Γεννήθηκε στην Καβάλα, ή κατά μερικούς ιστορικούς στο χωριό Νουσρατλί (σημ. Νικηφόρος) της Δράμας, όπου η οικογένεια του είχε βρει προσωρινό καταφύγιο, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην Καβάλα. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιος του χεβίδη Μεχμέτ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή.
Το 1818 κατέλαβε την πρωτεύουσα των Βαχαβιτών, Ντεραγιέ, και αιχμαλώτισε τον αρχηγό τους, Αμπντουλάχ. Τότε ο Σουλτάνος τον ονόμασε Πασάτης Μέκκας και βεζίρη με τρεις Ιππουρίδες. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1821-1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία στο Σουδάν.
Το 1824, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, στάλθηκε από τον πατέρα του στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους Οθωμανούς, επικεφαλής στρατιάς Αιγυπτίων που κάποτε έφτασε τουλάχιστον τις 35.000 άνδρες. Αφού πρώτα στάθμευσε στην Κρήτη, τον Φεβρουάριο του 1825, αποβιβάστηκε στον Μωριά. Κυρίευσε αρχικά την Τρίπολη και το Ναυαρίνο, ωστόσο η επίθεσή του τον Ιούνιο στην Αργολίδα στους Μύλους Αργολίδας αποκρούστηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Το 1826 κατέλαβε το Μεσολόγγι και το 1828, και αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί στο Ναυαρίνο, αποχώρησε από την Ελλάδα μετά την παρέμβαση των Γάλλων με την Εκστρατεία του Μωριά. Κατά την εκστρατεία αυτή προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πελοπόννησο, πυρπολώντας οικισμούς, κόβοντας οπωροφόρα δένδρα και καλώντας τον πληθυσμό να προσκυνήσει (Κοτσώνης, σ. 486).
Το 1831 στράφηκε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατέλαβε πόλεις της Συρίας και τον επόμενο χρόνο κατατρόπωσε τον οθωμανικό στρατό στο Ικόνιο. Ύστερα από παρέμβαση όμως της Ρωσίας, σταμάτησε την προέλασή του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1839 έγιναν ξανά εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ήττα της Τουρκίας στο Νεζίπ.
Απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου του 1848 στο Κάιρο από φυματίωση.