Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και τη νίκη των Ελλήνων, η συμμετοχή του περσικού ναυτικού στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ουσιαστικά σταματά. Όταν αποχώρησαν τα φοινικικά καράβια, ο στόλος των Περσών αριθμούσε γύρω στα 300 πλοία.
Αφού διαχείμασε στην Κύμη, την άνοιξη αγκυροβόλησε στη Σάμο για να επιτηρεί την Ιωνία, που θεωρούνταν “ύποπτη” για επανάσταση.
Ο γαμπρός του Ξέρξη, Μαρδόνιος, που είχε μείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία, επιχείρησε να υποτάξει την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τα όπλα αλλά και άκρως δελεαστικές προτάσεις…
Μετά τη διακοπή των επιχειρήσεων στη διάρκεια του χειμώνα του 479 π.Χ., έγινε ορατή η αντίθεση ανάμεσα στους Σπαρτιάτες, που δεν βρίσκονταν κάτω από άμεση περσική απειλή και τις πόλεις της Στερεάς Ελλάδας (Αθήνα, Μέγαρα, Αίγινα κ.ά.), που πίεζαν για ανάληψη άμεσης στρατιωτικής δράσης.
Οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σπάρτη αντιπροσωπεία (υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή ή του Κίμωνα), για να πείσουν τους Λακεδαίμονες να αναλάβουν αμέσως δράση. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε αίσια έκβαση.
Το ίδιο χρονικό διάστημα όμως, στη Σπάρτη υπήρξαν αλλαγές στη στρατιωτική ηγεσία. Ο Κλεόμβροτος, αντιβασιλιάς και επίτροπος του ανήλικου βασιλιά Πλείσταρχου (γιου του Λεωνίδα), που ήταν αρχιστράτηγος των Πελοποννησίων στον Ισθμό της Κορίνθου, πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Παυσανίας, που όρισε υπαρχηγό του, τον Ευρυάνακτα, εξάδελφό του, που ήταν γιος του άλλου αδελφού του Λεωνίδα, του Δωριέα.
Οι δελεαστικές προτάσεις του Μαρδόνιου προς τους Αθηναίους
Ο Μαρδόνιος, γνωρίζοντας τις αντιθέσεις στα εσωτερικά των Ελλήνων, επιχείρησε να προσεταιριστεί τους Αθηναίους με πολύ σημαντικά ανταλλάγματα. Έστειλε λοιπόν προς αυτούς τον υποτελή και σύμμαχό του βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο που μετέφερε τις εξής ελκυστικές προτάσεις:
i. να δοθεί αμνηστία για όσα δεινά είχαν προκαλέσει στους Πέρσες στο παρελθόν
ii. να δοθούν εγγυήσεις εσωτερικής αυτονομίας της κυβέρνησης
iii. να κατοχυρωθεί η Αθήνα ως ντε φάκτο ηγεμονεύουσα πόλη της Ελλάδας με δυνατότητα να επεκτείνει “εν λευκώ” τα σύνορά της
iv. να αποκατασταθούν όλοι οι ναοί και τα τείχη της πόλης που είχαν καταστραφεί από τον Ξέρξη
v. να δοθεί στην Αθήνα μεγάλη οικονομική βοήθεια
Ως αντάλλαγμα, οι Αθηναίοι θα πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών. Κυρίως, εναντίον των Σπαρτιατών…
Οι Αθηναίοι, σκόπιμα, καθυστέρησαν να δώσουν απάντηση. Με κάποιον τρόπο, τα νέα έφτασαν και στη Σπάρτη. Οι Λακεδαίμονες θορυβήθηκαν και έστειλαν στην Αθήνα αγγελιοφόρους. Οι Αθηναίοι, που είχαν πετύχει το σκοπό τους, να εμπλακούν για τα καλά οι Σπαρτιάτες στη διαφαινόμενη σύγκρουση με τους Πέρσες, φρόντισαν να μιλήσουν στην Εκκλησία του Δήμου, στην ίδια συνέλευση, ο Αλέξανδρος που μετέφερε τις προτάσεις του Μαρδόνιου και έπειτα, οι Σπαρτιάτες αγγελιοφόροι.
Μόλις άκουσαν και τις δύο πλευρές, οι Αθηναίοι έδωσαν περήφανες απαντήσεις. Στον Αλέξανδρο είπαν: “Γνωρίζουμε ότι οι Πέρσες έχουν στρατεύματα πολλαπλάσια από τα δικά μας. Αλλά επειδή αγαπούμε υπερβολικά την ελευθερία, θα την υπερασπισθούμε όσο μπορούμε… Να διαβιβάσεις λοιπόν στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο Ήλιος ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που ακολουθεί και τώρα, ποτέ δεν θα κλείσουμε συμμαχία με τον Ξέρξη…”.
Οι Σπαρτιάτες αγγελιοφόροι, έχοντας καταλάβει πριν καν μιλήσουν, ότι οι Αθηναίοι θα απέρριπταν τις περσικές προτάσεις, δείγμα οξυδέρκειας και διορατικότητας, αρκέστηκαν να κατηγορήσουν τον Αλέξανδρο ως τύραννο, καθώς συνεργεί σε έργα τυράννου και να προειδοποιήσουν τους Αθηναίους ότι δεν πρέπει να πιστέψουν τα λόγια του Μαρδόνιου καθώς γνωρίζουν ότι για τους βαρβάρους δεν έχει καμία αξία ούτε η εμπιστοσύνη ούτε η αλήθεια.
Η απάντηση των Αθηναίων και προς αυτούς, ήταν μνημειώδεις: “… δεν υπάρχει στη Γη πουθενά πολύ χρυσάφι, ούτε χώρα τόσο ανώτερη στην ομορφιά και στον πλούτο, ώστε να δεχθούμε και να θελήσουμε μηδίζοντας, να υποδουλώσουμε την Ελλάδα…”.
Οι απαντήσεις αυτές, που περιέχονται στο έργο του Ηρόδοτου, είναι ενδεικτικές για το πνεύμα και το φρόνημα των Αθηναίων σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας.
Ο Μαρδόνιος κατευθύνεται προς το Νότο – Η δεύτερη κατάληψη της Αττικής
Πρέπει να ήταν προχωρημένη άνοιξη όταν ο Αλέξανδρος μετέφερε στον Μαρδόνιο την αρνητική απάντηση των Αθηναίων. Τότε, ο τελευταίος προχώρησε στη στρατιωτική αναμέτρηση. Κατευθύνθηκε αρχικά στη Βοιωτία και στη συνέχεια στην, ήδη κατεστραμμένη, Αττική. Οι Αθηναίοι, για δεύτερη φορά (μετά το 480 π.Χ.), εγκατέλειψαν την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα. Αρχές Ιουνίου, ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα. Πριν όμως κάνει οτιδήποτε, θέλησε να επαναλάβει τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Απεσταλμένος του αυτή τη φορά, στην αθηναϊκή Βουλή στη Σαλαμίνα, ήταν ο Ελλησπόντιος Μουρυχίδης.
Εκεί, ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, τάχθηκε υπέρ της αποδοχής των περσικών προτάσεων και την “εισαγωγή” τους στην Εκκλησία του Δήμου για επικύρωση. Οι άλλοι βουλευτές όμως, με μανία άρχισαν να χειροδικούν εναντίον του Λυκίδη. Το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από τη Βουλή, άρπαξε τον Λυκίδη και τον λιντσάρισε! Ένα πλήθος γυναικών, αλαλάζοντας, κατευθύνθηκαν στο κατάλυμα του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη σύζυγο και τα παιδιά του. Στον Μουρυχίδη, επιτράπηκε να φύγει. Αυτός συνέταξε μια αναφορά προς τον Μαρδόνιο, με όλα όσα είχαν συμβεί.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, νέα αθηναϊκή αντιπροσωπεία, υπό τον Αριστείδη, κατευθύνθηκε στη Σπάρτη, ζητώντας βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες, με πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν για δέκα μέρες την απάντησή τους. Είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την οχύρωση του Ισθμού και αισθάνονταν ασφαλείς. Καθοριστική ήταν η παρέμβαση του Τεγεάτη Χίλεου, που ήταν ιδιαίτερα σεβαστός στη Σπάρτη, και τόνισε ότι αν οι Αθηναίοι δεχτούν τις περσικές προτάσεις, η Σπάρτη θα κινδυνεύσει άμεσα. Έτσι, οι Έφοροι διέταξαν τον Παυσανία να περάσει τον Ισθμό και να ενωθεί με τους υπόλοιπους Έλληνες. Έκπληκτη η αθηναϊκή αντιπροσωπεία, άκουσε τη δέκατη μέρα, ότι τα στρατεύματα της Σπάρτης, 5.000 άνδρες και 35.000 είλωτες, βρίσκονταν ήδη στο Ορέστειον της Αρκαδίας!
Έλληνες και Πέρσες στη Βοιωτία
Ο Μαρδόνιος, όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις του Παυσανία, αφού κατέστρεψε εντελώς την Αθήνα, εγκατέλειψε την Αττική και συμπτύχθηκε στη Θήβα, οι ηγέτες της οποίας είχαν μηδίσει. Ύστερα, έστειλε το ιππικό του και τμήμα του στρατού του εναντίον 1.000 Σπαρτιατών που βρίσκονταν στα Μέγαρα. Όταν όμως έμαθε ότι ο υπόλοιπος σπαρτιατικός στρατός βρισκόταν στον Ισθμό, κατευθύνθηκε προς τη Βοιωτία από τη Δεκέλεια, μια διάβαση της Πάρνηθας και την Τανάγρα. Βασικός του στόχος ήταν να προσελκύσει τα ελληνικά στρατεύματα να κατεβούν στη βοιωτική πεδιάδα. Οι Σπαρτιάτες, αφού πέρασαν τον Ισθμό, ενισχύθηκαν με 3.000 Μεγαρείς και ενώθηκαν στην Ελευσίνα με τον αθηναϊκό στρατό (8.000 οπλίτες) και 600 Πλαταιείς. Φαίνεται ότι τελικά οι Έλληνες παρατάχθηκαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, κοντά στο σημερινό Κριεκούκι.
Ο όρκος των Πλαταιών
Μια αρχαία παράδοση, που πιθανότατα δημιουργήθηκε τον 4ο αιώνα, αναφέρει ότι οι Έλληνες ορκίστηκαν πριν τη μάχη των Πλαταιών. Ο Ηρόδοτος, από τον οποίο αντλούμε το σύνολο των πληροφοριών για τη μάχη, δεν κάνει μνεία στον όρκο. Μια μαρμάρινη στήλη που βρέθηκε στις Αχαρνές το 1932, διασώζει τον όρκο αυτό σε άλλη μορφή. Πάντως, αν όντως δόθηκε αυτός ο όρκος, πιθανότατα δόθηκε στον Ισθμό, όταν οι Έλληνες αποφάσισαν να συμμαχήσουν εναντίον των βαρβάρων.
Ο όρκος των Ελλήνων πριν την μάχη των Πλαταιών
Οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας, οὐδ᾽ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων ἅπαντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς βαρβάρους, τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω, τὰς δὲ τὰ τοῦ βαρβάρου προελομένας ἁπάσας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βαρβάρων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν, ἀλλ᾽ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας.
Μετάφραση:
(Δε θα προτιμήσω τη ζωή από την ελευθέρια, ούτε τους αρχηγούς μου θα παρατήσω, είτε ζωντανούς είτε νεκρούς, αλλά όσους συμπολεμιστές μου σκοτωθούν στη μάχη θα τους θάψω. Και, νικητής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, δεν θα βλάψω καμία από τις πόλεις που πολέμησαν για την Ελλάδα, εκείνες όμως που πήραν το μέρος του βαρβάρου θα τις κάνω φόρου υποτελείς. Και κανένα απ’ τα ιερά, που οι βάρβαροι πυρπόλησαν ή γκρέμισαν, δεν θ’ ανοικοδομήσω αλλά θα τ’ αφήσω να μένουν στους μεταγενέστερους μνημεία της βαρβαρικής ασέβειας.)
Οι πρώτες αψιμαχίες
Ο Μαρδόνιος θέλησε, όπως είπαμε, να παρασύρει τους Έλληνες στην πεδιάδα ανάμεσα στον Ασωπό ποταμό και τη Θήβα, για να εκμεταλλευτεί το πανίσχυρο ιππικό του. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, όπως είπαμε. Καθώς δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να κάνουν αυτό που περίμενε ο Μαρδόνιος, αυτός έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του, υπό την αρχηγία του Μασίστιου.
Οι Μεγαρείς, που κατείχαν την πιο ευάλωτη θέση από τα ελληνικά στρατεύματα, δέχτηκαν μεγάλη πίεση και ζήτησαν εσπευσμένα βοήθεια από τον Παυσανία, ο οποίος κάλεσε εθελοντές. Παρουσιάστηκαν μόνο 300 επίλεκτοι Αθηναίοι οπλίτες και τοξότες. Ο Μασίστιος κάλπασε εναντίον τους, επικεφαλής της ίλης τους. Αποτελούσε όμως έτσι εύκολο στόχο για τους δεινούς Αθηναίους τοξότες. Ένα από τα βέλη που έριξαν χτύπησε το άλογό του, που σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και τον έριξε κάτω. Γύρω από τον Μασίστιο δόθηκε ολόκληρη μάχη, καθώς το ντυμένο με μέταλλο σώμα του έδειχνε άτρωτο. Ωστόσο, ένας οπλίτης τον χτύπησε με την αιχμή του ακοντίου του στο μάτι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Οι Πέρσες, μαινόμενοι, προσπάθησαν να πάρουν το άψυχο σώμα του Μασίστιου. Τότε έφθασαν οι Σπαρτιάτες υπό τον Παυσανία και τους υποχρέωσαν σε άτακτη φυγή… Ο θρήνος για τον θάνατο του Μασίστιου στο περσικό στρατόπεδο ήταν μεγάλος. Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να φέρει τον στρατό πιο κοντά στις Πλαταιές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στην κρήνη Γαργαφία, σ’ έναν απρόσιτο στο εχθρικό ιππικό λόφο, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος, επίσης σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το κέντρο των ελληνικών στρατευμάτων έμεινε εντελώς απροφύλαχτο στην πεδιάδα.
Όταν οι Πέρσες διαπίστωσαν τη μετακίνηση των Ελλήνων, μετακινήθηκαν κι αυτοί προς τα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς τον Ασωπό.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι στρατοί παρέμειναν αδρανείς για οχτώ ημέρες, καθώς οι μάντεις, ο Τισαμενός των Ελλήνων και ο Ηγισίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο περσικό στρατόπεδο, ανέφεραν ότι οι οιωνοί και για τους δύο αντιπάλους ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά από διάβαση του Ασωπού. Έτσι ο Παυσανίας και ο Μαρδόνιος προτίμησαν να παραμείνουν αδρανείς. Μόνο την όγδοη μέρα ο Θηβαίος ηγέτης Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα, απ’ όπου καθημερινά οι Έλληνες προμηθεύονταν νερό και τρόφιμα. Ο επικεφαλής των Περσών έστειλε το ιππικό του στη διάβαση (πιθανότατα στη στενωπό των Δρυός Κεφαλών) και εξόντωσε μια εφοδιοπομπή 500 ζώων, ενώ με συνεχείς επιδρομές εναντίον των ελληνικών θέσεων εμπόδιζε την προμήθεια νερού από τον Ασωπό.
Την ενδέκατη μέρα, κατά τον Ηρόδοτο πάντα, έγινε περσικό πολεμικό συμβούλιο, όπου ο Μαρδόνιος και ο ικανός στρατηγός Αρτάβαζος διαφώνησαν για το τι πρέπει να κάνουν. Ο Αρτάβαζος, όπως και οι Θηβαίοι, πρότειναν ο περσικός στρατός να κατευθυνθεί στη Θήβα, όπου υπήρχαν άφθονα τρόφιμα και θα μπορούσε εύκολα να αμυνθεί. Αντίθετα, ο Μαρδόνιος πιστεύοντας στη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, υποστήριζε την άμεση επίθεση, κάτι που τελικά έγινε…
Λίγο πριν τη μάχη
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος, στον οποίο είχαμε αναφερθεί και παραπάνω, προσέγγισε μυστικά το ελληνικό στρατόπεδο και απευθύνθηκε στον Παυσανία και τον Αριστείδη ενημερώνοντάς τους ότι ο Μαρδόνιος ετοιμαζόταν να επιτεθεί τα ξημερώματα, γιατί φοβόταν ότι οι Έλληνες θα συγκέντρωναν μεγαλύτερες δυνάμεις. “Είμαι κι εγώ Έλληνας από παλαιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα δούλη και όχι ελεύθερη.” Η ρητή αυτή αναφορά του Ηρόδοτου στο ότι ο Αλέξανδρος ήταν και αισθανόταν Έλληνας αποτελεί πολυσήμαντη ιστορική πληροφορία…
Τη δωδέκατη μέρα, ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες απέκλεισαν την πρόσβαση των Ελλήνων στην κρήνη Γαργαφία, απ’ όπου υδρεύονταν πλέον τα στρατεύματα μετά τον αποκλεισμό και του Ασωπού. Χωρίς νερό και τρόφιμα η κατάσταση στο ελληνικό στρατόπεδο έμοιαζε πάρα πολύ δύσκολη. Ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε αποφάσισε την οπισθοχώρηση προς τις Πλαταιές. Η θέση που διάλεξαν ονομαζόταν Νήσος, γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο παραποτάμους της Ωερόης (παραπόταμου του Ασωπού). Σύμφωνα με όλους τους ιστορικούς, η “κατάληψη” των νέων θέσεων δεν έγινε συντεταγμένα. Υπήρξε μεγάλη σύγχυση για το ποιος θα πάει πού. Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά (ο Θουκυδίδης απορρίπτει ωστόσο αυτή την εκδοχή) ότι ο Αμομφάρετος, ανώτερος Σπαρτιάτης διοικητής του Πιτανάτη λόχου, δεν δεχόταν να υποχωρήσει με τους άντρες του, γιατί θεωρούσε ατιμωτική πράξη κάτι τέτοιο. Τελικά, πείστηκε από τον Παυσανία και τον Ευρυάνακτα να υποχωρήσει. Ενδεχομένως η καθυστέρηση του Αμομφάρετου να αποτέλεσε μέρος ευρύτερης στρατηγικής κίνησης.
Η μεγάλη μάχη
Η μάχη των Πλαταιών έγινε πιθανότατα στις 27 Αυγούστου του 479 π.Χ. Ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να περάσει ξανά τον Ασωπό ποταμό. Οι ιππείς του τον ενημέρωσαν για την υποχώρηση των Ελλήνων και τη διαίρεση των στρατευμάτων τους σε τρία τμήματα. Αποφάσισε να χωρίσει κι αυτός τον στρατό του σε τρία μέρη. Τρεις μάχες ουσιαστικά, η μία ανεξάρτητα από την άλλη, αποτελούν τη μάχη των Πλαταιών, στην οποία κρίθηκε οριστικά η τύχη της αρχαίας Ελλάδας, ίσως και του αρχαίου κόσμου. Από τις τρεις επιμέρους συγκρούσεις σπουδαιότερη και καθοριστικότερη ήταν αυτή μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών.
Μετά την αρχική επίθεση των Περσών, οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι όμως δεν μπόρεσαν να τους συνδράμουν, γιατί δέχτηκαν επίθεση από τους Θηβαίους. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Οι Πέρσες επιχείρησαν ασύντακτη έφοδο εναντίον τους. Όταν πλησίασαν τους Σπαρτιάτες κοντά στο ιερό της Δήμητρας, στερέωσαν τις ασπίδες τους στο έδαφος και δημιουργώντας ένα προστατευτικό τείχος με τις ασπίδες τους άρχισαν να ρίχνουν βέλη προς τους Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, που βρίσκονταν μαζί τους, καλύπτονταν με τις ασπίδες τους. Λίγο αργότερα, ο Παυσανίας έδωσε διαταγή εξόρμησης. Πρώτοι οι Τεγεάτες ρίχτηκαν στη μάχη που ήταν σκληρή. Όταν όμως ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Μαρδόνιο, που μαχόταν περιστοιχιζόμενος από 1.000 εκλεκτούς πολεμιστές του, οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.
Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τους Θηβαίους και άλλους μηδίζοντες. Μόνο οι Θηβαίοι τόλμησαν να πολεμήσουν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία, έχοντας 300 νεκρούς, και αποσύρθηκαν βιαστικά προς την πόλη τους. Οι Θεσπιείς και οι Πλαταιείς άρχισαν να τους καταδιώκουν, τους νίκησαν για δεύτερη φορά και τους υποχρέωσαν να κλειστούν στη Θήβα. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο κέντρο της παράταξης, φαίνεται ότι δεν πήραν ενεργό μέρος στη μάχη, καθώς οι Πέρσες που βρίσκονταν απέναντί τους, μετά τον θάνατο του Μαρδόνιου, εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ο Αρτάβαζος, που μάλλον παρέμεινε απλός θεατής, έδωσε εντολή για οπισθοχώρηση προς τη Φωκίδα. Μόνο το θηβαϊκό ιππικό, με επικεφαλής τον ίππαρχο Ασωπόδωρο, σκότωσε περίπου 600 συμπατριώτες τους ουσιαστικά Έλληνες (θυμίζουμε ότι η Θήβα είχε μηδίσει). Οι Πέρσες, μετά την ήττα στο πεδίο της μάχης, υποχώρησαν προς τη Φωκίδα με επικεφαλής τον Αρτάβαζο, όπως είπαμε, ενώ ένα μεγάλο μέρος τους κατέφυγε σ’ ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο που είχε φτιάξει ο Μαρδόνιος στη θέση Σκώλος. Εκεί οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι που έσπευσαν να τους βοηθήσουν ως ειδικοί (και) στις τειχομαχίες και οι Τεγεάτες, που πρόσφεραν πολλά στη μάχη των Πλαταιών, κατάφεραν να εισχωρήσουν στο στρατόπεδο και να σφάξουν όλους τους Πέρσες…
Οι απώλειες
Οι ελληνικές δυνάμεις που ανέρχονταν περίπου σε 110.000 άντρες, είχαν κατά τον Πλούταρχο 1.360 νεκρούς. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε 91 νεκρούς Σπαρτιάτες, 52 Αθηναίους και 16 Τεγεάτες. Και φυσικά στους 600 που σκοτώθηκαν από το ιππικό του Θηβαίου Ασωπόδωρου. Ο Έφορος γράφει ότι οι Έλληνες σκότωσαν περισσότερους από 100.000 Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι από τους 300.000 Πέρσες γλίτωσαν μόνο οι 40.000 του Αρτάβαζου και 3.000 ακόμα.
Μετά τη μάχη
Από τα λάφυρα της μάχης, οι Έλληνες πρόσφεραν το 1/10 στους Θεούς. Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονα που παριστάνει τρία φίδια που συμπλέκονται μεταξύ τους. Πάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές. Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς κατά των Β’ Ιερό Πόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, όπου βρίσκεται ως σήμερα. Οι Πλαταιές ανακηρύχθηκαν ιερή πόλη, ενώ οι Θηβαίοι, μετά από εικοσαήμερη πολιορκία, παρέδωσαν τους αρχηγούς τους στον Παυσανία. Μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και εκτελέστηκαν, ενώ η βοιωτική συμπολιτεία διαλύθηκε.
Μια τελική κρίση
Η νίκη των Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών και η νίκη τους στη Μυκάλη λίγο αργότερα είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική απομάκρυνση των Περσών από την Ελλάδα. Σημαντικότερη ήταν αναμφίβολα η προσφορά των Σπαρτιατών. Ο Παυσανίας, παρόλο που αμφισβητήθηκε έντονα, έδειξε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες.
Από το 479 π.Χ. και για 200 χρόνια, κανείς βάρβαρος δεν πάτησε τα ιερά ελληνικά χώματα. Το 279 π.Χ. έγινε η επιδρομή των Γαλατών, στην οποία θα αναφερθούμε κάποια άλλη φορά.
Αυτα ειναι άρθρα!! Μπραβο!!