Καναδάς: Παραμένει το μυστήριο για τον αιμοσταγή δολοφόνο του Βανκούβερ

Κοινοποίηση:
δολοφονος

Πριν από περίπου μια δεκαετία, ο Καναδάς ήρθε αντιμέτωπος με έναν από τους πιο επικίνδυνους κατά συρροήν δολοφόνους όλων των εποχών. Αν και από την πρώτη στιγμή οι αρχές του Βανκούβερ είχαν εντοπίσει τον κύριο ύποπτο, η υπόθεση έκλεισε τρία χρόνια αργότερα, με τους φόνους να έχουν τότε φτάσει τους 49. Χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση του Τζάστιν Τρουντό προανήγγειλε την διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι αρχές άργησαν να προχωρήσουν τόσο πολύ στην σύλληψη του δράστη, παρά τα αμέτρητα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν βρεθεί διάσπαρτα στην ιδιοκτησία του.

Ο Λόριμερ Σένερ, ο τότε επικεφαλής του τμήματος εξαφανισμένων προσώπων της αστυνομίας του Βανκούβερ, μίλησε πρόσφατα στο BBC για τα εμπόδια που έβρισκε μπροστά του, αλλά και για τα ψυχοσωματικά προβλήματα που είχε εμφανίσει λόγω της πίεσης.

Όλα άρχισαν τον Ιούλιου του 1998, όταν ζητήθηκε από τον Σένερ να διερευνήσει τι συνέβη σε 17 γυναίκες που είχαν εξαφανιστεί από τις ανατολικές συνοικίες της πόλης, όπου κυριαρχεί το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία. Ο αριθμός ήταν ήδη πολύ μεγάλος και προκαλούσε εντύπωση το γιατί η υπόθεση είχε αργήσει τόσο πολύ να φτάσει στα χέρια του. Όπως αποδείχτηκε, τα θύματα ήταν στην πλειοψηφία τους ιερόδουλες και χρήστες ναρκωτικών ή ανήκαν σε αυτόχθονες φυλές του Καναδά , που όπως φαίνεται δεν είχαν μεγάλη αξία στα μάτια των Καναδών αστυνομικών.

Ο Σένερ, που γεννήθηκε γυναίκα και τότε δεν είχε υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου, είχε αρχίσει να βγαίνει στους δρόμους, παριστάνοντας την πόρνη, ελπίζοντας πως θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με το «τέρας» του Βανκούβερ. Εκεί, γνώρισε για πρώτη φορά την καθημερινή βία που υφίστανται αυτές οι γυναίκες, τις οποίες δεν προστάτευε κανείς.

Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα από τότε που άνοιξε την υπόθεση, όταν δέχτηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που του υποδείκνυε ως ένοχο έναν ντόπιο με το όνομα Γουίλι Πίκτον. Μια απλή αναζήτηση στα αρχεία της αστυνομίας ήταν αρκετή για να διαπιστώσει πως ο Πίκτον, ένας 49χρονος εκτροφέας γουρουνιών, είχε συλληφθεί πριν από μερικούς μήνες με την κατηγορία ότι απήγαγε, βίασε και προσπάθησε να δολοφονήσει μια ιερόδουλη στο χοιροστάσιό του.

Ο ίδιος δεν οδηγήθηκε ποτέ ενώπιον της δικαιοσύνης, καθώς οι εισαγγελικές αρχές έκριναν πως οι μαρτυρίες του θύματος δεν θα μπορούσαν να ληφθούν σοβαρά υπόψη, επειδή έκανε χρήση ηρωίνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ανώνυμος/η άνδρας/γυναίκα που είχε τηλεφωνήσει στον Σένερ είχε αναφέρει πως γυναικείες ταυτότητες και άλλα προσωπικά αντικείμενα ήταν διάσπαρτα στο χοιροστάσιο του Πίκτον, κάτι που θα έκανε εύκολη την σύλληψή του. Ακόμα, ισχυριζόταν πως ο κτηνοτρόφος τους έλεγε πως η μηχανή του κιμά στην αποθήκη του ήταν το κατάλληλο εργαλείο για να εξαφανίσει κανείς ένα πτώμα.

Ο Σένερ θεώρησε πως η υπόθεση θα είναι εύκολη, καθώς η έκδοση άμεσης εισαγγελικής εντολής για να διερευνηθεί η κτηνοτροφική μονάδα, θα μπορούσε να φέρει τις αρχές πολύ γρήγορα στα ίχνη του δολοφόνου. Ωστόσο, το συγκεκριμένο οικόπεδο βρισκόταν στα περίχωρα του Βανκούβερ και υπεύθυνη για την διερεύνηση του Πίκτον ήταν η βασιλική χωροφυλακή του Καναδά (RCMP). Ο ίδιος πίστευε πως τα συγκεκριμένα στοιχεία θα ήταν αρκετά για να γίνει «φύλλο και φτερό» το χοιροστάσιο, μόνο που χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να συμβεί αυτό, παρόλο που ο Πίκτον δεν είχε προβάλει αντίσταση και έδειχνε να συνεργάζεται με τις αρχές. Ήταν λες και κανείς δεν ενδιαφερόταν να λυθεί η υπόθεση και στο μεσοδιάστημα χάθηκαν άλλες 14 γυναίκες.

Η τοπική κοινωνία πίστευε πως οι γυναίκες είχαν εξαφανιστεί οικειοθελώς και ότι θα επέστρεφαν όταν το επιθυμούσαν οι ίδιες. Στην πραγματικότητα είχαν βρει φρικτό θάνατο στο «χοιροστάσιο του τρόμου» και οι σωροί τους έγιναν τροφή για γουρούνια.

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι, όταν τελικά η RCMP ερεύνησε το οικόπεδο του Πίκτον, εντόπισε το γεννητικό υλικό 33 γυναικών, ενώ ο ίδιος ο δολοφόνος ομολόγησε αργότερα ότι είχε σκοτώσει 49. Όπως είπε μάλιστα, είχε θέσει ως στόχο να σκοτώσει 50 γυναίκες, αλλά τον πρόδωσε η απροσεξία του.

Ο Σένερ είχε εντωμεταξύ αναγκαστεί να ζητήσει να μεταφερθεί σε άλλο πόστο, καθώς η πίεση και το άγχος τον κατέτρωγαν. Είχε αναλάβει μια υπόθεση, είχε εντοπίσει τον κύριο ύποπτο, όμως η RCMP, με την οποία συνεργαζόταν , δεν ήταν σε θέση να επιτελέσει πλήρως το έργο της.

Ο ίδιος παραδέχεται πως ήταν λάθος του να μην πιέσει περισσότερο τους συνεργάτες του, ενώ μέχρι και σήμερα αναρωτιέται αν έπρεπε να εισβάλει από μόνος του στο χοιροστάσιο, χωρίς εισαγγελική εντολή, για να σταματήσει τον άνδρα.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: