Λίστα Φαλσιανί: Ένα έγκλημα δίχως τιμωρία!!

Κοινοποίηση:
wpid-20150919120948

Και τα χρόνια περνούν και η παραγραφή πλησιάζει…

Οι μήνες περνούν γρήγορα. Τα χρόνια επίσης, που λέει και η παροιμία φεύγουν και πίσω δεν κοιτούν! Οι κυβέρνησεις αλλάζουν, οι υπουργοί αλλάζουν, όλοι ισχυρίζονται πως θα κυνηγήσουν τη φοροδιάφυγη και το μαύρο χρήμα, αλλά τελικά κανείς δεν κάνει τίποτα!

Τέτοια κλασική περίπτωση είναι και η περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ». Το τι έχουμε ακούσει δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε εδώ. Αφήστε που δεν θα έφταναν και 10 κείμενα για να τα γράψουμε όλα!  Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουμε, είναι ότι η υπόθεση παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη, κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της: όχι λιγότεροι από εξακόσιες χιλιάδες λογαριασμοί, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που εκτείνεται από το 2005 έως το 2007.

Ποιοί βρίσκονται σε αυτές τις λίστες, οι οποίες κατέληξαν στο γαλλικό υπουργείο Οικονομίας και στη συνέχεια διαβιβάστηκαν σε πολλές ξένες κυβερνήσεις; Μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί ηγέτες, μονάρχες (οι βασιλείς του Μαρόκου και της Ιορδανίας), αστέρια του θεάματος και του αθλητισμού, αλλά επίσης και έμποροι όπλων και ναρκωτικών, καθώς και χρηματιστές για τους οποίους υπάρχουν υποψίες για δοσοληψίες με τρομοκράτες.

Προκειμένου να περιορίσει τη βλάβη, η HSBC, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο Λονδίνο, παρέταξε μία στρατιά ανθρώπων της επικοινωνίας που ασχολούνται αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης, τον Δεκέμβριο του 2009, με την απαξίωση των πληροφοριών του Φαλσιανί: αποτελούν προϊόν κλοπής, οι λίστες παραποιήθηκαν, ο μηχανικός υπολογιστών δεν είναι αξιόπιστος… Η εκστρατεία τους ήταν τόσο επιτυχημένη, που εκδόθηκε από την Ελβετία διεθνές ένταλμα σύλληψης για τον Φαλσιανί, για κλοπή και παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου.

Δεύτερο στην παγκόσμια λίστα των τραπεζών που κατέχουν τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία, πίσω από την Industrial and Commercial Bank of China, το βρετανικό τραπεζικό ίδρυμα διακρίνεται από την τάση του προς την υποτροπή και από τη σχετική ατιμωρησία που απολαμβάνει. Αγγλικανός πάστορας και κατά τα λεγόμενα ένθερμος υποστηρικτής της ηθικής, ο Στίβεν Γκριν ήταν πρόεδρος της HSBC μεταξύ του 2006 και του 2010, όταν συνέβαιναν οι εκτροπές που ήρθαν στο φως. Αντί να του επιβληθούν κυρώσεις, του απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας από τη βασίλισσα της Αγγλίας, τον Νοέμβριο του 2010. Δύο μήνες αργότερα, ο «βαρώνος Γκριν του Χερστπιρπόιντ» γινόταν υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον.

Ακόμα και όταν στην αξιοσέβαστη τράπεζα πέφτει ο πέλεκυς, οι επιπτώσεις παραμένουν περιορισμένες. Το 2012 λόγου χάρη, μία επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας την κατηγορεί για εμπλοκή σε διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές της επιβάλλουν πρόστιμο ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μία κύρωση σχεδόν συμβολική, μπροστά στα κέρδη που αποκομίστηκαν μέσω των καταδικαστέων αυτών μεθόδων. Έτσι ούτε οι πελάτες ούτε η «αγορά», δείχνουν να κλονίζονται μπροστά στις αναποδιές που αντιμετωπίζει η τράπεζά τους.

Οι διαχειριστές των περιουσιών δεν χρειάστηκε να σκεφτούν πολύ πριν προτείνουν μία παράκαμψη στους πελάτες τους: ο φόρος επιβαλλόταν σε φυσικά πρόσωπα, αλλά όχι σε επιχειρήσεις. Αρκούσε άρα, να ιδρύσουν εξωχώριες εταιρείες –στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, στον Παναμά ή στις Μπαχάμες– και μέσω αυτών να ανοίξουν λογαριασμούς μη υποκείμενους σε φόρο στην HSBC. Πρόκειται για μία στρατηγική, από την οποία όλοι επωφελούνταν: όχι μόνο οι πελάτες δεν πλήρωναν φόρους, αλλά και η τράπεζα γέμιζε τα ταμεία της χάρη στις δαπάνες λειτουργίας που της κατέβαλλαν αυτές οι εταιρείες. Οι εκατομμυριούχοι που ενδιαφέρονταν για ακόμα μεγαλύτερη διακριτικότητα, μπορούσαν επίσης να θολώσουν τα ίχνη τους χάρη σε εικονικές χρεώσεις ή σε μη αποστολή των αντιγράφων κίνησης λογαριασμού.

Όσο και αν εξετάζουμε τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της φορολόγησης των προϊόντων που προέρχονται από απάτη, φορολογική «βελτιστοποίηση» ή «χρηματοοικονομική μηχανική», το πολιτικό πρόβλημα παραμένει ακέραιο. Μέσα σε ένα πλαίσιο όπου οι ανισότητες μεγεθύνονται, οι κυβερνήσεις επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας με πρόσχημα την έλλειψη χρήματος. Και την ίδια στιγμή, οι έχοντες –ιδιώτες και επιχειρήσεις– αναζητούν τρόπους ώστε τα περιουσιακά στοιχεία τους να μην φορολογούνται. Έτσι, οι γίγαντες του ψηφιακού κόσμου –η Apple, η Google, η Amazon…– εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους τον ανταγωνισμό φορολόγησης στον οποίο επιδίδονται τα κράτη, ώστε οι εταιρείες να πληρώνουν απολύτως νόμιμα, μηδαμινούς φόρους.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: