Οκτώ ημέρες
μετά το Brexit, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί τιμούν μαζί σήμερα την εκατονταετηρίδα από τη μάχη του Σομμ (Battle of Somme), την πιο φονική του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, σύμβολο της ιστορικής συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών.
Οι τελετές άρχισαν στις 07:28 (τοπική ώρα, 08:28 ώρα Ελλάδας) στο Οβιγέ-λα-Μπουασέλ (βόρεια Γαλλία), ακριβώς τη στιγμή που, πριν από εκατό χρόνια, οι στρατοί της Βρετανίας και της Γαλλίας πυροδότησαν τριάντα τόνους εκρηκτικών για να δυναμιτίσουν τις γερμανικές άμυνες.
Την ίδια στιγμή, σιγή δύο λεπτών τηρήθηκε στο Λονδίνο, όπου η βασίλισσα συμμετείχε τη νύκτα σε αγρυπνία στο αββαείο του Ουεστμίνστερ. Σφυρίχτρες ήχησαν επίσης κοντά στο κοινοβούλιο για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της επίθεσης.
Στο Σομ, ο πρίγκιπας Κάρολος, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, η παρουσία του οποίου αποφασίσθηκε μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, επρόκειτο να αποτίσουν το μεσημέρι φόρο τιμής στους 1,2 εκατομμύριο άνδρες όλων των εθνικοτήτων που σκοτώθηκαν, τραυματίσθηκαν ή εξαφανίσθηκαν στους πέντε μήνες που διήρκεσε η μάχη.
Κοντά στο επιβλητικό μνημείο του Τιεβάλ, όπου υπάρχουν τα ονόματα των 72.0000 βρετανών και νοτιοαφρικανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στη μάχη, οι τρεις άνδρες θα αναγνώσουν κείμενα για «την κόλαση» του πολέμου, τις εκδηλώσεις σεβασμού ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα και τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, αλλά δεν θα εκφωνήσουν κανέναν λόγο.
Ο αρχηγός του γαλλικού κράτους εξήγησε χθες ότι επιθυμεί με την παρουσία του «να υπενθυμίσει ότι η ευρωπαϊκή ιδέα είναι αυτή που επέτρεψε να ξεπεραστούν οι διαιρέσεις και οι αντιπαλότητες μεταξύ των κρατών και που τους έφερε την ειρήνη εδώ και 70 χρόνια».
Στις 23 Ιουνίου, οι Βρετανοί επέλεξαν με ποσοστό 52% την έξοδο από την ΕΕ, προκαλώντας έναν σεισμό στην αγγλική πολιτική τάξη και ανησυχία στους εταίρους τους.
Σχεδόν 600 παιδιά –300 από τη Βρετανία και 300 από τη Γαλλία– πρόκειται να συμμετάσχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις, τις οποίες θα παρακολουθήσουν περισσότεροι από 12.000 άνθρωποι και οι οποίες θα μεταδοθούν απ’ ευθείας στο Ηνωμένο Βασίλειο από το BBC.
«Ο ανθός μιας γενιάς»
Η 1η Ιουλίου 1916, η ημέρα που άρχισε η επίθεση, θεωρείται η πιο αιματηρή ημέρα της βρετανικής ιστορίας με 20.000 νεκρούς ή εξαφανισμένους –οι περισσότεροι κατά την πρώτη ώρα της μάχης– και 40.000 τραυματίες. Για τους Βρετανούς, το Σομ έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη όπως η μάχη του Βερντέν για τους Γάλλους.
«Χάσαμε τον ανθό μιας γενιάς (…) Από πολλές απόψεις, η ημέρα αυτή υπήρξε η πιο θλιβερή της μακράς ιστορίας του έθνους μας», δήλωσε χθες το βράδυ ο πρίγκιπας Ουίλιαμ στην αρχή μιας στρατιωτικής αγρυπνίας στο μνημείο του Τιεβάλ, όπου στρατιώτες της Κοινοπολιτείας, της Γαλλίας και της Γερμανίας εναλλάσσονταν σ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας.
«Αναγνωρίζουμε απόψε τις αποτυχίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, της δικής μας περιλαμβανομένης, για να αποφευχθεί η καταστροφή του παγκόσμιου πολέμου», συνέχισε ο πρίγκιπας Ουίλιαμ, ο οποίος συνοδευόταν από τη σύζυγό του, την Κέιτ, καθώς και τον αδελφό του, τον Χάρι.
Η ιστορία
Η Μάχη του Σομμ που έγινε το 1916, ήταν μια από τις πιο ολέθριες μάχες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Με περισσότερα από ένα εκατομμύριο θύματα ήταν και μια από τις πιο αιματηρές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία. Οι συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομμ στη βόρεια Γαλλία.
Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις από τη μάχη του Βερντέν. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες στον Σομμ ήταν μεγαλύτερες εκείνων του Βερντέν. Την πρώτη ημέρα της μάχης, την 1η Ιουλίου 1916, ο βρετανικός στρατός θρήνησε 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών. Η 1η Ιουλίου ήταν η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού. Τις ίδιες και παρόμοιες απώλειες είχαν όμως και οι άλλοι στρατοί. Ένας Γερμανός ανώτερος υπάλληλος (ο λοχαγός φον Χέντινγκ) περιέγραψε την ημέρα αυτή ως τον «λασπώδη τάφο του γερμανικού πεζικού».
Η μάχη
Της μάχης προηγήθηκαν 5 ημέρες και νύχτες ανελέητου βομβαρδισμού, κατά τον οποίο το βρετανικό βαρύ πυροβολικό πυροδότησε πάνω από 1,7 εκατομμύρια βλήματα. Την τρίτη ημέρα των βομβαρδισμών, τα αναγνωριστικά αεροπλάνα των Βρετανών ανακοίνωσαν την πλήρη καταστροφή των γερμανικών χαρακωμάτων. Δεκαεπτά νάρκες είχαν τοποθετηθεί επίσης σε σήραγγες κάτω από τα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Οι τρεις μεγαλύτερες σήραγγες περιείχαν περίπου 19 τόνους εκρηκτικά η κάθε μια.
Η επίθεση θα γινόταν από 13 βρετανικά τμήματα (11 από την 4η Στρατιά και δύο από την 3η Στρατιά) βόρεια του ποταμού Σομμ και 11 τμήματα της 6ης γαλλικής Στρατιάς από τα νότια του ποταμού. Από την άλλη μεριά ήταν παραταγμένη η 2η γερμανική Στρατιά του Στρατηγού Φριτς φον Μπίλοβ.
Η ώρα μηδέν είχε καθοριστεί για τις 7:30 π.μ. της 1ης Ιουλίου του 1916. Δέκα λεπτά πιο πριν, ένας αξιωματικός πυροδότησε τη νάρκη κάτω από το χαράκωμα Hawthorn Ridge Redoubt, για άγνωστο λόγο. Στις 7:28 π.μ. οι υπόλοιπες νάρκες απομακρύνθηκαν εκτός από μία που ήταν στο Kasino Point, επειδή είχαν αργήσει. Όταν έφτασε η ώρα μηδέν έγινε απόλυτη σιωπή καθώς το πυροβολικό μετατόπιζε το στόχο του. Ο δεκανέας Ντάρσι Χότζον (Darcy S. Hodgson) ήταν από τους πρώτους που όρμησε προς το πεδίο της μάχης καβάλα στο άλογο. Κατόπιν, ο ποιητής Τζον Μέιζφιλντ (John Masefield) θα γράψει:
»…the hand of time rested on the half-hour mark, and all along that old front line of the English there came a whistling and a crying. The men of the first wave climbed up the parapets, in tumult, darkness, and the presence of death, and having done with all pleasant things, advanced across No Man’s Land to begin the Battle of the Somme.«
John Masefield, The Old Front Line, 1917
Το πεζικό, φορτωμένο με εξοπλισμό βάρους 32 κιλών ανά άνδρα, άρχισε να βγαίνει από τα χαρακώματα και να πεζοπορεί σε ακανόνιστη διάταξη μέσα από τη νεκρή ζώνη. με κατεύθυνση τα γερμανικά χαρακώματα. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι με τον ανελέητο βομβαρδισμό θα είχαν κατατροπώσει, αν όχι εξολοθρεύσει, τους Γερμανούς στα χαρακώματα.
Άλλοι είχαν συρθεί ακόμα πιο πριν, μέσα από τη νεκρή ζώνη, μέχρι τα γερμανικά χαρακώματα και περίμεναν να πάψει ο βομβαρδισμός. Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό, πολλοί από τους Γερμανούς είχαν επιζήσει και μόλις έπαψε ο βομβαρδισμός άρχισαν να υπερασπίζονται τα χαρακώματα προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στους Βρετανούς. Οι Γερμανοί ήταν μέσα στα χαρακώματα, ενώ οι Βρετανοί τους επιτίθονταν πεζοί και οπλισμένοι, αλλά χωρίς καμμία θωράκιση. Από τα 1.437 βρετανικά πυροβόλα, μόνο 467 ήταν βαριά, και μόλις 34 ήταν των 234 mm ή βαρύτερα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μια κόλαση πυρός, όπου και οι δυο πλευρές αλληλοεξολοθρεύονταν με τρομερό πείσμα είτε από μακρυά με το πυροβολικό, είτε από μέση απόσταση με κάθε είδους όπλα (πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες, χειροβομβίδες), είτε από πολύ κοντά, σώμα με σώμα, με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα.