Μαύρη Ντάλια: Ένα έγκλημα που μέχρι σήμερα «στοιχειώνει» τις ΗΠΑ (EIKONA)

Κοινοποίηση:
4488

Μαύρη Ντάλια: ένα έγκλημα ανεξιχνίαστο. Ένα έγκλημα που μέχρι σήμερα «στοιχειώνει» τις ΗΠΑ και όχι μόνο. Η 22χρονη Ελίζαμπεθ Σορτ ήθελε να γίνει ηθοποιός. Έμεινε στην ιστορία ως το θύμα ενός εγκλήματος που όμοιό του δεν είχε «ζήσει» η χώρα.

Είχε βρεθεί νεκρή δίπλα από μια λεωφόρο σε προάστιο του νότιου Λος Άντζελες το 1947. Είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί με απίστευτη αγριότητα. Είχε τραύματα από δέσιμο στους καρπούς της. Το πρόσωπό της είχε αλλοιωθεί από τα χτυπήματα. Ο δολοφόνος της, της είχε χαράξει ένα σατανικό χαμόγελο. Ο κορμός της ήταν ακρωτηριασμένος. Είχε υποστεί σοδομισμό και το στομάχι της ήταν γεμάτο περιττώματα.

Το πτώμα είχε πλυθεί και είχε καθαριστεί επιμελώς και δεν είχε σταγόνα αίμα. Ο δολοφόνος το είχε τοποθετήσει με τα χέρια πάνω από το κεφάλι και με τα πόδια ανοικτά.

Το θύμα έφερε βαθιά τραύματα στο πρόσωπο και χτυπήματα στο κεφάλι. Εκτιμάται πως έγιναν ενώ ήταν ακόμη ζωντανή. Και πιθανότητα ήταν εκείνα που τη σκότωσαν.

Ο φόνος της έμεινε ανεξιχνίαστος επί δεκαετίες. Παρόλο που το 1948, όταν στα χέρια της αστυνομίας έπεσε ένας άνδρας που γνώρισε λεπτομέρειες για το φόνο που δεν είχαν «βγει» στον Τύπο.

Όμως και πάλι, η υπόθεση δεν «λύθηκε». Τώρα, 70 χρόνια μετά ο συγγραφέας Piu Eatwell στο βιβλίο «Μαύρη Ντάλια, Κόκκινο Τριαντάφυλλο: Το έγκλημα, η διαφθορά και η συγκάλυψη του μεγαλύτερου ανεξιχνίαστου φόνου της Αμερικής» αποκαλύπτει ποιος δολοφόνησε την άτυχη 22χρονη στάρλετ.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, δολοφόνος ήταν ένας νεαρός άνδρας, που είχε μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας το 1948. Ήταν όμως προστατευόμενος ενός ισχυρού άνδρα του Χόλιγουντ, ο οποίος είχε «δεσμούς» με την αστυνομία…

Το κορίτσι που ήθελε να γίνει διάσημο

«Ο φόνος της Σορτ σαγήνευσε το έθνος καθώς τα τραύματά της έδειχναν νεκροφιλία και φετίχ με τα μαχαίρια. Ήταν στοιχεία ενός σαδιστικού φόνου. Και εκτιμήθηκε ότι ο δολοφόνος είτε είχε ιατρική εκπαίδευση ή εμπειρία στο χειρισμό πτωμάτων σε νεκροτομείο», γράφει ο Eatwell.

Το τρίτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, μεγάλωσε στη Μασαχουσέτη από τη μητέρα της. Ο πατέρας της είχε αυτοκτονήσει. «Ήθελε να γίνει διάσημη. Ήταν περισσότερο όνειρο, παρά σχέδιο. Είχε μια θλίψη, ένα κενό, σαν κάτι να έλειπε» είχε πει η μητέρα της.

Τον Σεπτέμβριο του 1943 είχε συλληφθεί γιατί ενώ ήταν ανήλική, είχε βρεθεί να πίνει με στρατιώτες σε ένα εστιατόριο στη Σάντα Μπάρμπαρα. Τα αποτυπώματά της ήταν εκείνα που οδήγησαν στην αναγνώρισή της όταν δολοφονήθηκε.

Είχε στο πόδι της ένα τατουάζ. Ήταν ένα τριαντάφυλλο. Της άρεσε να κάθετε έτσι ώστε να φαίνεται. Της άρεσαν τα μαύρα δαντελωτά ρούχα και οι άνδρες τη φώναζαν «Μαύρη Ντάλια».

Δεν αποκλείεται το «όνομα» αυτό να ήταν η έμπνευση ενός δημοσιογράφου την εποχή που οι δολοφονίες έπαιρναν ονόματα… λουλουδιών.

Ο λάθος άνθρωπος

Η Σορτ φαίνεται πως γνώρισε τον 55χρονο Μαρκ Χάνσεν, από τη Δανία και αυτή ήταν η μοιραία συνάντηση. Ο Χάνσεν ήταν πλούσιος και ισχυρός στο Χόλιγουντ. Ήταν ιδιοκτήτης πολλών κινηματογράφων. Ήταν επίσης ένας από τους ιδιοκτήτες του Florentine Gardens, στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ, όπου ανέβαιναν σόου τα οποία προσέλκυαν ακόμη και τον Έρολ Φλιν.

Εκεί είχε στηθεί επίσης ένα παράνομο καζίνο. Ο Χάνσεν ζούσε στο μεταίχμιο της νομιμότητας και του υποκόσμου. Διατηρούσε δυο σπίτια όπου κοπέλες που ήθελαν να κάνουν καριέρα στο Χόλιγουντ αναγκάζονταν να δίνουν ημίγυμνες παραστάσεις, ιδιωτικές και μη.

Τον Οκτώβριο του 1946 η Σορτ εμφανίστηκε στο σπίτι του Χάνσεν. Μαζί της, η φίλη της Αν Τοθ, η οποία ζούσε στο σπίτι του Δανού επιχειρηματία. Ο Δανός της την έπεσε αλλά η 22χρονη ισχυρίστηκε ότι ήταν παρθένα. Μετά από 10 μέρες, τους ζήτησε να φύγουν.

Δεν μπορούσε να ισχυριστεί, μετά τη δολοφονία της, πως δεν τη γνώριζε. Το όνομά του ήταν γραμμένο στην ατζέντα της.

Το γράμμα

Στο τέλος του 1948, ο επικεφαλής ψυχίατρος της αστυνομίας, Dr. Joseph Paul De River, κατάφερε να βγάλει τον δολοφόνο από την «κρυψώνα» του. Πίστευε ότι ο δολοφόνος της Μαύρης Ντάλιας ήθελε να δημοσιοποιηθεί η πράξη του.

Ο ψυχίατρος δελέασε τον δολοφόνο δημοσιεύοντας ένα άρθρο στο περιοδικό True Detective. Τον Οκτώβριο του ’48 ο De River έλαβε ένα γράμμα. Είχε ταχυδρομηθεί από το Μαϊάμι Μπιτς. Έφερε την υπογραφή Τζακ Σαντ και ανέφερε πως σχετίζεται με κάποιον που έμοιαζε με τον «άγνωστο». Ο Σαντ υποστήριζε πως είχε γνωρίζει τον δολοφόνο και είχε επαφές μαζί του επί δυο μήνες, στο Σαν Φρανσίσκο. Έλεγε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κίνητρο για το φόνο και γνώριζε τους χαρακτήρες που εμπλέκονταν. Προσέφερε μάλιστα τη βοήθειά του για να εντοπιστεί ο δράστης.

Ο ψυχίατρος δέχτηκε να τον συναντήσει στο Λας Βέγκας. Δυο αστυνομικοί συνόδευαν τον De River όσο μιλούσε με τον Σαντ.

Ο Σαντ ήταν ο Λέσλι Ντίλον

Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος που συνάντησε τον De River δεν ήταν άλλος από τον Λέσλι Ντίλον. Ήταν νταβατζής, άνθρωπος που ήταν μπλεγμένος σε δίκτυο πορνείας. Ήταν και κάτι ακόμα: το παιδί για τα θελήματα του Μαρκ Χάνσεν.

Ο Χάνσεν είχε διώξει τη Σορτ από το σπίτι του γιατί «είχε βαρεθεί τους ερωτικούς της συντρόφους και το να του ζητάει λεφτά». Τότε, φέρεται να ζήτησε από τον Ντίλον να την «ξεφορτωθεί». Δεν ήξερε ότι ο «έμπιστός» του ήταν επικίνδυνος και ψυχοπαθής.

Ο Ντίλον γνώριζε δυο λεπτομέρειες για το φόνο που δεν είχαν ποτέ δημοσιοποιηθεί. Ο δολοφόνος είχε κόψει από το μηρό της Σορτ το κομμάτι με το τατουάζ. Το είχε βάλει στο αιδοίο της. Και οι τρίχες από το αιδοίο της, βρέθηκαν στον πρωκτό της.

Ο ύποπτος είχε δουλέψει για λίγο σε νεκροτομείο και ήξερε πως να κάνει τομή στο πόδι ενός πτώματος για να αιμορραγήσει και πως να βάλει σωλήνα για να γίνει αφαίμαξη.

Μίλησε επίσης για έναν άλλο άνδρα, τον Τζεφ Κόνορς, που υποστήριξε πως μάλλον ήταν ο ύποπτος για το φόνο.

Ο Ντίλον υποστήριξε ότι ο δολοφόνος έκοψε στα δυο τη Σορτ για να δει μέχρι που είχε διεισδύσει το πέος του. Ο ψυχίατρος είχε ζητήσει από τον Ντίλον να βγάλει το πουκάμισό του, το οποίο κι έκανε χωρίς αντίρρηση. Όταν όμως του ζήτησε να κατεβάσει το παντελόνι του, τότε δίστασε.

Τον κορόιδεψε;

Ο γιατρός διαπίστωσε ότι το πέος του Ντίλον έμοιαζε περισσότερο με εκείνο ενός αγοριού 8 ετών. Σε ένα από τα γράμματά του, ο ύποπτος είχε πει ότι εκείνη τον είχε περιγελάσει ή απειλήσει να τον ξεμπρωστιάσει στους φίλους του.

Ο συγγραφέας διερωτάται αν η Σορτ ενδεχομένως κορόιδεψε ή αποκάλυψε ότι ο Ντίλον είχε μικρό πέος. Όπως άλλωστε είχε πει το Ντίλον, του άρεσαν τα κορίτσια με μεγάλο στόμα.

Ο De River ήταν σίγουρος πως είχε βρει τον δολοφόνο της Μαύρης Ντάλιας.

«Και παρόλα τα αδιάσειστα στοιχεία που αποκάλυψαν οι αστυνομικοί (σ.σ. αυτοί που συνόδευσαν τον De River, ποτέ δεν προχώρησαν την έρευνα. Ο δρόμος ήταν πάντα μπλοκαρισμένος» γράφει ο Eatwell.

Το σκάνδαλο και η συγκάλυψη

Το καλοκαίρι του 1949, το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες βρέθηκε στο επίκεντρο του μεγαλύτερου σκανδάλου διαφθοράς στην ιστορία του. Ενός σκανδάλου που θα άλλαζε το ίδιο τμήμα και την πορεία της υπόθεσης της Μαύρης Ντάλιας για πάντα.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ήταν μια τεράστια συγκάλυψη από το τμήμα Ανθρωποκτονιών, το οποίο είχε δεσμούς με τον Χάνσεν. Και εξαιτίας του άφησαν έναν ψυχοπαθή ελεύθερο.

Ο Ντίλον είχε υποσχεθεί στους ντετέκτιβς ότι δεν θα έλεγε κουβέντα αν τον άφηναν ελεύθερο. Αλλά αν τον έπιαναν, θα έλεγε όλα όσα ήξερε. Και ήξερε που ήταν θαμμένα πτώματα θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος. Και μετά, τον άφησαν να φύγει, αναφέρει το βιβλίο.

Κανείς δεν θα «μιλήσει» πια

Όλοι οι άνθρωποι «κλειδιά» της υπόθεσης είναι πλέον νεκροί. Τα περισσότερα ντοκουμέντα χάθηκαν ή είναι κλειδωμένα στα άδυτα του αστυνομικού τμήματος του Λος Άντζελες.

Πηγή: Daily Mail

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: