Ηταν Ιανουάριος του 1947 όταν οι ΗΠΑ συγκλονίζονταν από ένα αποτρόπαιο και ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα όλων των εποχών. Μια δολοφονία που παραμένει ανοιχτή έως σήμερα καθώς ο δολοφόνος της… Μαύρης Ντάλιας δεν βρέθηκε ποτέ.
Το ξενοδοχείο Biltmore στο κέντρο του Λος Αντζελες ήταν το τελευταίο μέρος που εθεάθη ζωντανή η Ελίζαμπεθ Σορτ. Ηταν μόλις 22 ετών, καλλονή. Με φωτεινά γαλάζια μάτια, αλαβάστρινη επιδερμίδα, καλλίγραμμο σώμα. Μια επίδοξη ηθοποιός που έκανε τα πάντα για να καταφέρει να ζήσει αλλά και για να πετύχει το στόχο της.
@AP
Το πρωί της 15ης Ιανουαρίου, μια εβδομάδα από την τελευταία φορά που εθεάθη ζωντανή, η σορός της Σορτ βρέθηκε ακρωτηριασμένη και πεταμένη σε μια γωνιά του Λος Αντζελες.
Ηταν γυμνή, την είχαν κόψει στα δύο, στη μέση και με τρομακτική ακρίβεια τής είχαν στραγγίξει το αίμα.
Η υπόθεση ονομάστηκε αμέσως «Μαύρη Ντάλια». Ο φρικιαστικός θάνατος της νεαρής ηθοποιού είχε σοκάρει την Αμερική ωστόσο, ακόμη και σήμερα, 70 χρόνια μετά και ύστερα από την προσαγωγή 50 υπόπτων και πολλές παράξενες θεωρίες για το τι μπορεί να συνέβη, η υπόθεση παραμένει άλυτη.
Ενα νέο βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Πίου Ιτγουελ, το «Μαύρη Ντάλια, κόκκινο τριαντάφυλλο: Το πιο σοκαριστικό έγκλημα της Αμερικής λύνεται», διατείνεται ότι λύνει το μυστήριο ενώ υποστηρίζει ότι ζωή της Σορτ και ο φρικτός θάνατός της δεν έχουν καμία σχέση με το μύθο που έχει χτιστεί γύρω της.
Ενώ πολλοί θεωρούν ότι πιθανότητα η Σορτ δολοφονήθηκε ύστερα από κάποιο ερωτικό ραντεβού που κατέληξε σε καβγά, με τον άντρα που συνευρέθηκε μαζί της να την δολοφονεί, ή ότι έκανε ωτοστόπ και απλά μπήκε στο λάθος αυτοκίνητο, ο Ιτγουελ έχει ενα εντελώς διαφορετικό σενάριο για το τι συνέβη.
Μελετώντας χιλιάδες επίσημα έγγραφα και άγνωστα αρχεία κατέληξε να συνδέει το θάνατο της Σορτ με τις συμμορίες του Λος Αντζελες τη δεκαετία του ’40, όταν γκάνγκστερ, διεφθαρμένοι αστυνομικοί και ισχυροί επιχειρηματίες είχαν στήσει τη δική τους μικρή μαφία.
Υποστηρίζει ακόμη ο Ιτγουελ, ότι η Σορτ ήταν μια ευάλωτη στάρλετ, παρά την εικόνα που είχε προβληθεί για εκείνη μέσα από την ταινία με τη ζωή της και τη δολοφονία της που έδινε την εικόνα μιας femme fatale.
Η Σορτ, κάτα τον Ιτγουελ, ήταν ήταν μια φιλόδοξη ηθοποιός που ζούσε στην ανατολική ακτή και έκανε τα πάντα για να βρεθεί στην Πόλη των Αγγέλων. Ωστόσο σύντομα κατέληξε μόνη και άστεγη σε μα πόλη που όλοι τής ήταν παντελώς άγνωστοι.
Τέσσερα χρόνια πριν βρεθεί νεκρή είχε συλληφθεί για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ενώ δούλευε ως υπάλληλος σε αμερικανικό στρατόπεδο. Το ακρωτηριασμένο σώμα της αναγνωρίστηκε από τα δαχτυλικά της αποτυπώματα που είχαν ληφθεί ακριβώς τότε, κατά τη σύλληψή της.
Οι φωτογραφίες από τη σύλληψη της Σορτ /@Wikimedia Commons
Η αλήθεια είναι, παραδέχεται ο Ιτγουελ ,ότι τα στοιχεία που συνέλεξαν οι αρχές για το θάνατο της Σορτ τότε, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Τη σορό της εντόπισε η Μπέτι Μπέρσινγκερ, η οποία περπατούσε μαζί με την κόρη της σε μια ερημική περιοχή του Λος Αντζελες στο πάρκο Λέιμερτ όταν ξαφνικά παρατήρησε κάτι που έμοιαζε με μια κούκλα ραπτικής, σαν αυτή που έχουν οι ράφτες…
Δεν ήταν κούκλα φυσικά, αλλά η κατακρεουργημένη σορός της Σορτ. Ο δολοφόνος της τήν είχε κόψει στα δύο.
Τα σπλάχνα της είχαν αφαιρεθεί και ο δολοφόνος είχε σκίσει τα χείλη της αριστερά και δεξιά ως τα αυτιά, δημιουργώντας της ένα χαμόγελο σαν ενός τρομακτικού κλόουν.
Η σορός της είχε πλυθεί και είχε καθαριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η νεκροψία έδειξε ότι πριν θανατωθεί η Σορτ είχε βασανιστεί άγρια.
Ποιος ήταν όμως ο άρρωστος δολοφόνος;
Η Σορτ μετά τον ξαφνικό χαμός ενός άνδρα που είχε ερωτευθεί παράλογα έβγαινε με πολλούς, ενώ σύχναζε σε πολλά τζαζ κλαμπ του Λος Αντζελες, καθιστώντας αδύνατο για τις αρχές να καταρτίσουν μια πλήρη λίστα με τα άτομα που θα μπορούσε να είχε συναντήσει πριν το θάνατό της.
Ο Ιτγουελ ξεκίνησε τη δική του έρευνα από το μοτέλ Aster στο κέντρο του Λος Αντζελες.
Το παγωμένο εκείνο πρωινό της 15ης Ιανουαρίου του 1947 ο ιδιοκτήτης του μοτέλ είχε βρεθεί μπροστά σε ένα εξωφρενικό θέαμα όταν πήγε να τσεκάρει το δωμάτιο 3: Εμοιαζε με σφαγείο, ήταν γεμάτο αίμα και κόπρανα στο πάτωμα, στο μπάνιο, στο κρεβάτι.
Στη συνέχεια ανακάλυψε ότι στο γειτονικό δωμάτιο 9 κάποιος είχε αφήσει τυλιγμένα σε ένα καφέ χαρτί κάποια ρούχα, τα οποία είχαν ίχνη αίματος.
Ενώ οι περισσότεροι αν όχι όλοι όσοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα το πρώτο πράγμα που θα έκαναν θα ήταν να ενημερώσουν την αστυνομία, ο Χόφμαν δεν το έκανε, καθώς τέσσερις ημέρες πριν είχε συλληφθεί γιατί χτυπούσε την γυναίκα του. Ετσι προτίμησε να κάτσει και να καθαρίσει ο ίδιος το χαμό, παρά να ενημερώσει την αστυνομία, η οποία θα τον θεωρούσε ύποπτο και θα έμπλεκε.
Οσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο Χόφμαν δεν είπε τίποτα στην αστυνομία ούτε όταν, τέσσερις ημέρες μετά, αφού είχε εντοπιστεί η σορός της Σορτ πεταμένη στο πάρκο, άνδρες των αστυνομικών αρχών πήγαν στο ξενοδοχείο για να ερευνήσουν το μοτέλ που βρισκόταν σχετικά κοντά στον τόπο της δολοφονίας.
Λόγω του Χόφμαν η αστυνομία αναλώθηκε σε έρευνες που δεν είχαν κανένα νόημα, ενώ κρίσιμα στοιχεία για την εξιχνίαση της δολοφονίας είχαν χαθεί.
Η αστυνομία έψαξε το μοτέλ μόνο μετά από δυο χρόνια, όταν η μητέρα ενός υπόπτου παρατήρησε κάτι τυχαία και το κατέθεσε στις αρχές. Ηταν η πρώτη φορά, δυο χρόνια μετά τη δολοφονία, που η αστυνομία έμπαινε στο δωμάτιο της Σορτ και το δωμάτιο που κατά τον Ιτγουελ δολοφονήθηκε άγρια.
@AP
Αλλά γιατί η λαμπερή, όμορφη και φιλόδοξη ηθοποιός δολοφονήθηκε;
Τον Ιανουάριο του 1947 η Σορτ δεν είχε… μία. Το μόνο που είχε ήταν τα νιάτα της και η ομορφιά της, τα οποία είχαν τραβήξει την προσοχή ενός πλούσιου δανού επιχειρηματία, ονόματι Μαρκ Χάνσεκν, ο οποίος είχε σχέσεις με την τοπική μαφία.
Ο Χάνσεν επέτρεπε σε νεαρές γυναίκες να μένουν σε ένα σπίτι που διατηρούσε πίσω από ένα κλαμπ. Η Σορτ έμεινε εκεί σε δύο φάσεις. Ωστόσο, η σχέση της με τον Χάνσεν ήταν θυελλώδης και εν τέλει χώρισαν.
Η ίδια, κατά τον Ιτγουελ, δεν ήθελε, και έτσι ο Χάνσεν ζήτησε από έναν συνεργάτη του να την ξεφορτωθεί αντ’ αυτού. Ωστόσο, ο Χάνσεν δεν γνώριζε ότι ουσιαστικά έστελνε την Σορτ στα χέρια ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου.
Ενώ το όνομα του Χάνσεν ήταν ένα από τα πρώτα που μπήκαν στη λίστα των υπόπτων, δεν ήταν παρά ένας ύποπτος ανάμεσα σε άλλους.
Στην πραγματικότητα στη λίστα αυτοί μπήκαν πολλοί, καθένας που για οποιοδήποτε λόγο θα μπορούσε να δώσει έστω και ένα μικρό πάτημα στους αστυνομικούς. Υποπτος είχε θεωρηθεί ακόμη και ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι, λόγω των… κομμουνιστικών ιδεών του.
Ο Ιτγουελ στο βιβλίο του κάνει μια συναρπαστική υπόθεση, ότι η Σορτ δολοφονήθηκε από τον Ντίλον στο Aster μοτέλ. Οσο για το αν το γνώριζε ο Χάνσεν, άγνωστο.
Ο Ντίλον ήταν ένας επίδοξος συγγραφέας που είχε προηγουμένως εργαστεί ως βοηθός εργολάβου κηδειών. Από αυτή την εργασιακή εμπειρία είχε μάθει πράγματα που του… φάνηκαν χρήσιμα στη δολοφονία της Σορτ, όπως το πώς να αδειάσει από αίμα μια σορό πριν αρχίσει η διαδικασία της ταρίχευσης.
Ακόμη, ο Ντίλον είχε παραδεχθεί ότι ήθελε να γράψει ένα πραγματικά αστυνομικό βιβλίο, ενώ τον ενδιέφεραν άτομα σεξουαλικά ψυχοπαθή και σαδιστές.
Ομως, παρά τα αρκετά στοιχεία που τον κατέστησαν ως τον πιο πιθανό ένοχο, ο Ντίλον δεν πήγε σε δίκη καθώς οι αστυνομικοί που υπηρετούσαν τότε στο Λος Αντζελες και ασχολούνταν με την υπόθεση ήταν και ανίκανοι, κατά τον Ιτγουελ και διεφθαρμένοι. Ηθελαν να προστατέψουν τον Χάνσεν.
Ο αρχισυντάκης της Los Angeles Examiner, Τζίμι Ρίτσαρντσον, είχε περιγράψει τη Σορτ, τότε, ως εξής: «Μια θλιβερή περιπλανώμενη, η οποία πήγαινε από τη μια δουλειά του ποδαριού στην άλλη και από τον έναν άνδρα στον άλλον, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει έναν καλό σύζυγο, να κάνει το δικό της σπίτι και να βρει την ευτυχία».
Ακόμη και σήμερα η υπόθεση παραμένει τυπικά ανοιχτή και ως μια ανοιχτή υπόθεση δίνει το δικαίωμα να γεννιούνται συνεχώς νέες θεωρίες γύρω της.
Πρόσφατα, ο ντετέκτιβ Στιβ Χόντερ, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του Τζορτζ ήταν ο δολοφόνος της Μαύρης Ντάλιας και επίσης υπεύθυνος για μια σειρά άλλων άγριων εγκλημάτων στις ΗΠΑ.
Σήμερα, το ξενοδοχείο Biltmore, το τελευταίο μέρος στο οποίο υποτίθεται ότι εθεάθη ζωντανή η «Μαύρη Ντάλια» σερβίρει ένα κοκτέιλ με αυτό το όνομα. Φτιάχνεται με βότκα, καλούα και λικέρ μαύρου βατόμουρου. Η γεύση του, όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, είναι πικρή.
@Wikimedia Commons
@Wikimedia Commons