Μαρτυρίες Γερόντων για τις Μάχες του ’40 και την πορεία τους προς το Ελληνοαλβανικό Μέτωπο (ΒΙΝΤΕΟ)

Κοινοποίηση:
ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Την μνήμη της αντίστασης κατά του φασισμού διατηρούσαν ζωντανή πρώην στρατιώτες του Ελληνοαλβανικού Μετώπου, οι οποίοι αφηγήθηκαν τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Ιταλούς στρατιώτες στα βουνά της Πίνδου και της Μακεδονίας.

O Αριστείδης Κασάρας και ο Αριστοτέλης Παπαντώτης έζησαν τα γεγονότα με το όπλο στο χέρι.
Θυμούνται την ιταλική επίθεση που εκδηλώθηκε στις 05:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και διηγούνται στον τηλεοπτικό σταθμό «Αχελώος TV», με κάθε λεπτομέρεια την πορεία απο την Αιτωλοακαρνανία προς το μέτωπο και τις μάχες που πήραν μέρος στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των μακεδονικών βουνών.

«Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος του 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο Μεσολόγγι, στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων. Το 39ο Σύνταγμα , πήρε εντολή να κινηθεί αμέσως προς το Μέτωπο.
Ξεκινήσαμε με το τρένο από το Μεσολόγγι για να φθάσουμε Αγρίνιο όπου και κάναμε παρέλαση μέσα στην πόλη. Δεν ξέραμε ότι πάμε στο μέτωπο για να πολεμήσουμε, στο κέντρο είχαν πει ότι μας πάνε στην Άρτα για να μας εκπαιδεύσουν στα νέα όπλα , από τις φωνές του κόσμου μάθαμε ότι κηρύχθηκε πόλεμος.-Ζήτω η Ελλάς – Ζήτω ο πόλεμος-.
Στην συνέχεια με μουλάρια και άλογα, με άθλιες καιρικές συνθήκες, βαρύ χειμώνα, πλημμύρες, χιόνια και φθάσαμε στα Γιάννενα. Ήμουν φορτωμένος είκοσι οκάδες στην πλάτη, οπλισμό και εφόδια. Προχωρούσαμε τις νύχτες και τις μέρες κρυβόμασταν. Στις 8 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Πήραμε εντολή να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και προχωρούσαμε με μεγάλες δυσκολίες. Χιόνιζε ασταμάτητα. Δώσαμε την πρώτη μας μάχη στο χωριό Βασιλικό, βρήκαμε τους Ιταλούς γερά οπλισμένους, με πολεμικό υλικό και υπεράριθμους σε σχέση με εμάς, και όμως ριχτήκαμε επάνω τους με μοναδική δύναμη τις ξιφολόγχες και τους πήραμε στο ποδάρι, τους κυρίευσε ο φόβος, τους πήραμε κυνηγώντας.
Κατευθυνθήκαμε προς το Ύψωμα Παπακώστα από όπου είχαν οπισθοχωρήσει οι Ιταλοί… Προχωρούσαμε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ξεπερνούσε τους 80 πόντους. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας. Το κρύο ήταν τσουχτερό, το χιόνι δυνάμωνε, τα πόδια μας σιγά – σιγά άρχισαν να μην μας κρατούν, από το κρύο δεν τα ορίζαμε. Γίνεται η επίθεση, καταλαμβάνουμε το φυλάκιο των Ιταλών. Δεν είχαμε αρκετά πολεμοφόδια και οι Ιταλοί υπερτερούσαν. Είχαν πολυβόλα, πολεμοφόδια και όμως εμείς είχαμε δύναμη και θέληση, δεν αφήναμε σφαίρα να πάει χαμένη, να μην βρει Ιταλό».
Οι δύο ηλικιωμένοι, αφηγήθηκαν εικόνες «φωτιάς και θανάτου» παντού τριγύρω τους στο μέτωπο και λένε με συγκίνηση πως θα τους συντροφεύουν για πάντα «οι εικόνες από τους νεκρούς συμπολεμιστές». «Έχω κάτσει και μια εβδομάδα νηστικός. Εκεί να πολεμάω χωρίς τροφοδοσία και νερό», θυμάται ο κ. Κασάρας, ο οποίος με ανάστημα γίγαντα δηλώνει: «Στο λόγο μου. ακόμη και σήμερα σε αυτή την ηλικία εάν η πατρίδα μας φώναζε θα πηγαίναμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο από την πατρίδα και την οικογένεια, το ορκίστηκα στον πατέρα μου».

Σεμνοί, όπως όλοι οι πραγματικοί ήρωες, ήρεμοι και πράοι, χωρίς να κάνoυν χρήση των τίτλων τους, αναφέρονται στους αγώνες, στο μέτωπο κι την αντίσταση που του χάρισαν μετάλλια, τραύματα και τονίζαν: «Πέφταμε, σηκωνόμασταν, ξαναπέφταμε και πάλι σηκωνόμασταν και συνεχίζαμε. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε, δεν έπρεπε, ήταν ανάγκη να νικηθεί ο εχθρός, δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το καθήκον, που φλόγιζε τα μεθυσμένα νιάτα μας σαν ξεκινούσαν για το μέτωπο, με το όραμα της νίκης», τόνιζε ο κ. Κασάρας. «Δοξάζω το Θεό που έζησα, παρόλο που πέρασα τόσα. Πόλεμος, κακουχίες, πείνα, ψείρες, κρυοπαγήματα, διαμπερές τραύμα. Στην προσπάθειά μου να βγάλω αναπηρική σύνταξη, όταν τελείωσε ο πόλεμος, συνάντησα τις πόρτες της πατρίδας μας κλειστές, πήγαινα σε υπηρεσίες και υπουργεία και δεν έβγαζα άκρη».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: