Ράγισαν καρδιές στη δίκη που διεξάγεται στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο με κατηγορουμένη την 27χρονη Νικολέτα Παπαϊωάννου,
την αποκαλούμενη «φόνισσα του Κορωπίου», ενώ σημαντικά στοιχεία εισέφεραν σήμερα στη δίκη μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο, ανάμεσα τους και ιδιοκτήτης μαγαζιού με είδη οικιακής χρήσης.
Ο συγκεκριμένος μάρτυρας «έκαψε» την κατηγορουμένη, καθώς κατέθεσε ότι η 27χρονη, μία ημέρα πριν το φόνο, είχε αγοράσει από το μαγαζί του «επαγγελματικό μαχαίρι» για «ξεκοκάλισμα», που χρησιμοποιούν μόνο κρεοπώλες! «Η αυλή τους είχε γεμίσει με αίματα, σαν να είχε κάποιος σφάξει ένα μοσχάρι» είπε στο δικαστήριο άλλος μάρτυρας, γείτονας της οικογένειας του θύματος, που πήγε στο σπίτι όπου έλαβε χώρα το έγκλημα, αμέσως μετά.
Η συναισθηματική φόρτιση όμως χτύπησε… κόκκινο στη δικαστική αίθουσα, όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η ψυχολόγος της αστυνομίας, που εξέτασε τα δυο ανήλικα παιδιά του θύματος, Θεοδώρας Παπασπαλά.
Τα ανήλικα αγόρια πέρυσι το καλοκαίρι είδαν την μητέρα τους να δέχεται τις μαχαιριές της κατηγορουμένης, μέσα στο σπίτι τους. Απο την κατάθεση της ψυχολόγου αναδείχθηκαν όλα όσα βίωσαν αυτά τα παιδιά, που, όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, για μεγάλο διάστημα ζούσαν και εκείνα μια «κόλαση», εξαιτίας της παράλληλης σχέσης που διατηρούσε ο πατέρας τους με την 27χρονη κατηγορουμένη, με την οποία μάλιστα είχε αποκτήσει και δύο παιδιά.
Καταθέτοντας σήμερα στη δίκη, η ψυχολόγος μετέφερε στο δικαστήριο όσα της περιέγραψε ο μεγάλος γιος του θύματος, που μαζί με τον αδελφό του βίωσαν το φρικτό έγκλημα και έφτασαν μάλιστα στο σημείο να φωνάζουν στην κατηγορουμένη να μην σκοτώσει τη μητέρα τους! «Το παιδί, ο μεγαλύτερος γιος είχε σιωπηρά απόλυτη γνώση του τι συνέβαινε» είπε στο δικαστήριο η ψυχολόγος, για να παραθέσει στη συνέχεια την «εξομολόγηση» που της έκανε ο ανήλικος, μιλώντας της για τα όσα συνέβαιναν μέσα στο αυτοκίνητο, με το οποίο μετέφεραν τη μαχαιρωμένη μητέρα του στο Κέντρο Υγείας.
Στο αυτοκίνητο, εκτός από τον ίδιο, τον αδελφό του, την τραυματισμένη μητέρα και τον πατέρα του, τον 41χρονο Γιάννη Θεοδωρή, βρισκόταν και το ένα από τα παιδιά της κατηγορουμένης: «Νομίζω ότι είναι αδελφάκι μου… δεν φταίει σε κάτι ούτε το παιδί αυτό, θα ζήσει όμως όσα έζησα και εγώ» είπε το παιδί στην ψυχολόγο και εκείνη με τη σειρά της το κατέθεσε στο δικαστήριο, προκαλώντας με τη μαρτυρία της εμφανή συναισθηματική φόρτιση σε όλους τους παράγοντες της δίκης. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια αυτά του αγοριού» είπε η μάρτυρας, περιγράφοντας ένα παιδί με απόλυτη συγκρότηση και δομή.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, όλα ξεκίνησαν στις Αυγούστου του 2016, όταν η κατηγορουμένη, μαζί με ένα από τα ανήλικα τέκνα της, που είχε αποκτήσει με τον 41χρονο, πήγε στο σπίτι της Θεοδώρας Παπασπαλά και της κατάφερε πέντε μαχαιριές στην ωμοπλάτη, μπροστά στα μάτια των δύο παιδιών της. Λίγο αργότερα οι γιατροί διαπίστωσαν το θάνατό της. Η κατηγορουμένη διατηρούσε παράνομη ερωτική σχέση με τον Γιάννη Θεοδωρή επί σειρά ετών. Εκείνος όμως ήταν παντρεμένος με την 35χρονη Θεοδώρα Παπασπαλά και από το γάμο του είχε αποκτήσει επίσης δυο παιδιά. «Ο Γιάννης ευθύνεται για όλα. Έπαιζε με τις δυο γυναίκες. Στην κόρη μου είπε ότι είχε χωρίσει» είπε σήμερα στο δικαστήριο, ο πατέρας της κατηγορουμένης.
Σύμφωνα με άλλους μάρτυρες που κατέθεσαν σήμερα στο δικαστήριο, η άτυχη 35χρονη δέχονταν απειλές από την κατηγορουμένη, η οποία διεκδικούσε τον 41χρονο με κάθε τρόπο. Συνεχώς υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των δύο γυναικών, με «μήλον της έριδος» τον Γιάννη Θεοδώρου, ο οποίος, όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, δεν ξεκαθάριζε σε καμία από τις δύο την θέση του!
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο γυναικών κορυφώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο, πέρυσι τον Αύγουστο, με την κατηγορουμένη να παίρνει ένα μαχαίρι και να επιτίθεται στην 35χρονη. «Τα παιδιά ήταν παγωμένα παρά την ζέστη βραδιά, έτρεμαν» κατέθεσε η ψυχολόγος που είδε τα ανήλικα αγόρια του θύματος, μετά το αποτρόπαιο έγκλημα.
Σήμερα, μάλιστα, σε μία από τις διακοπές της δίκης, έλαβε χώρα ο εξής διάλογος μεταξύ της κατηγορουμένης και του 41χρονου, Γιάννη Θεοδωρή:
Κατηγορούμενη: Εσύ ήσουν ο ψεύτης σε όλα.
Γ. Θεοδωρής: Δεν θέλω να τσακωθούμε
Κατηγορουμένη: Να κάτσεις εδώ να τα ακούσεις όλα.
Η κατάθεση της ψυχολόγου
Νωρίτερα, στην κατάθεσή της, η μάρτυρας – ψυχολόγος είπε στο δικαστήριο: «Ο μεγαλύτερος γιος που ήταν πιο επικοινωνιακός, μου είπε πως η μαμά του πότιζε και κάποια στιγμή άκουσαν φωνές. Όπως μου είπαν τα παιδιά, είδαν μια γυναίκα πάνω από τη μαμά τους να κρατάει ένα μαχαίρι. Είδαν τη μαμά τους να έχει κηλίδες αίματος. Προσπάθησαν να πάρουν το μαχαίρι από τη δράστιδα. Το ένα παιδί το κατάφερε και τότε εμφανίστηκε ο πατέρας τους, έβαλαν τη μαμά στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Δεν είχαν σαφή εικόνα για την μητέρα τους, αν βρισκόταν στη ζωή. Μου είπαν πως μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε ένα μωρό (σ.σ της κατηγορουμένης). Το μικρό ήταν κουρνιασμένο. Ο μεγάλος γιος μου είπε ότι είχε ξαναδεί αυτή τη γυναίκα (σ.σ. την κατηγορουμένη) και πως προϋπήρχαν και άλλα συμβάντα. Μια φορά μου είπε τους απειλούσε κρατώντας ένα μπιτόνι και λέγοντας τους “θα σας κάψω”. Άλλη είδα φορά είδαν την μητέρα τους με κολάρο, γιατί την είχε χτυπήσει».
Ακόμη, η ψυχολόγος ανέφερε για το παιδί: «Είχε όλη την πληροφορία χωρίς να έχει ζητήσει να μάθει. Για το μωρό στο αυτοκίνητο μου είπε: “Πιστεύω ότι μπορεί να είναι αδελφάκι μου”. Και κάτι ακόμη που με συγκλόνισε και δε θα το ξεχάσω ποτέ: “Σκέφτομαι ότι δεν φταίει ούτε αυτό και ότι θα ζήσει όλα όσα έζησα και εγώ”».
«Ήταν σαν είχαν σφάξει ένα μοσχάρι»
Συγκλονιστική όμως ήταν και η κατάθεση γείτονα της οικογένειας του θύματος, στο δικαστήριο, ο οποίος είπε: «Έχω δει την κατηγορουμένη δύο με τρεις φορές στο συνεργείο του Γιάννη, που είναι 30 μέτρα από το σπίτι. Την είδα και στο περιστατικό που δικάζετε. Κάθε απόγευμα πάω βόλτα το σκύλο μου. Δύο λεπτά πριν, είχα δει τον ντελιβερά που έφερε σουβλάκια στην οικογένεια. Δυο λεπτά μετά, η κατηγορουμένη ήρθε με ένα γκρι αυτοκίνητο στο συνεργείο και άρχισε να λογομαχεί με τον Γιάννη. Όταν έφτασα στο σπίτι, δύο με τρία λεπτά μετά, άκουσα να λογομαχεί με τη θανούσα. Πήγα προς το συρματόπλεγμα και είδα ότι είναι οι δύο κοπέλες που λογομαχούν. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Επειδή είχε ησυχία άκουσα ότι βρίζονταν. “Φύγε από το σπίτι μου” έλεγε το θύμα στην κατηγορουμένη. Η μία έλεγε την άλλη βρώμα και π….. Έβλεπα και κινήσεις των χεριών τους, όπως χτυπά κάποιος κάποιον άλλον. Τα δυο αγόρια κλαίγανε και φώναζαν στη αυλή. Ήρθε ο Γιάννης με το αγροτικό αυτοκίνητο και άρχισε να βρίζει. Η κατηγορουμένη βγήκε τρέχοντας, μπαίνει στο αυτοκίνητο, μαρσάρει και φεύγει. Η μαμά έχει αίματα, φώναζε το ένα αγόρι”».
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο πώς βρέθηκε στο σημείο του εγκλήματος, στο σπίτι του θύματος. Είπε στην κατάθεσή του: «Όταν άκουσα το αγόρι να λέει για αίματα, κατάλαβα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Αποφάσισα να πάω εκεί, άκουσα το αυτοκίνητο να φεύγει με τον Γιάννη. Ίσως θα έπρεπε να πάω πιο νωρίς, νιώθω κάποιες τύψεις. Τα παιδιά φώναζαν “μαμά, μαμά”. Εδώ ήρθα μόνο για την σκοτωμένη την κοπέλα. Θα ήταν αμαρτία να μην ερχόμουν αφού το είδα, το είχα πει στον πατέρα της ότι θα ερχόμουν. Όταν έφτασα στο σπίτι, ήταν σαν κάποιος να είχε σφάξει μοσχάρι. Όλο το τσιμέντο και το τοιχίο είχε αίμα. Είδα αίμα, παντόφλες γυναικείες, γυαλιά ηλίου και σουβλάκια πεταμένα. Μαχαίρι δεν είδα εκεί, ήμουν μέσα στην αυλή και έμαθα ότι το μαχαίρι είχε πεταχτεί απ’ έξω… Η θανούσα ήταν χαμηλών τόνων, όλη η οικογένειά της είναι χαμηλών τόνων. Ποτέ δεν είχαν πρόβλημα με κανέναν».
«Αγόρασε μαχαίρι»
Σημαντική όμως ήταν και η κατάθεση του καταστηματάρχη, από το μαγαζί του οποίου η κατηγορουμένη, όπως ο ίδιος ανέφερε, αγόρασε παραμονή του φόνου ένα επαγγελματικό μαχαίρι. «Είναι μαχαίρι επαγγελματικό που ξεκοκαλίζει, δεν το αγοράζουν για το σπίτι, το αγοράζουν για κρεοπωλεία. Έχει στενή λάμα και χρησιμοποιείται γι’ αυτό το λόγο» είπε ο μάρτυρας και προσέθεσε: «Η κατηγορούμενη ήρθε και μου ζήτησε ένα μαχαίρι ξεκοκαλίσματος, τίποτα άλλο. Υπέθεσα ότι ήταν από κάποιο μαγαζί. Είναι εξειδικευμένο μαχαίρι».
«Η κατηγορουμένη είχε μανία με το θύμα»
Στη δίκη κατέθεσε και η δικηγόρος, την οποία το θύμα είχε επισκεφθεί, προκειμένου να καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος της κατηγορουμένης για ανώνυμα και απειλητικά τηλεφωνήματα που δεχόταν.
Είπε στην κατάθεσή της η δικηγόρος: «Η θανούσα ήρθε στο γραφείο μου και μου είπε ότι ο σύζυγος της είχε εξωσυζυγική σχέση. Δεχόταν ανώνυμα τηλεφωνήματα που την ρώταγαν πού είναι ο σύζυγός της, ο Γιάννης. Στο γραφείο μου ήρθε γι’ αυτά τα τηλεφωνήματα. Δεχόταν συνεχώς κλήσεις και αναγκαζόταν να κλείνει το κινητό της. Σε ένα από τα τηλεφωνήματα αυτά η Παπαϊωάννου της είπε ότι είναι η γυναίκα που αγαπάει ο ο Γιάννης. Της τηλεφωνούσε από διαφορετικούς αριθμούς. Στα τηλεφωνήματα αυτά της έλεγε: “Θα πάω στα παιδιά σου, να μάθουν την αλήθεια ότι ο μπαμπάς τους αγαπάει άλλη γυναίκα”. Η θανούσα μου είχε πει ότι η κατηγορουμένη την παρακολουθούσε. Κάποιες φορές έβλεπε σταθμευμένα αυτοκίνητα έξω από το σπίτι της, ακόμη και ταξί. Με ρώτησε τι πρέπει να κάνει. Της είπα να συλλέξει στοιχεία…».
Η δικηγόρος κατέθεσε πως η άτυχη 35χρονη, είχε πάει να την συμβουλευτεί από το Μάιο του 2015 και πως τον Ιούνιο της ζήτησε να κινήσει τις διαδικασίες συναινετικού διαζυγίου, το οποίο όπως είπε, ο Γιάννης Θεοδωρής δεν το υπέγραψε αμέσως.
Συνεχίζοντας, η δικηγόρος αναφέρθηκε σε περιστατικό ξυλοδαρμού που είχε λάβει χώρα μεταξύ των δυο γυναικών τον Οκτώβριο του 2016. Περιέγραψε στο δικαστήριο: «Με πήρε τηλέφωνο η Θεοδώρα και μου είπε ότι την χτύπησε η κατηγορουμένη. Πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα και τη βρήκα σε κακή κατάσταση. Ξεμαλλιασμένη και με κολάρο. Η Θεοδώρα είχε πάει να ζητήσει χρήματα από τον Γιάννη στο συνεργείο του για τα παιδιά. Ήταν εκεί η κατηγορουμένη. Της τράβηξε μια τούφα από τα μαλλιά της και την γρατζούνισε». Μάλιστα, η μάρτυρας δικηγόρος έδειξε στο δικαστήριο και μια τούφα από τα μαλλιά του θύματος, που την είχε κρατήσει για να την βάλει στη δικογραφία.
Συνεχίζοντας, η μάρτυρας ανέφερε: «Εκεί στο Αστυνομικό Τμήμα ρώτησα την κατηγορουμένη αν είναι ευχαριστημένη με αυτό που κάνει. Με κοιτούσε με απάθεια, λες και δεν την ένοιαζε τι είχε συμβεί. Συμπεριφερόταν σαν να ήταν η νόμιμη σύζυγος».
Κλείνοντας την κατάθεσή της, η δικηγόρος ανέφερε πως η άτυχη Θεοδώρα Παπασπαλά είχε «ένα φόβο για το πού μπορεί να φτάσει αυτή η γυναίκα, πίστευε ότι θα κάνει κακό». Η ίδια είπε: «Πιστεύω ότι η κατηγορουμένη είχε μίσος για τη Θεοδώρα, τη θεωρούσε εμπόδιο στο να ζήσει τον έρωτά της με τον Γιάννη. Πιστεύω ότι φοβόταν μήπως ο Γιάννης ξαναγυρίσει στη Θεοδώρα, γιατί ήταν πολύ καλύτερή της. Η Θεοδώρα πείθονταν από το Γιάννη, ίσως γιατί είχε ανάγκη να τον πιστέψει…».