πρώτα πολεμικά τους παιχνίδια.
Η αγέλη εμφυσούσε στα Σπαρτιατόπουλα την έννοια της συλλογικότητας αφού τα μάθαινε να συμβιώνουν αλλά και να πολεμούν μαζί, καθώς και την αγάπη τους προς την Σπάρτη.
Για να συνηθίσουν τον λιτό τρόπο ζωής τα παιδιά κοιμόντουσαν πάνω σε αχυρένια στρώματα που έφτιαχναν οι ίδιοι χρησιμοποιώντας καλάμια από τις όχθες του Ευρώτα. Τον χειμώνα για να ζεσταίνονται έβαζαν κάτω από το στρώμα τους ένα φυτό με θερμαντικές ικανότητες, το λυκοφάνους όπως μας αναφέρει ο Ξενοφώντας.
Τον χειμώνα δεν ντύνονταν βαριά αλλά φορούσαν μόνο ένα ιμάτιο το οποίο έπαιρναν και έπρεπε να το κρατήσουν για ένα χρόνο. Πλένονταν πάντα με κρύο νερό από τις όχθες του Ευρώτα η από τα δημόσια λουτρά, χωρίς να χρησιμοποιούν κανένα είδος αρωματικού φυτού η ελαίου.
ΒΟΥΕΣ – ΥΛΕΣ
Οι βούες ήταν μια ομάδα από αγέλες. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες, αλλά από συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε αν μελετήσουμε τον Ξενοφώντα στο «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» οι βούες θα πρέπει να αποτελούνταν από έξι η δώδεκα αγέλες.
Ετσι λοιπόν οι νεαροί Σπαρτιάτες ανήκαν σε στις βούες σε μικρή ηλικία και όταν μεγάλωναν από την ηλικία δηλαδή των 13 – 20 ετών άνηκαν στις ίλες. Αρχηγός της ίλης ήταν ο είρην που ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Οι βούες έδιναν περισσότερο στους νεαρούς Σπαρτιάτες πνευματικά εφόδια, ενώ οι ίλες ήταν πλέον συγκροτημένες ομάδες οι οποίες ακολουθούσαν στρατιωτική πειθαρχία και δίδασκαν τους νέους τα μυστικά της πολεμικής τέχνης.
Σε αντίθεση με την σημερινή έννοια της λέξεως, στην αρχαιότητα οι πρόσκοποι ήταν στρατιωτικά τμήματα που αναλάμβαναν δύσκολες αποστολές, κάτι σαν τις σημερινές ειδικές δυνάμεις. Στον στρατό των Λακεδαιμονίων τον ρόλο των προσκόπων αναλάμβαναν οι Σκιρίτες, οι οποίοι κατάγονταν από την Σκιρίτιδα την περιοχή δηλαδή που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Λακωνίας προς την Αρκαδία, οι οποίοι προπορεύονταν του Σπαρτιατικού στρατού και πολλές φορές μάλιστα πιο μπροστά και από τους έφιππους ανιχνευτές.
Οι πρόσκοποι κατά την διάρκεια της μάχης, σαν επίλεκτο σώμα παρατασσόταν δίπλα από τους τριακόσιους, την επίσημη δηλαδή φρουρά του βασιλιά. Αποτελείτο από εξακόσιους περίπου άνδρες με μεγάλη σωματική δύναμη, και ψυχικό σθένος, αναλαμβάνοντας τις δυσκολότερες αποστολές του Σπαρτιατικού στρατού, όπως την συνοδεία όσων Σπαρτιατών εκτός στρατοπέδου, την βραδινή φύλαξη του στρατοπέδου κ.τ.λ.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ ΕΔΑΦΟΥΣ
Πρόκειται για ιππείς οι οποίοι προηγούνταν του κυρίως τμήματος του ιππικού, και είχαν σαν σκοπό την ανίχνευση του εδάφους ώστε σε περιπτώσεις εμποδίων η ενέδρας το κυρίως τμήμα που ακολουθούσε να μην βρεθεί σε αδιέξοδο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις εκτός από την ενημέρωση του κυρίως τμήματος σχετικά με το είδος του εμποδίου η της ενέδρας, ήταν επιφορτισμένοι να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις η άλλα ασφαλή δρομολόγια ώστε να διασφαλίσουν την ασφαλή προσπέλαση του κυρίως τμήματος.
Στην περίπτωση στρατοπέδευσης των στρατιωτικών τμημάτων οι ανιχνευτές εδάφους στρατοπέδευαν σε σημεία από τα οποία μπορούσαν να διακρίνουν από μακριά τους εχθρούς και τις κινήσεις τους.
Το ιππικό του Σπαρτιατικού στρατού δεν ήταν μεγάλο σε αριθμό σε σχέση με τους οπλίτες, και διαιρείτο και αυτό σε έξι μόρες. Κάθε μόρα διαιρείτο σε ουλαμούς και κάθε ουλαμός είχε περίπου πενήντα ιππείς. Κύριο καθήκον του ιππικού ήταν η φύλαξη των νότων και των πτερύγων της φάλαγγάς. Αρχηγός της κάθε ιππικής μόρας ήταν ο Ιππαρμοστής.
Σαν ιππείς στο Σπαρτιατικό ιππικό προτιμούνταν οι ελαφρότεροι σε σωματικό βάρος οπλίτες, ώστε το λιγοστό βάρος να κάνει τα άλογα περισσότερο ευκίνητα τόσο στην μάχη όσο και στις πορείες.
Από πληροφορίες του Ξενοφώντα συμπεραίνουμε ότι το Σπαρτιατικό ιππικό ήταν πολύ πονηρό, και γι’ αυτό συνήθως προστάτευε το κυρίως στράτευμα σαν σώμα προφυλακής το οποίο πορευόταν μπροστά και αποτελείτο συνήθως από μια μόρα ιππέων.
Σε περίπτωση ενέδρας η άλλου κολλήματος οι ιππείς αυτοί ειδοποιούσαν το κυρίως στράτευμα ώστε αυτό να λάβει τις κατάλληλες θέσεις και τους κατάλληλους σχηματισμούς σε περίπτωση εμπλοκής.
Το Σπαρτιατικό ιππικό χρησιμοποιήθηκε και αρκετές φορές σε περιπτώσεις πολέμου δολιοφθορών (ανταρτοπόλεμου), η σε περιπτώσεις αιφνιδιασμού, και γενικά σε περιπτώσεις παρενοχλήσεων του αντιπάλου για την δημιουργία κυρίως εντυπώσεων.
Οι εκδρόμοι ήταν ακροβολιστές του Σπαρτιατικού στρατού οι οποίοι δρούσαν ανεξάρτητα από την οπλιτική φάλαγγα, και σκοπός τους ήταν να προκαλέσουν σύγχυση στις τάξεις του εχθρού. Ο οπλισμός του ήταν σχετικά ελαφρότερος από αυτόν των υπολοίπων οπλιτών, πράγμα που τους έκανε πιο ευάλωτους σε συγκρούσεις σώμα με σώμα. Στόχοι των εκδρόμων οι οποίοι αποτελούσαν και ένα είδος καταδρομέων της εποχής, ήταν οι πελταστές, αλλά και ορισμένες τάξεις βαρέως πεζικού αλλά και οι εκδρόμοι του αντίπαλου στρατού.
Το σώμα των εκδρόμων δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Σπάρτη για να αντιμετωπίσει τους πελταστές του Ιφικράτη, και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες Ελληνικές πόλεις όπως στην Αθήνα
Το σώμα των τριακοσίων αποτελούσε την σωματοφυλακή του βασιλιά το οποίο παρατασσόταν δίπλα του στην μάχη. Οι οπλίτες που το αποτελούσαν ονομάζονταν ιππείς αν και άνηκαν στο πεζικό, ονομασία η οποία παρέμεινε από τα αρχαϊκά χρόνια (7ος – 6ος αιώνας), όταν αποτελείτο από ιππείς. Στα κλασσικά χρόνια το όνομά τους ήταν απλώς τριακόσιοι.
Το σώμα των τριακοσίων διοικείτο από τους τρεις Ιππαγρέτες που ήταν κάτω από τις διαταγές του βασιλιά. Οι τρεις αυτοί Ιππαγρέτες επιλέγονταν από τους Εφόρους της Σπάρτης, ανάμεσα από τους ακμαιότερους και πιο ρωμαλέους άνδρες της πόλης. Ο κάθε Ιππαγρέτης διάλεγε εκατό άτομα οι οποίοι ήταν κάτω από τις διαταγές του, συμπληρώνοντας έτσι την φρουρά των τριακοσίων.
Ο κάθε Ιππαγρέτης ήταν υποχρεωμένος να μετά την επιλογή των εκατό ανδρών να δίνει εξηγήσεις στους εφόρους με πια κριτήρια επέλεξε τους εκατό αυτούς άνδρες. Το σώμα των τριακοσίων ήταν το εκλεκτότερο του Σπαρτιατικού στρατού, και η συμμετοχή κάποιου οπλίτη σε αυτό θεωρείτο τιμητική.
Δεν έφτανε όμως η επιλογή κάποιου οπλίτη από τους τρεις Ιππαγρέτες ώστε αυτός να μπορέσει να συμμετέχει στο σώμα των τριακοσίων, αλλά και η επιτυχία του στις κατάλληλες εξετάσεις που γίνονταν για τον σκοπό αυτό.
Οι Ιππαγρέτες ήταν κριτές σε αυτές τις εξετάσεις, όπως και σε άλλες αθλητικές εκδηλώσεις, και αν κάποιος δεν περνούσε επιτυχώς τις εξετάσεις μπορούσε να προσπαθήσει σε επόμενες.
Οι οπλίτες που συμμετείχαν σε αυτό το σώμα έπρεπε επίσης να είναι σωστοί απέναντι στον νόμο και τις επιταγές της πολιτείας διαφορετικά μπορούσαν να χάσουν την τιμητική αυτή θέση, την οποία καταλάμβανε κάποιος άλλος οπλίτης.
ΟΠΛΙΤΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ
Ο σχηματισμός της φάλαγγας αποτελείτο συνήθως από οκτώ μακριούς στοίχους οπλιτών. Η οπλιτική φάλαγγα υπάκουγε πάντα στα παραγγέλματα του βασιλιά και βάδιζε προς την μάχη στοιχισμένη και με ρυθμικό βήμα.
Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δόρυ και στο αριστερό την ασπίδα, παραταγμένοι κατά στοίχους ώστε να προφυλάσσονται μεταξύ τους κατά την διάρκεια της μάχης. Στα άκρα της φάλαγγας και ιδιαίτερα στις γωνίες, τοποθετούνταν οι πιο ρωμαλέοι οπλίτες, γιατί αυτά τα σημεία έμεναν συνήθως ακάλυπτα.
Κατά την διάρκεια της συμπλοκής με τον εχθρό προσπαθούσαν να μην διασπάσουν αυτή την διάταξη, και συμπλέκονταν μαζί του σώμα με σώμα μέχρι να τον συντρίψουν η να τον τρέψουν σε φυγή.
Σε περίπτωση φυγής του εχθρού οι Σπαρτιάτες δεν τον καταδίωκαν, πρώτα γιατί δεν ήθελαν να διασπαστεί η συνοχή της φάλαγγας, και έπειτα γιατί θεωρούσαν υποτιμητικό να έχουν για εχθρό τους κάποιον που έφευγε τρέχοντας από το πεδίο της μάχης, δηλαδή έναν δειλό.
Την φυγή οι Σπαρτιάτες την θεωρούσαν υποταγή, και σε αυτή την περίπτωση ο εχθρός περισσότερο τον οίκτο τους κέρδιζε παρά την αντιπαλότητά τους.
Ο Σπαρτιατικός στρατός εκτελούσε με μεγάλη ευκολία και ακρίβεια διάφορους ελιγμούς οι οποίοι σε άλλους στρατούς της εποχής θα ισοδυναμούσαν με διάλυση της συνοχής των τμημάτων. Διάφορα τέτοια παραδείγματα μας δίνει ο Ξενοφώντας στην Λακεδαιμονίων Πολιτεία, αναφέροντας μας για παράδειγμα την επί κέρας πορεία.
Σε αυτή την διάταξη πορείας η φάλαγγα βαδίζει κατά ενωμοτίες και σε περίπτωση εμφάνισης εχθρικής φάλαγγας ο ενωμοτάρχης διευθύνει την ενωμοτία προς τα αριστερά σχηματίζοντας έτσι όλες οι ενωμοτίες την φάλαγγα παραταγμένη κατά μέτωπο.
Αν τώρα εμφανιστεί εχθρική φάλαγγα στα νώτα τους ο κάθε στοίχος αραιώνει και κάνοντας μεταβολή βρίσκεται αντιμέτωπος με το εχθρικό στράτευμα. Ο κάθε στοίχος είναι έτσι συντεταγμένος ώστε σε τέτοια περίπτωση απέναντι από το εχθρικό στράτευμα, στην πρώτη γραμμή δηλαδή, να βρίσκονται οι πιο ανδρείοι πολεμιστές.
Σύμφωνα με την προηγούμενη διάταξη ο αρχηγός της φάλαγγας βρίσκεται στο αριστερό κέρας, αν όμως για οποιονδήποτε λόγο θεωρηθεί ότι ο στρατηγός πρέπει να βρεθεί στο δεξιό κέρας στρέφουν την φάλαγγα προς τα δεξιά η αριστερά ώστε ο στρατηγός να βρεθεί στο δεξιό κέρας και η οπισθοφυλακή να έρθει στο αριστερό.
Μελετώντας την Λακεδαιμονίων πολιτεία του Ξενοφώντα, μπορούμε να δούμε αναλυτικά διάφορους ελιγμούς των στρατιωτικών τμημάτων στην επί κέρας πορεία και να καταλάβουμε γιατί δίκαια ο στρατιωτικός μηχανισμός των Λακεδαιμονίων θεωρείτο ίσως ο κορυφαίος της εποχής.
Ο σεβασμός προς τον Βασιλιά και αρχιστράτηγο του Σπαρτιατικού στρατού, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις φαίνεται και από την διάταξη της φάλαγγας, όταν αυτή βαδίζει προς την μάχη.
Όταν λοιπόν η φάλαγγα πορεύεται προς την μάχη κανείς εκτός των Σκιριτών και των ανιχνευτών δεν επιτρέπεται να προπορεύεται του Βασιλιά. Σε περίπτωση όμως που η φάλαγγα συναντηθεί με τον εχθρό, τότε ο βασιλιάς παίρνει την πρώτη μόρα και την οδηγεί προς τα δεξιά της παράταξης, ενώ οι υπόλοιπες μόρες αναπτύσσονται είτε προς τα αριστερά της πρώτης, είτε έχοντας την πρώτη στο μέσον και αυτές τίθενται αριστερά και δεξιά της, πάντα υπό την καθοδήγηση των πολεμάρχων.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ – ΤΑΚΤΙΚΟΙ ΕΛΙΓΜΟΙ
Η οργάνωση του σπαρτιατικού στρατού γινόταν πάντα σύμφωνα με τις ανάγκες της πόλης. Οι συχνές πολεμικές επιχειρήσεις στις οποίες εμπλεκόταν ο Σπαρτιατικός στρατός, δημιούργησε την ανάγκη για χωρισμό του στρατεύματος σε αυτόνομα και αυτοδιοικούμενα τμήματα, τα οποία μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα και σε διαφορετικά μέτωπα όταν χρειαζόταν.
Τα μεγαλύτερα αυτοδιοικούμενα τμήματα του σπαρτιατικού στρατού ήταν οι μόρες, είτε αυτές ήταν οπλιτικές είτε του ιππικού.
Έτσι, αν για παράδειγμα η Σπάρτη χρειαζόταν να στείλει σε κάποια πόλη Σπαρτιατική φρουρά για να έχει υπό τον έλεγχο της την διοίκηση της πόλης, μπορούσε να στείλει για παράδειγμα μια μόρα η οποία θα αναλάμβανε αυτή την αποστολή, αφήνοντας το υπόλοιπο στράτευμα στην διάθεση της πολιτείας για άλλες αποστολές.
Η κάθε μόρα είχε δύναμη εξακοσίων περίπου οπλιτών μαζί με τους αξιωματικούς. Όταν η μόρα παρατασσόταν σε μάχη υποβοηθούμενη από το ιππικό, τότε η ιππική μόρα παρατασσόταν στα πλάγια της μόρας, ανάλογα βέβαια με το είδος της μάχης, αλλά και την δομή των αντιπάλων στρατευμάτων.
Σε περιπτώσεις περικύκλωσης της μόρας τότε τα δύο αυτά τμήματα μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα, ώστε το ιππικό να αποκρούσει επίθεση από τα νώτα της μόρας η να διαλύσει τμήματα πελταστών.
Η ιππική μόρα διαιρείτο σε δυο ουλαμούς των πενήντα ανδρών, και ο κάθε ουλαμός σε πέντε στοίχους των πέντε ανδρών οι οποίοι ονομάζονταν πεμπάδες, και διοικούντο από τον πεμπάδαρχο.
Οι ιππικές μόρες αποτελούνταν από Σπαρτιάτες ιππείς αλλά και από περίοικους και νεοδαμώδεις, και παρατάσσονταν σε τετράγωνο σχηματισμό.
Όταν δινόταν το παράγγελμα επιθέσεως ηχούσε η σάλπιγγα και οι οπλίτες ξεκινούσαν να βαδίζουν προς το μέρος του εχθρού με τα δόρατα σε φύλαξη, ρυθμίζοντας τον βηματισμό τους με τον ήχο των αυλών.
Όταν η φάλαγγα έφτανε σε μικρή απόσταση από τον εχθρό, οι σάλπιγγα σήμαινε έφοδο και οι οπλίτες επιτίθονταν τρέχοντας προς το μέρος του εχθρού, προσέχοντας όμως να μένουν πάντα στοιχισμένοι στους ζυγούς τους κρατώντας τον σχηματισμό της χελώνης. Οι Σπαρτιάτες πραγματοποιούσαν τον σχηματισμό αυτό τοποθετώντας τις ασπίδες τους πάνω από το κεφάλι τους σχηματίζοντας ουσιαστικά μια σκεπή η οποία τους κάλυπτε από τα εχθρικά βέλη των τοξοτών.
Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά έδινε το σχήμα του καύκαλου μιας χελώνας, και είχε την δυνατότητα να προστατεύει όλο τον σχηματισμό, ιδιαίτερα σε περίπτωση υποχώρησης για αναζήτηση καλύτερου εδάφους για συμπλοκή, η σε περιπτώσεις που ο σχηματισμός πλησίαζε τείχη πολιορκούμενης πόλεως και δεχόταν βέλη από ψηλά.
Σε περίπτωση που η φάλαγγα δεχόταν επίθεση εχθρικού ιππικού, οι οπλίτες κρατούσαν το δόρυ τους με την λόγχη προς τα εμπρός, ενώ το πίσω μέρος του στερεωνόταν στο έδαφος. Ο οπλίτης γονάτιζε στο ένα πόδι, και τοποθετούσε κάθετα την ασπίδα μπροστά του ώστε να τον προστατεύει.